Η πλήρης αδιαφορία της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΠΟ για τα εκπαιδευτικά του προγράμματα δοκιμάζει τις αντοχές των εργαζομένων σ' αυτά και της εκπαιδευτικής κοινότητας
Το Βυζαντινό Μουσείο είναι από τα ελάχιστα μουσεία που συνεχίζουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα |
Ολα τα παραπάνω αποτελούν επιλογές του συστήματος, τις οποίες καλούνται οι κυβερνήσεις να υλοποιήσουν. Εάν μέχρι πρότινος η πολιτιστική πολιτική του ελληνικού κράτους «καθρεφτιζότανε» κυρίως στο αστείο ποσοστό που αντιστοιχούσε - και εξακολουθεί να αντιστοιχεί - στον πολιτισμό από τον προϋπολογισμό, με την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων και με τα ποσά από το Γ' ΚΠΣ που θα διαχειρίζεται το υπουργείο Πολιτισμού μέχρι το 2006, η πολιτική αυτή «καθρεφτίζεται» και στις συγκεκριμένες επιλογές της. Με άλλα λόγια, χρήματα υπάρχουν ή μπορούν να βρεθούν χωρίς να πειραχτεί η λαϊκή τσέπη. Το ερώτημα είναι, πού πάνε;
Το ερώτημα είναι ρητορικό. Ο «Ρ» έχει παρουσιάσει ήδη τα στοιχεία για τον καταμερισμό των ποσών του Γ' ΚΠΣ για τον πολιτισμό, από τα οποία προκύπτει η προκλητική χρηματοδότηση - άμεση ή έμμεση - του μεγάλου κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στον πολιτισμό. Οι αρνητικές συνέπειες αυτών των επιλογών καλύπτουν και τον ευαίσθητο τομέα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του υπουργείου Πολιτισμού. Δηλαδή των προγραμμάτων που σκοπεύουν σε αυτό που αναφέρθηκε στην αρχή: Στη γνωριμία των παιδιών με τον πολιτισμό της χώρας τους.
Ο λόγος είναι απλός: Το υπουργείο Πολιτισμού, από τα μέσα της 10ετίας του '80 που ξεκίνησε αυτά τα προγράμματα, ουδέποτε τα στήριξε ουσιαστικά σε έμψυχο δυναμικό και υλικοτεχνική υποδομή. Ουδέποτε κατάρτισε ένα ολοκληρωμένο και σε βάθος χρόνου προγραμματισμό, που να καλύπτει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αλλά και τους ενήλικες και όλα τα σημαντικά γνωσιολογικά πεδία, με τα οποία θα έπρεπε να έρθουν σε επαφή τα παιδιά και οι νέοι.
Οπως προκύπτει από την πρόσφατη ιστορία αυτών των προγραμμάτων, η κυβέρνηση είχε αφήσει για χρόνια ακόμη και εκτός θεσμικού πλαισίου τα εκπαιδευτικά προγράμματα και μόλις το 1997 τα ενέταξε ως τμήμα στη Διεύθυνση Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του ΥΠΠΟ. Αυτό όμως δεν άλλαξε τα πράγματα προς το καλύτερο. Το προσωπικό δεν επαρκεί, εργάζεται με όλη την «γκάμα» των συμβάσεων - δηλαδή υπό συνθήκες εργασιακής ομηρίας και ανασφάλειας - και ό,τι έργο παράγεται είναι αποτέλεσμα του ενδιαφέροντος και της διάθεσης προσφοράς του. Γεγονός που σε καμία περίπτωση βέβαια δε διασώζει την όποια «αξιοπρέπεια» του ελληνικού Δημοσίου.
Η κατάσταση αυτή έφερε τα εκπαιδευτικά προγράμματα σε οριακή κατάσταση το καλοκαίρι του 1999, αφού η λήξη των συμβάσεων αποδυνάμωσε ακόμη περισσότερο το τμήμα, το οποίο έφτασε και το ίδιο στην «άκρη του γκρεμού». Μάλιστα, τότε, οι αρχαιολόγοι των εκπαιδευτικών προγραμμάτων αναρωτιούνταν «μήπως έχει ήδη επιλεχθεί ο περιορισμός του έργου είτε σε περιορισμένης εμβέλειας προγράμματα είτε σε γραφειοκρατική ύπαρξη στα όρια του δημόσιου σώματος». Για το ίδιο θέμα είχαν ξεσηκωθεί τότε και οι εκπαιδευτικοί με ανακοινώσεις και επιστολές διαμαρτυρίας που συνοδεύονταν από εκατοντάδες υπογραφές. Σε μία από αυτές τις ανακοινώσεις οι εκπαιδευτικοί σημείωναν: «Αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι η μάθηση και η καλλιέργεια των παιδιών είναι δυνατόν να μη βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των προτεραιοτήτων και σχεδιασμών του υπουργείου Πολιτισμού». Απ' ό,τι φαίνεται, είναι...
Σήμερα η κατάσταση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του ΥΠΠΟ εξακολουθεί να είναι απογοητευτική, τουλάχιστον. Αντί να μεγαλώνει ο αριθμός των συμμετοχών σε αυτά, σε πολλές περιπτώσεις η «συμμετοχή» είναι σχεδόν μηδενική. Ακόμη και με τόσα και τέτοια προβλήματα, το ακαδημαϊκό έτος 1997 - 1998 συμμετείχαν στα εκπαιδευτικά προγράμματα πάνω από 12.000 μαθητές, αριθμός που είναι ζητούμενο σήμερα. Ακόμη και λίγα χρόνια πριν, το ΥΠΠΟ υλοποιούσε εκπαιδευτικά προγράμματα σε καθημερινή βάση στην Ακρόπολη, στην Αρχαία και Ρωμαϊκή Αγορά, στον Κεραμεικό και στις Μονές Δαφνίου και Καισαριανής. Τώρα, πραγματοποιούνται μόνο στην Ακρόπολη και την Καπνικαρέα. Στα δε μουσεία η κατάσταση είναι επίσης απογοητευτική: αν εξαιρεθεί το Βυζαντινό, το Επιγραφικό και το Λαϊκής Τέχνης, σε κανένα άλλο μουσείο της Αττικής δεν πραγματοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα σε τακτική και μαζική βάση. Αν αυτά συμβαίνουν στην Αττική, τότε δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ούτε βέβαια οι εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των προγραμμάτων άλλαξαν προς το καλύτερο, αφού αυτό εξακολουθεί να απασχολείται με συμβάσεις μικρής διάρκειας. Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ έχει προς το παρόν αρκεστεί στις «κολακείες» προς τους εργαζόμενους για την προσφορά και το έργο τους, χωρίς όμως να υπάρχει πρακτικό αντίκρισμα. Αντίθετα, στις περσινές κινητοποιήσεις των εκτάκτων του ΥΠΠΟ με αίτημα την οριστική λήξη της εργασιακής ομηρίας του, η ίδια πολιτική ηγεσία «ξέχασε» τις «αβρότητες» και έφτασε μάλιστα στο σημείο να τους εγκαλέσει - όπως έκανε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός - για «φθορές» στα μνημεία λόγω της συμβολικής «κατάληψης» της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης! Να υπενθυμίσουμε ότι οι έκτακτοι σηκώνουν και το κύριο βάρος των κεντρικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων του υπουργείου.
Στην ανακοίνωση του ΥΠΠΟ για την έκθεση «Παιχνίδια Πολιτισμού» σημειώνεται, μεταξύ άλλων, ότι «οι χώροι πολιτιστικής αναφοράς, τα μνημεία, τα πολιτιστικά αγαθά και η άυλη κληρονομιά, αρχαία αλλά και σύγχρονη, δεν είναι ένα κλειστό, ένα βουβό σύνολο πληροφορίας που διακινείται μόνο μεταξύ ειδικών μελετητών και δημιουργών, αλλά ένα παιχνίδι επικοινωνίας, που αξιοποιείται ως επιστημονικό, μορφωτικό και παιδαγωγικό εργαλείο για να ζωντανέψει την πολιτική και κοινωνική ιστορία του τόπου, ενώ παράλληλα προσφέρεται ως έμπνευση για νέες καλλιτεχνικές αναζητήσεις». Είναι προφανές, μετά από όσα προαναφέρθηκαν, ότι η απόσταση λόγων και έργων που χαρακτηρίζει (και) την πολιτιστική πολιτική της κυβέρνησης, αναδεικνύεται περίτρανα και με τα εκπαιδευτικά προγράμματα.