Με είχε στείλει η εφημερίδα μου εκεί, για ρεπορτάζ. Ηξερα πως αν ήμουν τυχερή, σ' εκείνο το γραφείο θα συναντούσα - εκτός από τον ίδιο - και την αφρόκρεμα της διανόησης και της τέχνης. Πήγα με τρακ, αλλά και πολύ καλά διαβασμένη για τη ζωή και το έργο του και σίγουρη ότι θα είχα αποκλειστικό ρεπορτάζ.
Μπαίνοντας στο πολύβουο γραφείο του, παθαίνω πολιτισμικό σοκ. Ηταν εκεί, όλοι όσοι ήλπιζα, ολοζώντανοι! Ο Ρίτσος, ο Πανδής, η Φαραντούρη, ο Καλογιάννης, ο Ζωγράφος, ο Διδίλης...
Κι ανάμεσά τους ο γίγαντας, γελαστός, πολυλογάς, με έντονες χειρονομίες, δυνατή φωνή, μια συναρπαστική παρέα με πειράγματα και κεράσματα...
Εκείνο το μεσημέρι, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του '70, γνώρισα και μίλησα με τον άνθρωπο που είδε «κατάματα τη ζωή» και η μουσική του έγινε «ένας απέραντος, βαθύς ποταμός που διαρκώς βαθαίνει, πλαταίνει και πλουτίζει».
Γνώρισα τον παγκόσμιο δημιουργό, που ευτύχησε να δει τα έργα του «να ριζώνουν και να ανθίζουν». Με χαραγμένα πάνω τους τα οράματα ενός ολόκληρου λαού, για ελευθερία, ειρήνη, ομορφιά, για μια καλύτερη ζωή.
Στα επόμενα χρόνια, ακολούθησαν πολλές συνεντεύξεις μαζί του, ατέλειωτες συζητήσεις, μέχρι και τηλεοπτικές εκπομπές στη Νότια Αφρική.
Ο γιος του Κρητικού και της Μικρασιάτισσας τελικά δεν κατάφερε ποτέ να μην είναι στις επάλξεις. Είτε αυτές οι επάλξεις λέγονταν ΕΠΟΝ, ΕΛΑΣ, Μακρόνησος, Ικαρία, Αβέρωφ, Μπουμπουλίνας, Ζάτουνα, είτε Βουλή ή Φεστιβάλ της ΚΝΕ.
Δημιουργούσε αδιάκοπα για 70 ολόκληρα χρόνια. Αγωνιζόταν συνεχώς, όπως ανέπνεε.
«Για εμένα - τόνιζε - όπως και για χιλιάδες άλλους η στράτευση και οι αγώνες μας κάτω από την Κόκκινη Σημαία αποτελεί την ιερότερη περίοδο της ζωής μας που είχε έναν και μόνο στόχο, να κάνει τον Λαό μας ελεύθερο, ανεξάρτητο και ευτυχισμένο».
Στην πολιτική του διαθήκη επιλέγει να αφήσει αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής. «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ' το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα "Μεγάλα Μεγέθη". Ετσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ», θα γράψει το 2020 σε επιστολή που παρέδωσε στον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπα.
Ο οποίος επεσήμανε στον αποχαιρετισμό του πως στο έργο του Μίκη κατάφερε ο λαός να βρει «έναν πιστό εκφραστή των πιο μύχιων συναισθημάτων του» και πως «αυτό είναι το μυστικό της μεγάλης, της αληθινής Τέχνης, της Τέχνης που συλλαμβάνει τον σφυγμό της εποχής και αφουγκράζεται το επερχόμενο. Να αντλεί τη δύναμή της από την ανθρωπιά, από τα βάσανα, τους καημούς, τις μνήμες και τις ελπίδες του λαού, και αυτήν την ανθρωπιά να την επιστρέφει πάλι στους δημιουργούς της. Μια βαθύτερη όμως συνείδηση της ανθρωπιάς: Τη συνείδηση της δύναμης που μόνο ο άνθρωπος μέσα σε όλα τα πλάσματα διαθέτει, να υποτάσσει τον κόσμο γύρω του στην ανάγκη του για δίκιο και ευτυχία, να τον μετασχηματίζει στα μέτρα του».
Το 2005, στον «Ριζοσπάστη» και με αφορμή το αντικομμουνιστικό μνημόνιο και το άθλιο κατασκεύασμα της ΕΕ για την εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό, κατήγγειλε: «Το Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάσισε να αλλάξει την Ιστορία. Να τη διαστρεβλώσει εξισώνοντας τα θύματα με τους θύτες. Τους εγκληματίες με τους ήρωες. Τους κατακτητές με τους απελευθερωτές και τους ναζιστές με τους κομμουνιστές».
Υπενθυμίζω μια κουβέντα του με αφορμή τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία από το ΝΑΤΟ. «Μπαίνουμε σε έναν νέο μεσαίωνα. Προμηθευτείτε ρουχαλάκια ζεστά, μας περιμένει ένας ιστορικός παγετός».
Κι έτσι έγινε. Ο παγετός ενέσκηψε. Αυτός όμως είχε φροντίσει χρόνια πριν, μέσα στον καθολικό σκοταδισμό, να ξεκινήσει ένα κίνημα δυναμικό, μαχητικό, βλέποντας πως ο ταξικός αντίπαλος είχε καταδικάσει τον λαό στην αμορφωσιά και την έλλειψη κάθε επαφής με το «ωραίο και αληθινό»... Και επειδή ο λαός δεν μπορούσε να πάει προς την τέχνη, κανόνισε η τέχνη να πάει στον λαό...
«Ο,τι φτιάξαμε το πήραμε από τον λαό και στον λαό το επιστρέφουμε», έλεγε.
Ευτύχησε να δει τη μουσική του να ξεπερνά τα σύνορα της χώρας του και να αγγίζει τις καρδιές των απλών ανθρώπων ανεξάρτητα από εθνικότητα, γλώσσα, θρησκεία. «Ετσι όπως έθεσα τη μουσική και τον εαυτό μου στην υπηρεσία του ελληνικού λαού, θέλω να υπηρετεί και έξω από τη χώρα μου τον κοινό αγώνα όλων των τίμιων ανθρώπων της Γης που αγωνίζονται ενάντια στην τυραννία, στη βία και την εκμετάλλευση», θα πει παραλαμβάνοντας το Βραβείο Λένιν.
Τότε ακριβώς καταγράφει εν θερμώ τα γεγονότα. Γράφει για τους νεαρούς ΕΛΑΣίτες, για το άδικο, αλλά και για το αύριο που έρχεται ανεμίζοντας κόκκινες σημαίες.
Διηγιόταν πως στις μάχες του Δεκέμβρη κουβαλούσε πάντα μαζί και το έργο του. «Οπου πλαγιάζαμε τα βράδια, σε κάποιο διάλειμμα της μάχης, εγώ έγραφα. Αλλοτε με μια λάμπα, άλλοτε μ' ένα σπαρματσέτο, τελικά, ο Θεός μού αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Εργάτη!».
«Είμαι ένας μουσικός που ζυμώθηκα μέσα από την πρόσφατη Ιστορία της χώρας μας», έλεγε. «Από ιδιοσυγκρασία μ' άρεσε να βρίσκομαι εκεί όπου η δίνη στροβιλίζει γύρω της σαν άχυρα τους ανθρώπους. Εκεί που ο εκκωφαντικός θόρυβος των γεγονότων τραντάζει τοίχους και συνειδήσεις. Μ' άρεσε ο θόρυβος. Ο θόρυβος της διαδήλωσης. Της μάχης. Του τραγουδιού. Του παιάνα. Ο θόρυβος με τραβούσε σαν μαγνήτης. Τότε άφηνα σπίτι, μάνα, μνηστή να τρέξω στην καρδιά του θορύβου. Ετσι έγινα τραγουδιστής, διαδηλωτής, μαχητής. Οι άνθρωποι με φόβιζαν και με φοβίζουν όταν είναι ένας - ένας. Ομως όταν είναι πολλοί μαζί - στο στάδιο, στη διαδήλωση, στη μάχη, στη χορωδία - και κυρίως όταν φωνάζουν όλοι μαζί ρυθμικά, όταν τραγουδούν προπαντός, τότε φαίνεται πως αποκτούν σιγουριά. Υπάρχει εμπιστοσύνη. Ο άνθρωπος ημερεύει. Τότε μπορείς ν' αναπνεύσεις. Να αφεθείς, να χαρείς, να τραγουδήσεις κι εσύ με ξεγνοιασιά...».
(Μπορεί να είμαι πολύ πιο μεγάλη από τότε, πολύ περισσότερο διαβασμένη πριν το ρεπορτάζ, πιο υποψιασμένη, πιο ρεαλίστρια, πιο γειωμένη, πιο μπαρουτοκαπνισμένη, όμως το ξέρω σίγουρα, άλλη μια φορά θα εκπλαγώ με το μέγεθός του).