Από την «Κλασική συνταγή» |
Ο Κραουνάκης, αν και έχει, ήδη, πλούσιο ποιοτικά και ποσοτικά και με πολλές και μεγάλες επιτυχίες συνθετικό έργο, παραμένοντας καλλιτεχνικά ανήσυχος και αποζητώντας μια νέα, πιο σύνθετη και συλλογικότερη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, δημιούργησε την (πεντάχρονη φέτος) «Σπείρα - Σπείρα», με την οποία και καλλιεργεί πολύπλευρα νέους ελπιδοφόρους μουσικούς και ερμηνευτές, και «εισηγείται» ένα ιθαγενές μουσικό θέατρο. «Καρπός» αυτής της καλλιτεχνικής αναζήτησης του Κραουνάκη είναι η απολαυστικότατη από κάθε άποψη - γι' αυτό και δίχρονης επιτυχίας - μουσικοθεατρική παράσταση «Κλασική συνταγή», που παρουσιάζεται στη σκηνή «Αθηναΐς». Μια μουσικοθεατρική παράσταση, που γονιμοποιείται με στοιχεία του προπολεμικού γερμανικού «θεάτρου - καμπαρέ», του ελληνικού θεάτρου ποικιλιών, της επιθεώρησης, των μουσικοσατιρικών σόου του Γιώργου Μαρίνου, αλλά και συντίθεται με πολλά άλλα «συστατικά». Με το μεγάλο μουσικό ταλέντο του Κραουνάκη, με τις γνώσεις του από τη σχέση της μουσικής του με το θέατρο και τα σόου, με διδαγμένη από το θέατρο ερμηνευτική άποψή του ότι το τραγούδι είναι μια πολυσύνθετη έκφραση. Οτι δεν είναι απλώς νότες και μουσικές φράσεις, αλλά λέξεις και φράσεις, ήχοι, παλμοί, ρυθμοί, λόγια και σιωπές καρδιάς, του νου, των βιωμάτων ενός ανθρώπου, ενός λαού και τόπου. Με δικές του μεγάλες επιτυχίες, αλλά και πολυαγαπημένα τραγούδια άλλων συνθετών. Με το πληθωρικό - κειμενογραφικά, στιχουργικά, ερμηνευτικά και σκηνοθετικά - παιχνιδιάρικο χιούμορ που διαθέτει ο συνθέτης. Με καλαίσθητο, λιτό σκηνικό (Βασίλης Λιακόπουλος). Με υπέροχα - αν και φτιαγμένα με ταπεινότατα υφάσματα και άλλα υλικά, πολύχρωμα, ευφάνταστα, χιουμοριστικά και παιχνιδιάρικα κοστούμια (Ντίνος Πετράτος). Με αρμόζοντες στο είδος και στο χώρο φωτισμούς (Κατερίνα Μαραγκουδάκη). Με την εμπειρότατη και ταλαντούχα στο είδος Πωλίνα, που παίζει και τραγουδά με καυστικό χιούμορ την «Γκρίζα κυρία». Και βέβαια, με νέους, ταλαντούχους καλλιτέχνες. Τους πιανίστες Χρίστο Θεοδώρου και Γιάννη Χριστοδουλόπουλο, οι οποίοι, υπό την «αόρατη» επί σκηνής μουσικοσκηνοθετική μπαγκέτα του Στ. Κραουνάκη, συνοδεύουν τα τραγούδια και «ενορχηστρώνουν» τον ατομικό ή ομαδικό λόγο στα νούμερα. Και με τους νεότατους ερμηνευτές της ομάδας. Ερμηνευτές, όλοι καλλίφωνοι, αλλά με ιδιαίτερο ταλέντο ο καθένας, είτε τραγουδιστικό είτε θεατρικό. Ξεχωριστά τραγουδιστικά ταλέντα είναι η ευρείας φωνητικής γκάμας Βικτωρία Ταγκούλη, η βελούδινη φωνητικά Ηρώ Σαϊα, ο Γιάννης Καραλής - μια αφτιασίδωτα λαϊκή φωνή - και ο Στέλιος Καρπαθάκης - γλυκιά ροκ φωνή. Καλλίφωνες, αλλά πρωτίστως θεατρίνες, με χιούμορ και σκηνικό γκελ, είναι η Ελένα Καραντινού, η Παρθένα Χοροζίδου και η Πελαγία Μουρούζη. Περισσότερο θεατρική είναι και η κλίση του Χρήστου Μουστάκα και του κινησιολογικά εκφραστικότατου Γιώργου Στιβανάκη. Ο Σταμάτης Κραουνάκης, αν και κρατά το μικρότερο και διακριτικότερο «ρόλο» στη μουσικοθεατρική πράξη, είναι η «ψυχή» κι η «αύρα» της. Τη γεύεται, χαίρεται, παίζει σαν παιδί και σε ένα νούμερο με το χιούμορ του κατορθώνει να βάλει και τους θεατές στο παιχνίδι.
Από την παράσταση του «Derevo» |
Μια παράσταση «μετάληψης» με την ποίηση και παράλληλα μιας γνωριμίας με το βίο του αθάνατου Αλεξανδρινού ποιητή Κ. Καβάφη θέλησε να είναι η τιτλοφορημένη, μόνο με το ονοματεπώνυμό του, παράσταση που ανέβασε το ΜΜΑ, με την ευκαιρία και της αφιερωμένης στον Καβάφη έκθεσης που οργάνωσε. Η «ύλη», οι συντελεστές και ερμηνευτές της παράστασης θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα εξαίρετο αποτέλεσμα. Η επιλογή των ποιημάτων και των κειμένων για τον Καβάφη έγινε από τον ποιητή και καθηγητή της λογοτεχνίας μας Νάσο Βαγενά. Η σεναριακή σύνθεσή τους και η σκηνοθεσία από τον έμπειρο από τη μουσικο-βιογραφική παράσταση για τον Μ. Θεοδωράκη, Θ. Μουμουλίδη. Οι ωραίες μελοποιήσεις των καβαφικών ποιημάτων υπογράφονταν από τους Μ. Χατζιδάκι, Θ. Μικρούτσικο και Δ. Παπαδημητρίου. Η εκτέλεση της μουσικής από τη διδαγμένη προσεκτικά από τον Θανάση Τσιπινάκη Ορχήστρα Νυκτών Οργάνων Πάτρας και των τραγουδιών από τον Κώστα Θωμαΐδη (με σεμνότητα, θερμότητα και καλά προφερόμενο λόγο) και την Φωτεινή Δάρρα (έχει μελωδική φωνή, αλλά ερμηνευτικά ποζάρει και «μασά» το λόγο). Και πολύ καλούς, αισθαντικούς ηθοποιούς και με ασκημένο λόγο. Κι όμως εκεί έπασχε η παράσταση. Στο λόγο, που δύσκολα έφθανε στο αυτί του θεατή. Ενώ, όπως φαινόταν, στόχος του σκηνοθέτη και των ηθοποιών ήταν η αισθαντικότητα, η πνευματικότητα, η αλήθεια και η απλότητα του λόγου, χάθηκε το μέτρο αυτών των ζητουμένων - και αυτά, όσο σπουδαία κι αν είναι πρέπει να έχουν μέτρο και εξέλειπε ο πρώτιστος κανόνας: Ο λόγος να φθάνει καθαρός, άνετος, ευκρινής στο θεατή. Ο λόγος είναι ο φορέας του πνευματικού και συναισθηματικού κόσμου. Οχι το αχνό, μισομασημένο, δήθεν πνευματώδες και εσωτερικό σιναξάρισμα. Σ' αυτό το λάθος, με ευθύνη και του σκηνοθέτη και των ηθοποιών έπεσε περισσότερο ο Μηνάς Χατζησάββας (Καβάφης) και όλοι λίγο - πολύ οι συνάδελφοί του Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, ακόμη και ο Γιάννης Μπέζος. Κρίμα, που, ενώ ο νεότερός τους Δημοσθένης Παπαδόπουλος, ξεκινώντας έδωσε το μέτρο του ευκρινούς, λιτά εσωτερικού λόγου, υπέπεσε και εκείνος - αν πολύ λιγότερο- στο λάθος των συμπαικτών του.