Την πραγματικότητα που βιώνουν υγειονομικοί και ασθενείς, σε πλήρη αντίθεση με τα περί «ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος Υγείας» που αναμασούν συνεχώς τα κυβερνητικά στελέχη, αποτυπώνει χαρακτηριστικά το υπόμνημα που κατέθεσε η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) στην προχτεσινή νέα κινητοποίησή της στο υπουργείο Υγείας.
«Το ενδεχόμενο ενός δεύτερου κύματος της νόσου, το ερχόμενο φθινόπωρο ή και νωρίτερα, είναι πιθανό και δεν έχουν ληφθεί όλα τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπισή του. Οι προσλήψεις μόλις 402 επικουρικών γιατρών δεν αρκούν να καλύψουν παρά μόνο προσωρινά ένα μικρό μέρος των 6.500 κενών οργανικών θέσεων των ανεπαρκέστατων οργανισμών των μονάδων Υγείας», επισημαίνει μεταξύ άλλων η ΟΕΝΓΕ και υπογραμμίζει:
«Είναι πρόκληση να ισχυρίζεστε, όπως έκανε πρόσφατα ο υφυπουργός Υγείας, ότι ούτε αυτοί χρειάστηκαν τελικά.
Την ώρα που ακόμα και πριν την εμφάνιση της επιδημίας καταρτίζονταν επισφαλή προγράμματα εφημεριών με μειωμένη σύνθεση ιατρικού προσωπικού, με αποτέλεσμα τη σωματική, πνευματική και ψυχική τους καταπόνηση και την έκθεση της υγείας των ασθενών σε κίνδυνο...
Την ώρα που οι γιατροί, ακριβώς εξαιτίας αυτών των ελλείψεων, εξαναγκάζονται να πραγματοποιούν εξαντλητικό αριθμό εφημεριών, τις οποίες μάλιστα πληρώνετε με καθυστέρηση, αλλά και περικοπών που φτάνουν τα 300 έως 400 ευρώ το μήνα, λόγω της υπέρβασης του πλαφόν...
Την ώρα που στην ΠΦΥ υπάρχουν τραγικές ελλείψεις ακόμα και σε βασικές ειδικότητες...
Ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα φτάνουν για να πειστεί και ο πιο δύσπιστος.
Στο "Θριάσιο" Νοσοκομείο, που είναι νοσοκομείο αναφοράς, ένας και μόνο πνευμονολόγος σε ενεργή εφημερία έχει στην ευθύνη του 55 - 65 ασθενείς οι οποίοι νοσηλεύονται διασπαρμένοι σε τρεις ορόφους και πέντε κλινικές.
Στον "Ερυθρό Σταυρό" μόνο τους δύο τελευταίους μήνες (Μάρτιο - Απρίλιο) υπάρχει υπέρβαση του πλαφόν των εφημεριών κατά 27%».
Αναφορικά με τα «εκατοντάδες νέα κρεβάτια ΜΕΘ» και τις «χιλιάδες προσλήψεις» που διαφημίζει η κυβέρνηση, η ΟΕΝΓΕ επισημαίνει:
«Τα κρεβάτια ΜΕΘ που αναπτύχθηκαν στελεχώθηκαν με επικουρικό προσωπικό, δηλαδή εργαζόμενους με ημερομηνία λήξης και με μετακινήσεις από άλλα τμήματα και κλινικές. Η επιδημία έφερε στην επιφάνεια το αδιέξοδο της κάλυψης των κενών με συμβασιούχους αντί για μόνιμο προσωπικό. Η στελέχωση των ΜΕΘ απαιτεί προσωπικό υψηλής ειδίκευσης και αυξημένης εμπειρίας, που μέχρις ότου αποκτηθεί, η επιδημία θα έχει περάσει.
Τα κενά του δημόσιου συστήματος Υγείας δεν μπορούν να καλύπτονται με προσλήψεις συμβασιούχων οι οποίοι απολύονται μετά από ένα χρονικό διάστημα. Στερείται έτσι το δημόσιο σύστημα Υγείας έμπειρο, πολύτιμο επιστημονικό δυναμικό.
Ακόμα και κατά τη διάρκεια της επιδημίας συνεχίζονται οι απολύσεις επικουρικών γιατρών και άλλων εργαζομένων, ενώ η επιδημία αξιοποιείται για τη συνέχιση της παραμονής αλλά και την επιστροφή εργολαβικών εταιρειών στις δημόσιες μονάδες Υγείας, αντί για τη μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων με ελαστικές εργασιακές σχέσεις».
Συνεχίζοντας η ΟΕΝΓΕ αναδεικνύει μια σειρά άλλα μεγάλα προβλήματα:
«Υπάρχουν ακόμα ελλείψεις σε μέσα ατομικής προστασίας, ιδιαίτερα σε μάσκες υψηλής προστατευτικής ικανότητας (...)
Στις περισσότερες δημόσιες μονάδες Υγείας δεν υπάρχουν γιατροί Εργασίας και τεχνικοί Ασφαλείας, και οι Επιτροπές Λοιμώξεων είναι υποστελεχωμένες και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις σημερινές αυξημένες ανάγκες.
Είναι ορατός ο κίνδυνος της αυξημένης νοσηρότητας και θνησιμότητας, λόγω της υποθεραπείας ασθενών που αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα υγείας. Η αναστολή της τακτικής λειτουργίας των νοσοκομείων οδήγησε σε παροπλισμό δεκάδες τμήματα που δεν σχετίζονται άμεσα με τη διάγνωση και νοσηλεία ασθενών με COVID-19».
Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, η ΟΕΝΓΕ υπογραμμίζει ξανά ότι είναι άμεση ανάγκη να ανοίξουν με σχεδιασμένο τρόπο τμήματα, κλινικές, εργαστήρια και χειρουργεία των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί, ξεκινώντας από τα νοσοκομεία και τα Κέντρα Υγείας που δεν είναι κέντρα αναφοράς για τον κορονοϊό, με προϋπόθεση να επιστρέψει όλο το προσωπικό που έχει μετακινηθεί, να προσληφθεί όλο το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό, να διενεργούνται τεστ σε όλους τους ασθενείς και σε όλο το υγειονομικό προσωπικό, προκειμένου να αποφευχθεί η ενδονοσοκομειακή διασπορά της νόσου.