Στην Ελλάδα ξοδεύτηκαν υπερβολικά ποσά τα τελευταία χρόνια σε αμφιλεγόμενα προγράμματα βραχείας πρόβλεψης των σεισμών, αντί τα ποσά αυτά να ξοδευτούν για την περαιτέρω διάγνωση του σεισμικού κινδύνου και τη βελτίωση των μελετών, των κατασκευών και των υλικών που χρησιμοποιούνται.
Αυτό επισημάνθηκε χτες κατά τη διάρκεια του 2ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Αντισεισμικής Μηχανικής και Τεχνικής Σεισμολογίας, το οποίο διεξάγεται με πρωτοβουλία του ΤΕΕ στη Θεσσαλονίκη.
Ειδικότερα, ο διεθνούς φήμης καθηγητής Σεισμικής Τεχνολογίας Ν. Αμβράζης, τόνισε: «Κάποια μέρα - και ίσως να μην είναι μακριά αυτή η μέρα - θα πετύχουμε να προβλέπουμε τους σεισμούς. Το θέμα όμως είναι, τι θα την κάνουμε την πρόβλεψη. Υπάρχουν σοβαρά έως αξεπέραστα προβλήματα, νομικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε κάθε περίπτωση που θα προκύπτει θέμα επερχόμενου σεισμού. Αντίθετα, η ενίσχυση της συστηματικής έρευνας για την καλύτερη και ακριβέστερη διάγνωση του σεισμικού κινδύνου σε κάθε σημείο της Ελλάδας, μπορεί να οδηγήσει στη βελτίωση των κατασκευών, όπως και του είδους και της ποιότητας των υλικών που χρησιμοποιούνται. Η πράξη έχει αποδείξει ότι η βελτίωση των κατασκευών αποτελεί την καλύτερη αντισεισμική θωράκιση».
Ο ίδιος επισήμανε επίσης ότι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έχουν παρασύρει πολλούς ερευνητές και τους έχουν εγκλωβίσει στα γραφεία, με συνέπεια να κινδυνεύουμε σε λίγο καιρό να μην έχουμε να τοποθετήσουμε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές νέα στοιχεία, καρπούς της έρευνας των φυσικών φαινομένων στο ύπαιθρο...
Ο Διευθυντής του ΙΤΣΑΚ, Β. Λεκίδης, αναφέρθηκε στην πειραματική διερεύνηση της σεισμικής συμπεριφοράς διαφόρων φραγμάτων, τονίζοντας ότι σε καμία περίπτωση τα έργα αυτά δεν παρουσίασαν προβλήματα, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπάρχει η γνώση και εμπειρία για αποτελεσματική αντισεισμική θωράκιση. Ο ίδιος ζήτησε ωστόσο την αύξηση του δικτύου επιταχυνσιογράφων της χώρας για την καλύτερη ενημέρωση των επιστημόνων που ασχολούνται με τους σεισμούς.