Ο Γ. Βακιρτζής γεννήθηκε στη Μυτιλήνη από γονείς Μικρασιάτες. Τα πρώτα του συναισθηματικά βιώματα ήταν συνδεδεμένα με το θρήνο των γονιών του για τη συμφορά της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ερχόμενος στον Πειραιά - σε ηλικία εφτάμισι περίπου ετών - ξεκίνησε πάλι ένα σκληρό αγώνα για να ριζωθεί στην Παλαιά Κοκκινιά. Το 1936 βρίσκουμε τον Γ. Βακιρτζή σ' ένα μικρό εργαστήριο, που είχε ο Τούρκος Κιαμίλ Νουρ, να δουλεύει και να φιλοτεχνεί επιγραφές, σκηνικά για πλανόδια θέατρα, ζωγραφικές διακοσμήσεις. Αυτό το είδος της λαϊκής τέχνης ασκούσε πάντα στον Γ. Βακιρτζή μια μαγεία και μια έλξη.
Μετά από τρία χρόνια, γνωρίζει τον Στέφανο Αλμαλιώτη, ο οποίος του δίδαξε την τέχνη της γιγαντοαφίσας. Παράλληλα (1939-1946), σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, κοντά στους Ουμ. Αργυρό και Κ. Παρθένη. Στα χρόνια της Αντίστασης, ο Γ. Βακιρτζής εντάσσεται στην ομάδα των ΕΑΜιτών καλλιτεχνών (Κεφαλληνός, Τάσσος, Κατράκη, Σεμερτζίδης, Μαγγιώρου, Σικελιώτης, Μακρής, Δαγκλής, Μπαχαριάν, κ.ά.) και προπαγανδίζει με ανώνυμα έργα του τον ΕΑΜικό αγώνα. Οπως αναφέρει ο καλλιτέχνης σε σημειώσεις του, «στην Κατοχή δεν έκανα γιγαντοαφίσες πολλές. Αλλες πράξεις γιγάντιες γινόντουσαν γύρω μας. Και εκεί έδωσε το μερτικό της και η γιγαντοαφίσα. Συμπαραβρέθηκε και συνόδεψε τη ζωή και τη δράση των Ελλήνων για να μη χαθούν. Μέσα σε λέσχες φοιτητών και εργατών. Και έξω, μέσα στους δρόμους και τους αλαλαγμούς και τα ζήτω, πανό τεράστια σαν άρματα Θέσπιδος, που ακολουθούσαν τις λιτανείες στον πόλεμο, στη χαρά, στο θάνατο, στα νεκροταφεία και στο "δόξα εν υψίστοις λαός"».
Από τη σειρά «Σημεία» |
Εκφραση αυτής της δημιουργίας του είναι και το πολύ σημαντικό βιβλίο του «Η γιγαντοαφίσα του κινηματογράφου», που κυκλοφόρησε σε πολύ λίγα αντίτυπα στις αρχές της δεκαετίας του '70. Δύο ακόμη βιβλία του είναι το «25 αφίσες» και «Η λαϊκή επιγραφή στην Ελλάδα». Το έργο του Γ. Βακιρτζή, τιμημένο με ελληνικά και ξένα βραβεία, γνώρισε στον τομέα της αφίσας μια ξεχωριστή διάκριση. Το 1980 προσκλήθηκε επίσημα στη Μόσχα ως μέλος της διεθνούς κριτικής επιτροπής για τη γιγαντοαφίσα της Ολυμπιάδας της Μόσχας.
Παράλληλα με τη γιγαντοαφίσα, συνέχισε και τη ζωγραφική. Το 1966 παρουσίασε μια σειρά έργων με τίτλο «Ανασκαφές - Αφιέρωμα στη γενιά 1940-1950». Οπως ο ίδιος σχολίαζε, «υπάρχει μια γενιά που ζωντανοί και πεθαμένοι στέκουνε με τα χέρια ανοιχτά μπροστά σε πετρωμένο όνειρο. Είναι η γενιά του 1940-'50. Οσοι ανήκουμε σ' αυτήν νιώθουμε την ύπαρξή μας ανάμεσα στο χτες και το αύριο να γίνεται συμβατική. Το τώρα μικραίνει στη γλώσσα μας. Χάσαμε τα ίχνη του... Φαίνεται πως θέλουμε να ξαναζήσουμε από την αρχή για να βρούμε το κινούμενο τώρα. Φαίνεται ακόμα πως θέλουμε να φυτρώσουμε στη γη σαν πάσσαλοι για να δείχνουμε αιώνια την παρουσία μας πέτρινη, ζωντανή και αδικαίωτη. Αυτών των ψυχικών ανατολών λογαριασμοί κίνησαν το έργο τούτο. Ψυχικές "ανασκαφές" καυτερών βιωμάτων».
Εργο από τη σειρά «Μονόλογοι» |
Οπως έλεγε ο Γ. Βακιρτζής, «η ζωγραφική υπάρχει παντού γύρω σου. Εχει χιλιάδες πρόσωπα...». «Ζωγραφίζω πάντα με τον τρόπο που έμαθα από τους μαστόρους μου, τους δασκάλους μου και την προσωπική μου πείρα. Δουλεύω υποχρεωμένος από μια ανάγκη που περιέχει την προσωπική συγκίνηση της μνήμης εκείνης που προέρχεται άμεσα από τον κόσμο και την κίνησή του. Με συγκινεί ό,τι αφορά τον άνθρωπο και τα πάθη του». Η έκθεση θα διαρκέσει έως τις 26 του Φλεβάρη.