Σάββατο 11 Μάρτη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
H ανταγωνιστικότητα, οι θυσίες και τα θύματα

Είναι αδύνατο πλέον να διαβάσει κανείς άρθρο «ορθόδοξου» οικονομολόγου για την οικονομία, δηλώσεις επαγγελματιών πολιτικών ή να παρακολουθήσει τηλεοπτική συζήτηση με το ίδιο θέμα, χωρίς να συναντήσει σε όλες τις πτώσεις τη λέξη «Ανταγωνιστικότητα». Ζούμε λοιπόν στο αστερισμό της ανταγωνιστικότητας και, αν πιστέψει κανείς τους απολογητές της, θα επιβιώσουμε μόνο χάρη σ' αυτήν. Τι είναι όμως ανταγωνιστικότητα και ποιες είναι οι συνέπειές της για τους εργαζόμενους; Είναι, μας λένε, να μπορείς να πουλάς φτηνότερα από τους ανταγωνιστές σου το ίδιο ποιοτικά εμπόρευμα ή υπηρεσία ή στην ίδια τιμή καλύτερο ποιοτικά εμπόρευμα. Κοντολογίς, να πετυχαίνεις την καλύτερη σχέση ποιότητας - τιμής. Και αυτό, όχι μόνο σε εθνική κλίμακα, αλλά και σε ευρωενωσιακή και σε πλανητική κλίμακα, λόγω επέκτασης της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Πώς πετυχαίνεται όμως η πολυπόθητη ανταγωνιστικότητα; (Δε μιλάμε βέβαια για τη μέθοδο της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος, γιατί η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με αυτήν, εκτός του ότι είναι πλασματική, θα είναι και αδύνατη στη μετα-ΟΝΕ εποχή).

Πολλές φορές, βέβαια, πετυχαίνεται με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που προϋποθέτει όμως την επένδυση μεγάλων κεφαλαίων για την αγορά νέων, τελειότερων μέσων παραγωγής (μηχανικού εξοπλισμού τελευταίας τεχνολογίας) και εντατικοποίηση της εργασίας.

Πάντοτε, όμως, με τη συμπίεση του λεγόμενου κόστους εργασίας, είτε του μισθολογικού (μισθοί), είτε του μη μισθολογικού (εργοδοτικές εισφορές στην ασφάλιση των εργαζομένων, αποζημιώσεις απολυόμενων, εξασφάλιση όρων ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων κλπ.).

Γενικά, πάντως, η μείωση του κόστους παραγωγής σήμερα πετυχαίνεται ανέξοδα, ταχύτερα και πιο σίγουρα κυρίως με τη δεύτερη μέθοδο (συμπίεση του λεγόμενου κόστους εργασίας), που εφαρμόζεται σε όλον τον καπιταλιστικό κόσμο.

Ετσι, λοιπόν, θα παρατηρήσετε ότι σε όλα τα σχετικά δημοσιεύματα η έκκληση για περισσότερη ανταγωνιστικότητα συνοδεύεται πάντοτε από την απαίτηση για «ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων ή για πλήρη «απελευθέρωση της αγοράς εργασίας», δηλαδή, στην ουσία, για πλήρη κατάργηση κάθε ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, απαίτηση, δηλαδή, για όλο και πιο φτηνή εργατική δύναμη. Με την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης σήμερα και την ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, παντού η εργοδοσία χρησιμοποιεί απέναντι στους εργαζόμενους το ίδιο επιχείρημα: «Για να συνεχίσω εδώ την παραγωγική μου δραστηριότητα, πρέπει να διατηρήσω ή να αυξήσω την ανταγωνιστικότητά μου. Διαφορετικά ή θα σταματήσω ή θα μεταφέρω τη δραστηριότητά μου αλλού, οπότε θα χάσετε τη δουλιά σας. Για να μη συμβεί αυτό, θα πρέπει να δεχτείτε τον περιορισμό των δικαιωμάτων και κεκτημένων σας. Τι προτιμάτε λοιπόν;». Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι με τις σημερινές συνθήκες στην αγορά εργασίας, τη μεγάλη ανεργία, οι εργαζόμενοι εκβιάζονται να αποδεχτούν τη δεύτερη λύση. Μια «λύση», που, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγεί στην αδιάκοπη συμπίεση της αμοιβής εργασίας και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων όλο και χαμηλότερα, μέχρι τα όρια της γενικευμένης φτώχειας και της εξαθλίωσης και μάλιστα όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωενωσιακό και πλανητικό επίπεδο.

Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Πώς το κεφάλαιο - εργοδοσία αξιοποιεί την «κατανόηση» των εργαζομένων; Εχουν οι εργαζόμενοι καμιά εγγύηση (νομικού ή κοινωνικού χαρακτήρα) ότι, αν δεχτούν τη μείωση των δικαιωμάτων τους, δε θα χάσουν τουλάχιστον τη δουλιά τους; Δυστυχώς, καμία απολύτως. Το κεφάλαιο επέβαλε, τα τελευταία αυτά χρόνια, την πλήρη ελευθερία στη διακίνησή του και βέβαια κανένας σοβαρός καπιταλίστας δεν είναι διατεθειμένος να παραιτηθεί από το «κεκτημένο δικαίωμά» του να επενδύει εκεί όπου το κέρδος προβλέπεται μεγαλύτερο. Και κάθε στιγμή θα μπορεί να ισχυριστεί ότι πρέπει να ενισχυθεί εκ νέου η ανταγωνιστικότητά του, αφού, στο μεταξύ, οι ανταγωνιστές του, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, πέτυχαν μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα από αυτόν.

Πράγματι, στις συνθήκες της «παγκοσμιοποιημένης» οικονομίας της αγοράς (που βέβαια γενικά είναι το «γήπεδο» των ισχυρών) κανένας δεν μπορεί να είναι για πολύ σίγουρος για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς του και τα παραδείγματα είναι πολλά.

Και ακόμη: Εχει καμιά σιγουριά ο εργαζόμενος ότι τα επιπλέον κέρδη του εργοδότη του, που προήλθαν από τις θυσίες που του ζητήθηκαν, θα επενδυθούν για να αντιμετωπιστεί π.χ. το πρόβλημα της ανεργίας; Καμία απολύτως. Εχουν καμιά εγγύηση, ας πούμε οι Ελληνες εργαζόμενοι, ότι αν δείξουν «κατανόηση» και δεχτούν σήμερα τις θυσίες που τους ζητάνε οι νεοδεξιοί «εκσυγχρονιστές» μας, δε θα τους ζητηθούν αύριο και νέες, «για να αυξηθεί ή διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ώστε να μη χάσουν τη δουλιά τους;». Καμιά απολύτως. Αφού βέβαια και οι ανταγωνιστές δε θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα αντεπιτεθούν, ζητώντας από τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους ακόμη μεγαλύτερες «θυσίες». Ετσι, λοιπόν, μέσα από αυτή τη «διαλεκτική της εξαθλίωσης» (που δε θα είναι μόνο οικονομική) εντείνεται σήμερα η υπερεκμετάλλευση όλων των εργαζομένων, όπου Γης, με την αδιάκοπη συμπίεση της αμοιβής της εργασίας σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα. Ως πού μπορεί να πάει αυτό, η ζωή θα δείξει.

Ωστόσο, στους εργαζόμενους δε μένει άλλος δρόμος από την αντίσταση και την πάλη μέσα από τα ταξικά συνδικάτα τους, την ανάπτυξη κοινωνικο-πολιτικών αγώνων ενάντια στην πολιτική που επιβάλλει τις επιλογές των εργοδοτών, αλλά και την κοινή πάλη με τους εργαζόμενους άλλων χωρών στην ΕΕ. Ωστόσο, βιώνοντας τα εντεινόμενα αδιέξοδα του συστήματος, θα συνειδητοποιήσουν κάποτε οριστικά ότι «δεν πάει άλλο», ότι δηλαδή το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έφαγε όλα τα ψωμιά του και ότι πρέπει να αγωνιστούν συνειδητά για την ανατροπή του. Δεν είναι λίγα, ούτε ασήμαντα, τα γεγονότα που δείχνουν ότι η ανθρωπότητα θα ξαναβρεθεί, σύντομα ίσως, μπροστά στο αμείλικτο δίλημμα: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.


Θόδωρος ΑΥΓΗΤΑΣ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ