Εφευγα από τη Νέα Υόρκη ή αργότερα από τη Λουντ της Σουηδίας και πήγαινα στο Λονδίνο, όπου συναντούσα τον Τάκη Αδάμο. Ψηλός, εύσωμος, ευπροσήγορος, σταθερός στην ιδεολογία του με μεγάλο ενδιαφέρον για καλλιτεχνικές εκφράσεις. Δάσκαλος. Ποιητής.
Με την πτώση της χούντας επέστρεψα όπως και πολλές άλλες εκατοντάδες «αυτο-εξόριστοι» που είχαμε λείψει επτά χρόνια από την πατρίδα. Προσπαθούσαμε με διάφορους τρόπους να συναντήσουμε ο ένας τον άλλον, αφού η διασπορά ήταν πλατιά. Θυμάμαι πόσο συγκινημένη ήμουν όταν συνάντησα στο Σύνταγμα τον Κώστα Κοτζιά.
Για την πρώτη έκδοση, πανηγυρική, στην Οδό Μαυρομιχάλη μαζί με τις σαμπάνιες,, και τις ευχές για μακροβιότητα, έτρεχαν και τα δάκρυα.
Από το πρώτο μεταχουντικό φύλλο και μετά ο «Ριζοσπάστης» έγινε ο καθημερινός μου φίλος. Εβγαινα νωρίς το πρωί με το ποδήλατο, από το σπίτι της Μαμάς μου, σε ανατολικό προάστιο, πήγαινα στο ψιλικατζίδικο, αγόραζα το «Ριζοσπάστη» και τον έβαζα στη σκάρα του ποδηλάτου μ' έναν τρόπο που να διαβάζεται ολόκληρος ο κόκκινος τίτλος του.
Υστερα άρχιζα να διασχίζω με το ποδήλατο κάθετα και οριζόντια το προάστιο, έφτανα σχεδόν μέχρι τη Γλυφάδα και γύριζα σπίτι ύστερα από πολλή ώρα με την εντύπωση πως όποιος είχε δει το ποδήλατο, είχε δει και το «Ριζοσπάστη». Η μαμά μου φοβόταν λίγο.
Τότε δεν είχαμε ούτε φαξ ούτε e-mail. Οταν περνούσαν κάποιες μέρες και δεν εμφανιζόμουν μου τηλεφωνούσε ο Τάκης Αδάμος. Ε, τι έγινες; με ρωτούσε. Τίποτα δεν είχα γίνει.
Του απαντούσα πάντα με τα ίδια λόγια: Οταν κάποτε ο Μαξίμ Γκόργκι είχε πάψει να στέλνει κείμενα στην «Ισκρα», τον ρώτησε ο Λένιν, ε, τι έγινες; Γιατί δεν έγραψες για την εφημερίδα; Μόνο αν γράφεις κάτι μεγάλο, ένα βιβλίο, έχεις δικαιολογία.
Καλά, ούτε ο Τάκης Αδάμος ήταν ο Λένιν ούτε εγώ ο Γκόργκι.
Ο καθένας με τις δικές του δυνατότητες.