Το βασικό αντικείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 17ο Συνέδριο είναι η ισχυροποίηση του Κόμματος, γιατί «όλοι.... κατανοούν την ευθεία σχέση που έχει η ισχυροποίηση του Κόμματος με την ανάπτυξη της πάλης του λαού...», όπως αναφέρεται στο προοίμιο των Θέσεων. Ελπίζω ότι δεν είναι στις προθέσεις της ΚΕ να προβάλει σαν βάση συζήτησης το μηχανιστικό σχήμα ότι προηγείται η ισχυροποίηση του Κόμματος και ακολουθεί η άνοδος του εργατικού κινήματος τόσο χρονικά όσο και ιεραρχικά. Η ισχυροποίηση του κομμουνιστικού κόμματος ως πρωτοπορίας της εργατικής τάξης είναι διαλεκτικά δεμένη με την άνοδο του εργατικού κινήματος. Μόνο σε συνθήκες ανάπτυξης του κινήματος μπορεί να κατακτήσει το Κόμμα ένα ποιοτικά καινούριο επίπεδο και αντίστροφα, όπως προβλέπει η θεωρία και δείχνει η ιστορία του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Η μηχανιστική αυτή προσέγγιση αφήνει περιθώρια στους αντιπάλους του ΚΚΕ να προσάπτουν στην ηγεσία του την άποψη πως το Κόμμα είναι πάνω από την τάξη και να την κατηγορούν ότι δεν έβγαλε συμπεράσματα από αντίστοιχες πρακτικές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Επίσης, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της εσωστρέφειας, όταν είναι η ώρα της ανάληψης τολμηρών πρωτοβουλιών στη συγκρότηση του πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου της επανάστασης σε μια εποχή ωρίμανσης των αντικειμενικών συνθηκών για το σοσιαλισμό. Το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό, έχει πρακτικές συνέπειες στη διαλεκτική σύνδεση τακτικής και στρατηγικής.
Στις Θέσεις δε διακρίνεται η πολιτική από την κοινωνική συμμαχία και η διαλεκτική τους ενότητα. Η εργατική τάξη ποσοτικά και ουσιαστικά κυριαρχεί μεταξύ των κοινωνικών συμμάχων, όμως η πολιτική χειραγώγηση της πλειοψηφίας της από τις αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις δεν της επιτρέπει να παίξει τον ιστορικό της ρόλο. Επόμενα, το βασικό ζητούμενο είναι ο ταξικός προσανατολισμός της εργατικής τάξης και ιεραρχικά έπεται η συμμαχία με τα άλλα φτωχά στρώματα, που προλεταριοποιούνται ταχύτατα.
Στη Θέση 12 αναφέρεται ότι «έχει διαμορφωθεί πιο διακριτά μια καλή βάση για συνέχιση και κυρίως για ανάπτυξη των συσπειρώσεων και της κοινής δράσης». Προφανώς υπονοούνται πολιτικές και όχι κοινωνικές δυνάμεις, που δεν κατονομάζονται, αφού με τα μέχρι τώρα κριτήρια των πολιτικών συμμαχιών δεν υφίστανται. Επίσης, δεν ονοματίζονται οι δυνάμεις, που συμφωνούν με τη λαϊκή εξουσία και δε συμφωνούν με την πορεία για το σοσιαλισμό (Θέση 18). Είναι εμφανές το αδιέξοδο των πολιτικών συμμαχιών και της τακτικής, αφού δεν αφήνει κανένα περιθώριο κοινής δράσης με υπαρκτές δυνάμεις, όπου το κόμμα θα γίνει η ηγεμονική δύναμη. Οσο σοβαρό λάθος είναι η κοινή δράση με βάση το πρόβλημα, άλλο τόσο είναι και η άρνηση της κοινής δράσης με δυνάμεις που συμφωνούν με τα αιτήματα που προωθούν οι κομμουνιστές, «αλλά δε συμφωνούν με την προοπτική». Δεν μπορεί να αντιμετωπίζουμε με τον ίδιο τρόπο τα ζητήματα της κοινής δράσης από το επίπεδο των ηγεσιών των κομμάτων και της ΓΣΣΕ ή της ΑΔΕΔΥ μέχρι και τον τελευταίο μαζικό φορέα στην επιχείρηση ή τη γειτονιά. Η καθυστέρηση του μετώπου δεν οφείλεται κυρίως σε αδυναμίες υλοποίησης μιας σωστής τακτικής, αλλά σε αυτή καθεαυτή την τακτική. Η ηγεμονία της ταξικής κατεύθυνσης δεν μπορεί να είναι προαπαιτούμενο, είναι το ζητούμενο και καταχτιέται στο κίνημα. Η έλλειψη ευελιξίας στην τακτική δεν αφήνει περιθώρια για το απαιτούμενο διαλεκτικό δέσιμο της αυτοτελούς και κοινής δράσης.
Οι Θέσεις κάνουν γενικά σωστές διαπιστώσεις, όμως δεν αναλύονται σε βάθος ούτε τα αίτια ούτε οι επιπτώσεις. Από το κείμενο φαίνεται ότι αυτό δεν οφείλεται μόνο σε υποκειμενική αδυναμία, αλλά καθορίζεται κυρίως από μία αμηχανία μπροστά σε καινούρια ζητήματα που ανοίγει η εξέλιξη του καπιταλισμού και της ταξικής πάλης και ένα φόβο ότι θα υπάρξει ανάγκη αναψηλάφησης θεμάτων, που θεωρούνται πρακτικά και θεωρητικά κλεισμένα, παρά την προτροπή των Θέσεων για την ανάπτυξη της θεωρίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Θέση 5 για την «Κατάσταση στην Κούβα, στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας, στην Κίνα, στο Βιετνάμ». Η θέση μένει στα δημοσιογραφικώς γνωστά, χωρίς να γίνεται καμία εκτίμηση για τις αιτίες που οδήγησαν τα κομμουνιστικά κόμματα να ακολουθήσουν αυτή την πολιτική, που έρχεται σε αντίθεση με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και αυξάνει τους κινδύνους παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Είναι κατανοητές οι δυσκολίες και οι πολιτικές επιπλοκές μιας πρόχειρης και βιαστικής εκτίμησης, όμως είναι πολύ χειρότερο να αναφέρονται απλά και μόνο οι εξελίξεις, και μάλιστα χωρίς κατεύθυνση για διερεύνηση του θέματος. Η σημασία του δεν είναι μόνο θεωρητική αλλά έχει πρακτικές συνέπειες, αφού δυσκολεύει την πάλη ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και για τη λαϊκή οικονομία και το σοσιαλισμό.
Αν η απόφαση της πανελλαδικής συνδιάσκεψης για τις αλλαγές στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες στηριζόταν σε μια κοινωνικοταξική διαλεκτική ανάλυση, και λαμβάνοντας υπ' όψιν πρόσφατα άρθρα της ΚΟΜΕΠ ίσως δε θα κατέληγε στη θέση της «ανατροπής», αλλά θα έδινε τη βάση για να εξηγηθούν οι εξελίξεις π.χ. στην Κίνα. Είναι προφανές ότι δε νοείται ανατροπή, όταν το κομμουνιστικό κόμμα, που είναι η μοναδική κυρίαρχη δύναμη και τυπικά είναι ο θεματοφύλακας του σοσιαλισμού να ανατρέπει την εξουσία του. Η ανατροπή προϋποθέτει τη νίκη δυνάμεων που δε βρίσκονται στην εξουσία συνήθως μετά από σύγκρουση με τη δύναμη που κατέχει την εξουσία. Η εμμονή στη θέση για την «ανατροπή» περιορίζει την απαραίτητη ελευθερία στην έρευνα και επεξεργασία των θεμάτων της σοσιαλιστικής προοπτικής.
Η ταξική πάλη χρειάζεται τόλμη και υλιστική διαλεκτική προσέγγιση της αλήθειας, και μέσα από αυτό το δρόμο θα μπορέσει να εκπληρωθεί «το καθήκον της ανάπτυξης της θεωρίας,.... της ιδεολογικοπολιτικής στάθμης του κόμματος». Η αυτομόρφωση και τα μαθήματα χρειάζονται, όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την έρευνα για αναζήτηση της αλήθειας. Η έρευνα δεν είναι θέμα μόνο των ειδικών ή των τμημάτων της ΚΕ είναι κατά κύριο λόγο αντικείμενο των πολιτικών στελεχών που κακώς ονομάζονται «οργανωτικά». Η διαίρεση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και της εργασίας είναι βασικό χαρακτηριστικό του τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας και δεν έχει θέση σε ένα κομμουνιστικό κόμμα που επαγγέλλεται τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Ο στόχος της λαϊκής εξουσίας, τις περισσότερες φορές, σχετίζεται μόνο με τη λαϊκή οικονομία και τα φιλολαϊκά οικονομικά μέτρα που θα λάβει η κυβέρνηση της λαϊκής εξουσίας. Ενας οικονομισμός διακρίνει τα βασικά πολιτικά συνθήματα (Τέρμα στην ανέχεια της λαϊκής οικογένειας) και τις ομιλίες των πολιτικών και συνδικαλιστικών στελεχών του Κόμματος. Ομως βασικό χαρακτηριστικό της επαναστατικής αλλαγής είναι ότι θέτει τις βάσεις για την εξάλειψη της αλλοτρίωσης και αποξένωσης, για την απελευθέρωση του ανθρώπου και επόμενα ένα ποιοτικά διαφορετικό επίπεδο ελευθερίας και δημοκρατίας, της εργατικής δημοκρατίας. Η έννοια της εξουσίας συνδέεται με την καταπίεση και συσκοτίζει τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά του νέου πολιτικοκοινωνικού συστήματος. Η επαναστατική αλλαγή θέτει τις βάσεις για έναν καινούριο πολιτισμό, όπου κυριαρχούν οι αξίες της συλλογικότητας, και της αλληλεγγύης, επόμενα το συνέδριο είναι απαραίτητο να ασχοληθεί με τον πολιτισμό της εργατικής τάξης, αφού αυτή παράγει και δημιουργεί. Ο τρόπος και η έκταση, που παρουσιάζεται στις θέσεις ο πολιτισμός είναι πολύ κάτω από τις απαιτήσεις και την ιστορική σχέση του ΚΚΕ με τον πολιτισμό.
Μετά τις δραματικές αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, το ΚΚΕ σταθερά προσηλωμένο στο σοσιαλισμό, δεν έκανε υποχωρήσεις και προσανατόλισε σωστά το λαό, σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Οι κινήσεις αυτές δικαιώθηκαν όχι μόνο εκλογικά αλλά ανέβηκε και το πολιτικό του κύρος. Η περίοδος της ανασυγκρότησης δικαιολογεί ένα βαθμό κλεισίματος, όμως στο μέλλον η εσωστρέφεια θα είναι καταστροφική. Διαμορφώνονται οι δυνατότητες για τολμηρές πρωτοβουλίες και μεγαλύτερο άνοιγμα με μία επιθετική τακτική στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και την ενότητα της εργατικής τάξης, όπου το ΚΚΕ δε θα παραιτηθεί από το στόχο της ηγεμόνευσης των προλεταριακών δυνάμεων για την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό. Η δικαιολόγηση της «καθυστέρησης» με την επίκληση αδυναμιών στην κατανόηση της τακτικής και στη δουλιά δείχνει βολονταρισμό. Η κριτική αποτίμηση της δράσης, η αιτιολόγηση, η θεωρητική θεμελίωση και η τόλμη για αλλαγές της τακτικής που να υπηρετούν τη στρατηγική μπορεί να ανοίξει δρόμους για το ξεπέρασμα και των αδυναμιών. Τα άλματα ενέχουν κινδύνους όμως αυτή είναι επαναστατική πολιτική.
Νίκος Ασπράγκαθος
Πάτρα