Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δήλωσε ότι «η απόφαση της διευρυμένης Πατριαρχικής Συνόδου δεν ανταποκρίνεται ούτε προς τη δικαιοσύνη, ούτε προς την αλήθεια» και συγκαλεί την Ιερά Σύνοδο για να εκτιμήσει τις αποφάσεις του Φαναρίου. Δήλωσε επίσης ότι «οι ενέργειες της Εκκλησίας της Ελλάδος βασίστηκαν πλήρως σε αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου, που ελήφθησαν με συντριπτική πλειοψηφία, σύμφωνα με την Πράξη του 1928, όπως αυτή ίσχυσε μέχρι σήμερα, το Σύνταγμα και τους νόμους του Ελληνικού Κράτους που η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να τηρεί, αλλά και σύμφωνα με την προηγούμενη συμφωνία μεταξύ των δύο Εκκλησιών η οποία αποτυπώθηκε στο κείμενο που ενέκρινε η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος». Επισήμανε τη συνέχιση της στήριξης της Εκκλησίας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφεύγοντας κατά την πάγια τακτική του, όπως είπε, την αντιπαράθεση μαζί του.
Η απόφαση της Συνόδου του Πατριαρχείου, σε σκληρή εκκλησιαστική γλώσσα μιλά για αυθαίρετες εκλογές και χειροτονίες, για «εισπηδήσεις εις αλλότριας επαρχίας» και κλέψιμο «αλλότριων δικαιωμάτων» για μη εκχώρηση της πλήρους δικαιοδοσίας στην Εκκλησία της Ελλάδος. Κατά την απόφαση ο αρχιεπίσκοπος «βάλλει και πολλάκις» προσβάλλει τον πατριαρχικό και συνοδικό τόμο του 1850, ενώ ο μητροπολίτης Αθηνών, όπως λέει, δεν έχει αυτονομία προκαθήμενου, αλλά προέδρου τοπικής Εκκλησίας.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Θ. Ρουσόπουλος, απαντώντας σ' ερωτήσεις επαναλαμβάνει το σεβασμό της κυβέρνησης εξίσου στο Πατριαρχείο και στην Εκκλησία της Ελλάδος και λέει ότι «η κυβέρνηση θα τηρήσει τους νόμους της ελληνικής πολιτείας». Σε ανακοίνωσή του το ΠΑΣΟΚ και με το γνωστό...«αντιπολιτευτικό πνεύμα» επισημαίνει πάλι τις συνέπειες που μπορεί να έχει η κρίση μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θεωρεί μονόπλευρη την προσέγγιση της ΝΔ στο θέμα και λέει ότι «αντί να συμβάλλει με πρωτοβουλίες στην ανεύρεση μιας κοινά αποδεκτής και συναινετικής λύσης, με τις εσπευσμένες ανακοινώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου» επιδείνωσε την κατάσταση.