Σε καθαρά κοινωνικά αίτια εδράζει η αύξηση των κρουσμάτων κακοποίησης και παραβατικότητας ανηλίκων σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως επισημάνθηκε σε ημερίδα που πραγματοποιήθηκε χτες στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, με τη συμμετοχή και ακαδημαϊκών από πανεπιστήμια του εξωτερικού.
Σύμφωνα με τους εισηγητές, η οικονομική ύφεση την τελευταία δεκαετία, η μακροχρόνια ανεργία, τα πολύ χαμηλά εισοδήματα, καθώς και η κατάχρηση οινοπνεύματος και ναρκωτικών είναι κυρίαρχοι παράγοντες που διαμορφώνουν ένα περιβάλλον επιρρεπές τόσο στην κακοποίηση, όσο και στην παραβατικότητα των ανηλίκων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πάνω από 1.000.000 κρούσματα καταγράφονται κάθε χρόνο στις ΗΠΑ, ενώ τα ευρωπαϊκά σκήπτρα κρατά η Γερμανία.
Στην Ελλάδα, περίπου 20.000 καταγγελίες φτάνουν στις αρμόδιες υπηρεσίες κάθε χρόνο, ωστόσο ο αριθμός αυτός εκτιμάται πολύ μικρότερος από τα πραγματικά κρούσματα, αφού ο μοναδικός τρόπος ανίχνευσής τους παραμένει η προσωπική καταγγελία, η οποία, λόγω κυρίως του φόβου, είναι σπάνια.
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, το μεγαλύτερο ποσοστό κρουσμάτων καταγράφηκε στις δυτικές συνοικίες της πόλης, από τις πλέον υποβαθμισμένες περιοχές του πολεοδομικού συγκροτήματος.
Απέναντι στην παραπάνω πραγματικότητα, για την εξάλειψη ή την άμβλυνση, της οποίας προϋπόθεση αποτελεί η αντιμετώπιση των κοινωνικών αιτιών που γεννούν το πρόβλημα, δυστυχώς, οι επιστήμονες περιορίστηκαν να προτείνουν μέτρα στη λογική της καλύτερης διαχείρισης του διαπιστωμένου προβλήματος. Μίλησαν για την ανάγκη ανάπτυξης μηχανισμών που θα φέρουν στην επιφάνεια περισσότερες περιπτώσεις κακοποίησης των ανηλίκων και θα συμβάλουν στην υποστήριξη και την επανένταξή τους.