Κυριακή 24 Νοέμβρη 2002
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Η Τουρκοκρητικιά

Παπαγεωργίου Βασίλης

«Δε σου φαίνεται Γιαννιό πως κλαίει η χανούμισσα»; Κοίταξα κι εγώ με τρόπο, μα τι να δεις μέσα από ένα δάκτυλο που άφηνε ακάλυπτο το μαντίλι της χανούμισσας.

Ητανε άνοιξη. Είχαμε κιόλας 7 μήνες αιχμάλωτοι. Εδώ και 2 μήνες είχανε αρχίσει να μας δίνουνε στους χωριάτες για δουλιά παίρνοντας 10 χάρτινα γρόσα απ' αυτούς. Κάθε πρωί στο Τάγμα σωστή αγορά. Εκατοντάδες χωριάτες ψάχνανε να βρούνε τον τεχνίτη ή τον εργάτη που θέλανε: Μαραγκό, χτίστη, σοφατζή. «Μαραγκός κημ - Σοφατζή κημ - Ντεμιρτζή κημ», χαλούσανε τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες τους. Κι ο τεχνίτης που άκουγε την ειδικότητά του έβγαινε απ' τη γραμμή, κι αφού ο χωριάτης τον ρωτούσε να βεβαιωθεί ότι ήξερε καλά τη δουλιά. Κοίταζε κιόλας αν είναι δυνατός για να βγάλει πολλή δουλιά.

Ποιος να γυρίσει να κοιτάξει εμάς, παιδιά μικρά κι αδύνατα; 16 χρονώ εγώ και 15 τ' Αντωνιό! Αυτοί ηθέλανε τεχνίτη ή εργάτη δυνατό που να βγάλει πολλές φορές το φαΐ που θα τον ταΐζανε.

Ετσι πάντα πικραμένοι μέναμε με τ' Αντωνιό στο Τάγμα που σημαίνει: Αγγαρεία - πείνα και ξύλο!

Με τ' Αντωνιό στο χωριό είμαστε γειτόνοι, στο «Βατζικάκι». Τα σπίτια μας απέναντι τ' όνα στ' άλλο, σχεδόν μια ηλικία και φίλοι. Αβγαλτο παιδί τ' Αντωνιό σαν έχασε τον πατέρα του στον «Μπαρτσόβα» δε χωρίστηκε από κοντά μου και σαν κατασταλάξαμε στο Σαλιχλή, πολλοί μας νόμιζαν αδέλφια.

Πάντα μαζί κι ό,τι βρίσκαμε το μοιραζόμαστε. Επτά μήνες αιχμάλωτοι και δεν μπόρεσε να μάθει ούτε μια λέξη τουρκική για να μπορεί να συνεννοηθεί. Εγώ κουτσά - στραβά τα κατάφερνα!..

Ισκιος μου λοιπόν τ' Αντωνιό! Με κρατούσε πάντα απ' το χέρι: «Καρντάς»; - (Αδελφός;) - ρωτούσανε οι Τούρκοι «Εβετ» - (μάλιστα) - απαντούσα.

Ετσι κάθε πρωί μετά την «επιλογή» μέναμε πάντα στην ουρά πιασμένοι από το χέρι ως που να μας τις βρέξουνε οι μαφαζάδες. Κι άρχιζε μετά: Σκούπισμα το Τάγμα, τα κουβούσια, την αυλή και τους δρόμους του Σαλιχλή κι όχι λίγες φορές μαζί μ' αυτά και στον «Τμώλο» (βουνό του Σαλιχλή) - για ξύλα, με φαΐ μια κουτάλα «αλαμάν τσορμπασί» το πρωί και μια το βράδυ που για να το πάρεις έπρεπε να φας και το απαραίτητο ξύλο.

Οταν το βράδυ γυρίζανε οι αιχμάλωτοι από τις ιδιωτικές δουλιές όλο και κάτι φέρνανε: λίγα πράσα - λίγες ελιές, κάνα κρεμμύδι που τ' αλλάζαν μ' ό,τι άλλο θέλανε...

Κείνο όμως το πρωί τα πράγματα γίνανε κάπως αλλιώτικα, μαζί με τους χωριάτες ήτανε και μια τουρκάλα!.. Μαυροντυμένη, τυλιγμένο το κεφάλι της με μια μαντίλα, άφηνε μόνο μια σχισμή στα μάτια της όσο να βλέπει. Δε φώναζε αυτή, κοίταζε στα μάτια τους αιχμαλώτους σα να 'θελε να γνωρίσει κάποιον. Πέρασε κι από μας, μας κοίταξε... προχώρησε λίγο και ξαναγύρισε, μας ξανακοίταξε και μ' ένα κούνημα του χεριού μούγνεψε να βγω έξω απ' τη γραμμή. Βγήκα κρατώντας απ' το χέρι τ' Αντωνιό! Δε μίλησε, προχώρησε στην έξοδο που περίμενε ο Μπεκίρ - Τσαούσης να μας γράψει τα ονόματα, πέταξε 20 χάρτινα γρόσα στο τραπέζι και στάθηκε στην άκρη «Δημήτρη ογλού - Γιάννης Τσεσμέ», είπα για με, «Νικόλα - ογλού - Αντώνης Τσεσμέ», είπα και για τ' Αντωνιό. Μας ξανακοίταξε άλλη μια φορά η Τουρκάλα και τράβηξε προς το μέρος που 'χε δέσει ένα γαϊδουράκι, καβάλησε και τραβήξαμε για το χωριό!

Μισή ώρα δρόμο χωρίς να γυρίσει να μας δει, χωρίς να μας πει μια λέξη ώσπου φθάσαμε στο Τσακάλκιοϊ.

Ενα άθλιο χωριό καμιά εκατοστή σπίτια, καμένα τα πιο πολλά από την υποχώρηση, κι αυτά που μείνανε, χωρίς κεραμίδια, με σκεπές από καλάμια με λίγο «Γκερένι» από πάνω. Παντού ολοφάνερη η δυστυχία κι η φτώχεια. Λίγοι γέροι και γυναίκες περπατούσανε σκυφτοί και μας κοιτάζανε, καθώς περνούσαμε, σαν παράξενα ζώα.

Φτάσαμε στην άκρη του χωριού σ' ένα χαμηλό σπιτάκι με μεγάλη αυλή και ξεροτρόχαλο τοίχο, η μισή χέρση κι η μισή φυτεμένη. Σκόρδα - κρεμμυδάκια - μαρούλια.

Ξεπέζεψε η Τουρκάλα και μεις την ακολουθήσαμε μεσ' την αυλή. Αφήσαμε από ένα παλιοτσούβαλο πούχαμε, πάνω στον ξεροτρόχαλο τοίχο και περιμέναμε.

Μπήκε η Τουρκάλα μέσα σ' ένα χαμηλό οντά και σε λίγο βγήκε κρατώντας μια τσάπα κι ένα φτυάρι, τ' άφησε στα πόδια μας και ξαναχάθηκε στον οντά. Πήραμε ο ένας στην τσάπα κι ο άλλος το φτυάρι και περιμέναμε μη ξέροντας τι θα κάνομε.

Πέρασε κάμποση ώρα κι η χανούμ φάνηκε στην πόρτα, κρατούσε ένα «Σοφρά» και πάνω σ' αυτόν καμιά δεκαριά «Μπετζιρμέδες» - ψιλές πίτες που τις έχουν για ψωμί στα μέρη εκείνα. «Τσικελέκι» - τρίμματα αποβουτυρωμένου τυριού - ελιές και κρεμμυδάκια, έβαλε τον Σοφρά στην αυλή στον ήλιο και μας φώναξε: «Γκέλγεην ογλούμ» - Ελάτε, φάτε παιδιά μου. Ογλούμ; ακούσαμε καλά; 7 μήνες δεν ακούγαμε άλλο από Κιαφίρ Κιοπέκ - Γκιαούρ, που συνοδευόντανε πάντα από κλοτσιές και τώρα μια Τουρκάλα μας φώναζε: παιδιά μου!..

Είχαμε πάψει να είμαστε άνθρωποι. Και ψυχικά και σωματικά πονούσαμε στην αρχή στο ξύλο και την κακομεταχείριση, ύστερα συνηθίσαμε. Μια συνήθεια ζώου που αδιαφορεί για όλα αρκεί να βρει κάτι να φάει. Η προσπάθεια του ζώου να κρατηθεί στη ζωή ήτανε το μόνο που μας απόμεινε.

Η πίκρα, ο πόνος των πρώτων ημερών για τους δικούς μας π' αφήσαμε στην εκκλησιά του χωριού, στα χέρια των Τούρκων, γι' αυτούς που χαθήκανε στο δρόμο, η αλληλεγγύη μεταξύ μας, είχαν χαθεί πια. Τη θέση του ανθρώπου την είχε πάρει το ζώο! Ενα ζώο χωρίς οίκτο για τον άλλον, χωρίς δάκρυ για το δικό του πόνο! Κλέβαμε ο ένας τον άλλον και σπούσε τα μούτρα ο δυνατός του αδύνατου! Στο πιο χαμηλό σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος...

Και να, μια λέξη αυτής της άγνωστης Τουρκάλας «ογλούμ» έφτασε για να ξυπνήσει μέσα μας, ο άνθρωπος, που τον είχε ναρκώσει ο πόνος κι η πείνα. Θυμηθήκαμε με μιας τη μάνα, τ' αδέλφια, τι να γίνανε; Τον χαμένο πατέρα, ζει; Τους φίλους, τους χαμένους χωριανούς. Τα μάτια μας βουρκώσανε. Κάτσαμε στο φαΐ χωρίς όρεξη και μια ακαταμάχητη όρεξη να μιλήσουμε, να πούμε με τ' Αντωνιό για τα παλιά... Και λέγαμε και λέγαμε και τι δε λέγαμε... και τι δε θυμηθήκαμε... Για θυμήσου Αντωνιό το ξύλο που τρώγαμε με τα κουμπιά που κόβαμε απ' τα σακάκια για να παίζομε! Για θυμήσου Γιαννιό το ξύλο που φάγαμε απ' τον δάσκαλο για τις μυγδαλιές που κόψαμε απ' το περιβόλι του... Τάδε!.. Για θυμήσου Αντωνιό!.. Για θυμήσου Γιαννιό!.. Θυμηθήκαμε τις κουκουβάγιες που πιάναμε. Τις καρακαξοφωλιές, που για να μαζεύουμε σκίζαμε τα ρούχα μας... Ποιος έλεγε πιο καλά το «Ασπιλε» στην εκκλησιά. Το μουλάρι τ' Αντωνιού που δάγκωνε... και τι δε θυμηθήκαμε; και πάλι: Αραγε τι να 'γινε ο πατέρας μου Αντωνιό; Και μένα Γιαννιό; Τι να 'γιναν; αυτοί π' αφήσαμε στο χωριό;.. Και γελούσαμε και κλαίγαμε, πότε θυμούμενοι τους χαμένους δικούς μας και πότε καμιά μας παιδική διαβολιά. Με μια λέξη ξύπνησε μέσα μας ο άνθρωπος, το παιδί!..

Και για το φαί, πολύ λίγη όρεξη!

Η Τουρκάλα καθισμένη σε μια «μπαγκέτα» έπλεκε μ' ένα μπλε μίτο τη φτέρνα μιας κάλτσας. Για μια στιγμή τ' Αντωνιό γύρισε και την κοίταξε κι απέ μου 'πε. «Δε σου φαίνεται Γιαννιό πως κλαίει η χανούμισσα»; Δεν μπόρεσα να δω μέσ' απ' τη χαραμάδα π' άφηνε το μαντίλι μπρος απ' τα μάτια της. Ισως και να 'κλαιγε. Τι καλό είχανε κι αυτοί; Καμένες πόλεις και χωριά, φτώχεια, δυστυχία, και χαμένους δικούς τους.

Η δουλιά ήτανε ν' ανοίξομε ένα μεγάλο λάκκο για βόθρο. Το χώμα σκληρό και τα χέρια μας αδύνατα πονούσανε. Κι η Τουρκάλα όλο: Γιαβάς - Γιαβάς ογλούμ - ουσούλ - ουσούλ. Μα εμείς θέλαμε να την ευχαριστήσουμε γιατί ήτανε καλή και για να μας πάρει κι αύριο. Δουλιά είχε πολλή ως να τελειώσει ο λάκκος.

Το μεσημέρι τραχανά με πολλές κόκκινες πιπεριές μέσα, και το βράδυ πνηγούρι «τσικελέκι» και πίτες. Κι όταν μας πήρε να γυρίσομε στο Τάγμα μας έδωσε κάμποσες πίτες κι ελιές... Αύριο, μας είπε, να 'σαστε κοντά στην πόρτα να μην ψάχνω να σας βρω, έτσι; Μας χάιδεψε τα μαλλιά και μπήκαμε στο Τάγμα.

Θέλαμε να πούμε τη χαρά μας, σε κάποιον! Να του πούμε πως σ' ένα χωριό του Σαλιχλή βρήκαμε έναν άνθρωπο! Μια Τουρκάλα που όχι μόνο δε μας έδειρε αλλά μας είπε και παιδιά της! Μα σε ποιον να το πούμε; Μέσα σ' εκείνη την απέραντη καμένη φάμπρικα ένα κοπάδι χαμένοι άνθρωποι ένα μονάχα τους ενδιαφέρει. Να κρατηθούνε στη ζωή με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο, κλέβοντας τους συναιχμαλώτους τους από ό,τι είχανε φαγώσιμο και να βρούνε αφορμή για ξύλο!.. Σε ποιον θα μιλούσαμε;

Απ' τους 16 χωριανούς που είμαστε στην αρχή στο Τάγμα μείναμε εγώ και τ' Αντωνιό. Οι άλλοι είχανε «πεθάνει»!..

Το πρωί πρώτοι στην παράταξη κοντά στην πόρτα, είδαμε την Τουρκάλα να περιμένει μαζί με τους άλλους χωριάτες. Μας είδε κι αυτή. Είχαμε τη χαρά που νιώθει κανείς σαν δει κάποιον δικό του, ένα φίλο! Σαν άνοιξε η πόρτα, ήρθε και μας πήρε από το χέρι... και η ίδια πάλι διαδικασία: 20 γρόσα στο τραπέζι του Μπεκίρ - Τσαούση γράψιμο τα τουρκοποιημένα ονόματά μας και δρόμο για το Τσακάλκιοϊ.

Οχτώ μέρες κράτησε αυτή η δουλιά. Ανοίξαμε το λάκκο, βάλαμε κιούγκια για να τρέχουνε τα βρόμικα νερά, σκάψαμε και την υπόλοιπη αυλή και την τελευταία μέρα σχεδόν δεν είχαμε τι να κάνομε. Πετάξαμε λίγα ζεμπίλια χαλίκια που μείνανε στην αυλή και σε μια ώρα είμαστε έτοιμοι.

«Τώρα κάτσετε να ξεκουραστείτε, να σας δω και να με δείτε, μας είπε» Ελληνικά!.. Τα χάσαμε!.. Οχτώ μέρες ήτανε τόσο καλή αλλά και τόσο λιγομίλητη μαζί μας που τα πιο πολλά που 'θελε να μας πει τα 'λεγε με νοήματα!.. Κι ήξερε Ελληνικά;.. Αφωνοι εγώ και τ' Αντωνιό την κοιτάζαμε σαν χαμένοι. Μήπως είπαμε σ' αυτές τις οχτώ μέρες τίποτε κακό;

Πολλές φορές στον πόνο μας τα βάλαμε και με το «Μουχαμέτη τους». Η χανούμ σα να κατάλαβε τη σκέψη μας και πιο γλυκά από κάθε άλλη φορά συνέχισε Ελληνικά:

- Ελάτε, μη φοβάστε, δεν είπατε τίποτε κακό... μα και να πάτε...

Μας πήρες από το χέρι, μας έβαλε να κάτσομε στο σκαλοπάτι κι αυτή κοντά μας στο σκαμνάκι.

- Εσένα σε λένε Γιάννη και σένα Αντώνη... καημένα παιδιά!.. Από πού είσαστε; Εχετε μάνα, πατέρα, αδέλφια; Πώς και πού πιαστήκατε αιχμάλωτοι; Είχατε πάει τόσο μικροί στο στρατό;

Τα δάκρυα μας πνίξανε, η θύμηση της χαμένης μάνας, των αδελφών π' αφήσαμε στο χωριό, τον χαμένο πατέρα που χάσαμε στο δρόμο ήρθε πάλι στο νου μας... Της διηγηθήκαμε το δράμα μας από το χωριό μέχρι το μακρινό Σαλιχλή!.. Τους φόβους μας γι' αυτούς... για τη ζωή μας μέσα στο τάγμα... Και λέγαμε... και λέγαμε!.. Η Τουρκάλα έκλαιγε μαζί μας! Χωρίς μαντίλι βλέπαμε για πρώτη φορά το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο χαραγμένο από βαθιές ρυτίδες, που το γέμισε περισσότερο ο πόνος παρά τα χρόνια...

Μας είπε κι αυτή τα δικά της: Ητανε Κρητικιά. Ενας προηγούμενος πόλεμος τους έριξε από την Κρήτη στις άγονες πλαγιές του «Τμώλου». Πέντε πρόσωπα ήτανε στην αρχή η φαμίλια της. Πατέρας, μάνα, 2 αγόρια και μια μικρούλα η «Γκιουλέ» που πέθανε δυο χρόνια μετά από ελονοσία!.. Την ακολούθησε ο πατέρας. Το πήρε κατάκαρδα που κατάντησε «Ματζούρης», μακριά από κει που γεννήθηκε. Εμεινε αυτή με τα δυο αγόρια, τον «Πετσέτ» που χάθηκε στον πόλεμο και τον πιο μικρό, τον «Αλή» που σκοτώθηκε σε μια μάχη Ελλήνων Χωροφυλάκων και Τσέτηδων του Κορ - Μουσταφά που είχε επιστρατεύση με το ζόρι όλα τα τουρκόπουλα! Μόνο 19 χρονών ήτανε ο άμοιρος «Αλής», θρηνούσε η άτυχη Μάνα!.. «Εσείς θα βρείτε τους δικούς σας! Να μου το θυμηθείτε!.. Μην κλαίτε... θα αγκαλιάσετε πάλι και θα φιλήσετε τη Μάνα σας, τον πατέρα σας, τ' αδέλφια σας!.. Εγώ όμως ποιον περιμένω; Ωσπου να τελειώσει ο πόλεμος περίμενα τον Πετσέτ, τώρα ποιον περιμένω; Είμαι μόνη, μόνη!.. Θρηνούσε η άμοιρη γυναίκα...

Κουβαλούσε ξύλα απ' τον Τμώλο και τα πουλούσε στο Σαλιχλή για να ζήσει! «Θα σας κρατούσα κι άλλο αλλά δεν έχω άλλα λεφτά να δώσω! Μόλις μαζέψω 20 γρόσια θάρθω να σας πάρω καμιά μέρα. Είσαστε καλά παιδιά και θα σας προστατέψει ο Χριστός σας και ο Αλλάχ... θα το δείτε!.. Και να με θυμόσαστε!».

Τη θυμάμαι πάντα την καλή Τουρκοκρητικιά - αν πέθανε θεός σχωρέστηνε - αλλά η προφητεία της δε βγήκε ολότελα σωστή. Εγώ είχα την τύχη να φιλήσω και να με φιλήσουν οι δικοί μου, μα τ' Αντωνιό; το άμοιρο Αντωνιό, ο αξέχαστός μου φίλος πέθανε σε λίγο από εξανθηματικό, αφήνοντάς με μόνο στην κόλαση του Σαλιχλή.

Είχαν περάσει πάνω κάτω δεκαπέντε μέρες απ' το θάνατο τ' Αντωνιού! Κουρέλι ψυχικά και σωματικά, γύριζα μέσα στο Τάγμα σαν αδέσποτο σκυλί.

Ημουνα τόσο αδύνατος που και οι άπονοι σε όλα μαφαζάδες έπαψαν να με χτυπούν!.. Ο χαμός του φίλου μου μ' έκανε να χάσω ολότελα το θάρρος μου!.. Η ζωή ήταν φρικτή! Αβάσταχτη.

Δεν έβγαινα πια κάθε πρωί στη γραμμή για την επιλογή από τους χωριάτες. Περίμενα να τελειώσουν και μετά μαζί μ' αυτούς πούμειναν ξεχυνόμαστε στο Σαλιχλή για αγγαρείες. Περίμενα σαν κάτι αναπόφευκτο το θάνατο, χωρίς φόβο!..

Ενα πρωί καθόμουνα όπως πάντα και ψειριζόμουνα στον ήλιο περιμένοντας να τελειώσει η επιλογή, όταν ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Σήκωσα τα μάτια μου, ήταν η Τουρκάλα!.. Σηκώθηκα. Σήμερα, μου λέει, ήρθα να σας πάρω να φάμε μαζί!.. Δε θα δουλέψετε... Σήμερα είναι το μεγάλο σας «Μπαΐράμι», είναι το Πάσχα σας! Πού είναι τ' Αντωνιό; Δεν μπορούσα να μιλήσω... Πού είναι τ' Αντωνιό; με ξαναρώτησε πιο δυνατά και σαν κάτι να κατάλαβε απ' τη σιωπή μου μ' έπιασε από τους ώμους και με κούνησε για να συνέλθω, ενώ μ' ερωτούσε μ' αγωνία: «Γιαννιό, πού είναι τ' Αντωνιό;»... Πέθανε μπόρεσα να ψελλίσω ενώ με πέρναν τα κλάματα!

Εμεινε βουβή, σαν απολιθωμένη κι ύστερα έβγαλε απ' την τσέπη της τα 20 γρόσια που προορίζονταν για τον Μπεκίρ - Τσαούση και τάχωσε σε μια σχισμή του σακακιού μου, φεύγοντας τρεχάτη για να μη δω πως κι αυτή έκλαιγε...


Του
Γιάννη ΚΩΣΤΗΔΑΚΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ