Κυριακή 11 Νοέμβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 17
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
42ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Οι εξόριστοι του κεντρικού Φεστιβάλ

Παρελθόν και παρόν

Πριν 42 χρόνια, οι πρόδρομοι των σημερινών κοσμοπολιτών του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πιο naive, βέβαια, εκείνοι, ξεκίνησαν την περιπέτεια της γιορτής της 7ης τέχνης στον τόπο μας. Περιπέτεια, που γνώρισε πολλές μεταλλαγές. Από μια «αθώα» γιορτή, «οικογενειακό» πανηγύρι, που ήταν στο ξεκίνημά του, πέρασε στην άκρος πολιτικοποιημένη αμφισβήτηση στα χρόνια της δικτατορίας (που κράτησε και λίγο μετά)... Και τέλος, ακολουθώντας τη γενική έκπτωση αξιών, που επέβαλε η νέα τάξη πραγμάτων και στα πολιτιστικά, έφτασε εδώ που είναι σήμερα. Ενας τεράστιος όγκος, που πνίγεται μέσα στη χλιδή και τη σύγχυση.

Οι παράτες

Οι ομοιότητες των πρώτων χρόνων με το σήμερα είναι πολλές και διάφορες. Και τότε και τώρα οι υπεύθυνοι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερβολής. Τους ένοιαζε και τους νοιάζει το περιτύλιγμα. Να «περνάνε - οι ίδιοι - καλά», σύμφωνα με τη γνωστή έκφραση. Βεγγαλικά, μπάντες στους δρόμους, ζογκλέρ, τανκ, σταρ και σταρλίτσες, επίσημο ένδυμα! Ολα τα «συστατικά» για μια «in» εκδήλωση.

Και, όπως είναι φυσικό τα εξωτερικά στοιχεία εξαφανίζουν το ζητούμενο, που είναι η συζήτηση για το παρόν και το μέλλον του κινηματογράφου. Ο κοινωνικός ρόλος της τέχνης και του καλλιτέχνη. Και τότε και τώρα τα parties έχουν μεγαλύτερη αξία από την προβολή. Ο Κρικέλας μεταλλάχτηκε σε Μύλο και το Ντορέ σε Λαδάδικα. Τα topless της εποχής με τους καλοντυμένους securuty.

Το μεσοδιάστημα, λίγο πριν τη δικτατορία, στη δικτατορία και λίγο μετά, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, θα μείνει στην... ιστορία. Μέρος και αυτό του εργατικού και φοιτητικού κινήματος της συμπρωτεύουσας, ζέστανε την ατμόσφαιρα. Μέσα στην αίθουσα των Μακεδονικών Σπουδών, ανοίχτηκε ένας δημιουργικός διάλογος ανάμεσα στο κοινό και τους δημιουργούς. Με τις υπερβολές πολλές φορές... (Αλλά αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός).

Η «γιορτή» του Φίνου και του Τζαίημς Πάρης, απόχτησε περιεχόμενο. Πετάχτηκαν στην άκρη τα τανκ, οι σταρ και οι σταρλίτσες, το επίσημο ένδυμα και η υποκρισία. Ηρθε σε πρώτο πλάνο η ταινία και μαζί της ο δημιουργός της. Αυτό, φυσικά, δεν επιτεύχθηκε χωρίς αστυνομικό ξύλο και συλλήψεις. Ούτε ερήμην των καλλιτεχνών. Αντίθετα, τις περισσότερες φορές πρωτοστατούσαν οι ίδιοι. Αλλοι καιροί...

Οπως, είναι φυσικό, (φυσικό με την έννοια των σκαμπανεβασμάτων που παρουσιάζει, δυστυχώς, η ιστορία) υποχωρώντας το κίνημα, γενικά, υποχώρησε και το φεστιβάλ. Και παίρνοντας η χώρα το δρόμο της Πασοκικής άποψης για τον κινηματογράφο - και τον πολιτισμό γενικά - ξαναγυρίσαμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Το φεστιβάλ ξανάγινε μια φιέστα για να να κάνουν το κομμάτι τους.

Βέβαια, στο μεταξύ, έχουν αλλάξει τα μεγέθη και φυσικά και το κόστος. Ετσι η σημερινή γκλαμουριά απαιτεί και «μηχανολογική» στήριξη. Απαιτεί κούρσες να πηγαινοέρχονται. Απαιτεί διακρίσεις. Αλλη συμπεριφορά για τους top και άλλη για τους πληβείους. Η κοινωνία των δύο ταχυτήτων βρήκε την εφαρμογή της και στο φεστιβάλ. Η ισότητα που είναι προϋπόθεση για την τέχνη πήγε και αυτή περίπατο, συνοδεύοντας την ελπίδα, που κάποιοι ρομαντικοί τρέφαμε, ότι ο κόσμος της τέχνης δε θα ανεχόταν τις διακρίσεις.

Οι δημιουργοί

Ομως, η «φιλοξενία» είναι το μικρότερο, ίσως μέρος του προβλήματος. Και εάν μπαίνει για συζήτηση είναι για να προστεθεί στο γενικό μέγεθος της αδιαφορίας. Πάνω από πενήντα σκηνοθέτες, έδωσαν κύρος στον ελληνικό κινηματογράφο και βρίσκονται μακριά από την παραγωγή. Δε γυρίζουν, πια, ταινίες... Ποιος νοιάζεται γι' αυτό το αποδεδειγμένα άξιο καλλιτεχνικό δυναμικό; Ποιος ρωτάει τους λόγους, που όλος αυτός ο παραγωγικός κόσμος, στην καλύτερη καλλιτεχνική ηλικία του, πέρασε σε αναγκαστική απραξία.

Στις γιορτές, βέβαια, κανένας δε μιλάει για θλιβερά γεγονότα. Οι συζητήσεις για το παρόν και το μέλλον του κινηματογράφου, των κινηματογραφιστών, απαγορεύονται. Τα πρόσωπα, που έστησαν με τις ταινίες του το φεστιβάλ είναι, πια, εξόριστα Ούτε καν προσκαλούνται «να παραβρεθούν», όπως γίνεται στα μνημόσυνα. Και αν κάποιος απ' αυτούς πάει στη Θεσσαλονίκη, νιώθει εγκαταλειμμένος! Κανένας δεν τον υποδέχεται, κανένας δεν τον ξεπροβοδίζει! (Οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Οσο πιο σύντομα απαλλαγούνε από τους σκηνοθέτες της προηγούμενης γενιάς, τόσο πιο εύκολα θα γίνει η διαχείριση. Ετούτος ο κόσμος της πολιτικοποίησης, του ενωμένου αγώνα, της διεκδίκησης, φέρνει μαζί του την ανυπακοή. Γίνεται κακό παράδειγμα για τους νεότερους που το σύστημα τούς θέλει «απολιτίκ» και «ανεξάρτητους».

Βέβαια, για να κρατηθούν τα προσχήματα, βαφτίζουν τις αίθουσες προβολής με ονόματα πεθαμένων Ελλήνων σκηνοθετών. Σκηνοθετών που πέθαναν σε νεαρή ηλικία, κάτω από το άγχος για δημιουργία και επιβίωση. Ποιος, τώρα, να ανοίξει τέτοια κουβέντα...

Το εθνικό και το διεθνές

Σε όλο αυτό το διάστημα των 42 χρόνων του φεστιβάλ, ανάμεσα στις δεκάδες τάσεις που έρχονταν και έφευγαν ανάλογα με τις συγκυρίες, η πιο σταθερή - και επίμονη ήταν η τάση των «ευρωπαϊστών», Μια ομάδα ανθρώπων που ήθελαν να επιβάλουν τις απόψεις τους για τη μορφή και για το περιεχόμενο στον ελληνικό κινηματογράφο, έβλεπαν πως στο εθνικό φεστιβάλ ήταν μικρός μέχρι ελάχιστος ο ρόλος τους. Ενώ στο διεθνές...

Από τα πρώτα βήματα ακόμα του φεστιβάλ, και ιδιαίτερα κατά και μετά τη δικτατορία, οι άνθρωποι αυτοί, συνειδητά και ασυνείδητα άρχισαν μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία κατασυκοφάντησης της ελληνικής ταινίας και των Ελλήνων δημιουργών. Το ξένο ήταν - γι' αυτούς - ταμπού. Το εθνικό δεν είχε καμία καλλιτεχνική αξία.

Μεγάλο ρόλο, αν όχι πρωταρχικό, έπαιξε και ο αστικός Τύπος. Οι διακρίσεις, οι αφορισμοί, η διχαστική δημοσιογραφία και κριτική για τις ταινίες και τους δημιουργούς, δημιούργησαν μια αφόρητη ατμόσφαιρα. Οι καλλιτέχνες διχάστηκαν. Δημιουργήθηκαν συγκρούσεις. Και μέσα σε αυτή την αναστάτωση, μαζί, βέβαια, και με άλλες «συμπτώσεις» το εθνικό μετατράπηκε - χωρίς καλά -καλά να το καταλάβουμε - σε διεθνές.

Δεν είναι τυχαίο - και αθώο, βέβαια - που σήμερα δυο μεγάλες εφημερίδες της Αθήνας, χωρίς να δικαιολογούν κάποιο κοινωνικό αίτημα, διοργανώνουν ευρωπαϊκά φεστιβάλ και αμερικανοευρωπαϊκές κινηματογραφικές πρεμιέρες, αφήνοντας πάλι εκτός τον ελληνικό κινηματογράφο και εναρμονιζόμενες (ή δίνουν «γραμμή») με τα τεκταινόμενα της Θεσσαλονίκης... (Οι εξαιρέσεις - και εδώ - επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Να σημειώσουμε ακόμα ότι στη Θεσσαλονίκη πλαστογραφείται -συνειδητά - η ιστορία. Οι επίσημοι - και, φυσικά, υπεύθυνοι - μιλάνε για: 42ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Ενώ, στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με ένα μόλις δεκάχρονο μόρφωμα, που προσπαθεί να δικαιολογήσει την αδικαιολόγητη παρουσία του. Ενα μόρφωμα που χρησιμοποίησε το κύρος και την υποδομή του ελληνικού φεστιβάλ. Ενα μόρφωμα που κατόρθωσε, με εντολή της κυβέρνησης και την ανοχή, δυστυχώς, κάποιων δημιουργών, να εξοστρακίσει την ελληνική ταινία.

Ο σκοπός των γνωστών κοσμοπολιτών (των βλαχοκοσμοπολιτών σωστότερα) της τέχνης, επιτεύχθηκε. Ο εθνικός κινηματογράφος αντί να είναι κυρίαρχος στο κρατικό φεστιβάλ, πέρασε στο περιθώριο. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με τη διανομή, η οποία αρνιέται αίθουσα στην ελληνική ταινία. Και όταν - και εάν - την προσφέρει, την προσφέρει σε αντιεμπορικές ημερομηνίες. Και το κάνει αυτό γιατί είναι υποχρεωμένη να «παίξει» έναν αριθμό ελληνικών ταινιών εάν θέλει να εισπράξει την απαλλαγή του φόρου. Ποιος να νοιαστεί για την προκοπή του εθνικού κινηματογράφου; Η διανομή που, άλλωστε, είναι πολυεθνική; ?Η το κράτος που υπακούει - τυφλά - στις πολυεθνικές;..

Ο τρίτος δρόμος

Τέλεια, λοιπόν, ευθυγράμμιση της κρατικής μηχανής με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Και μέρος αυτής της ευθυγράμμισης είναι και το σημερινό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Οπου στη θέση της ελληνικής ταινίας ήρθε - για να θαμπωθούν οι «ιθαγενείς» - η ποσότητα των προβολών. Διακόσιες μία ταινίες, πάνω από 400 προβολές, μέσα σε δέκα μέρες! Διαγωνιστικό τμήμα, αφιερώματα, νέοι ορίζοντες, παλιές ταινίες, γνωριμίες με σκηνοθέτες, γνωριμίες με χώρες, προσκεκλημένοι, συνεντεύξεις, εκθέσεις, εκδόσεις και κάπου εκεί, χωρίς όμως κίνητρο και ο ελληνικός κινηματογράφος. Η πλέμπα!..

Είναι ανθρωπίνως αδύνατον κάποιος, φυσικά και ο δημοσιογράφος - κριτικός ή ειδησεογράφος - να παρακολουθήσει όλο αυτόν τον ατέλειωτο μαραθώνιο. Και επόμενο είναι η κρίση του καθένα - και του δημοσιογράφου, βέβαια - να είναι μόνο ποσοτική. Και η ενημέρωση, φυσικά, το ίδιο. (Αυτό είναι το ζητούμενο). Ετσι ο κόσμος ακούει και διαβάζει αριθμούς. Οι οποίοι, είναι γεγονός, ευημερούν. Και μαζί με τους αριθμούς που ευημερούν, ευημερούν και όλοι αυτοί που διαχειρίζονται τα 660.000.000 που κοστίζει το Φεστιβάλ.

Δεν υπαινίσσομαι τίποτα - δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Αλλά δεν μπορώ να μην κακοχαρακτηρίσω όλους αυτούς που φουσκώνουν ένα τεράστιο μπαλόνι και φουσκώνουν μαζί του και οι ίδιοι. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πάσχει από γιγαντισμό. Ενα γιγαντισμό καμωμένο από υλικά όχι πρώτης, ούτε καν δεύτερης επιλογής...

Για ποιους και γιατί

Αν κάποιος ρωτήσει «για ποιους και γιατί» γίνεται αυτό το φεστιβάλ, δύσκολα θα πάρει σοβαρή απάντηση. Οι ταινίες που φτάνουν στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα, όπως και οι ίδιοι οι υπεύθυνοι ομολογούν, άλλωστε, δεν είναι από αυτές που θα αλλάξουν την όψη του κινηματογράφου. Οι «καλές», ας τις πούμε έτσι ταινίες, απορροφούνται από τα γνωστά φεστιβάλ, Κάννες, Βενετία, Βερολίνο κλπ. Το δικό τους φεστιβάλ είναι, εκ των πραγμάτων, περιθωριακό. Ο,τι περισσέψει από αλλού, ό,τι δε βρίσκει χώρο να παιχτεί το φέρνουν στη Θεσσαλονίκη...

Σχεδόν καμία από τις ξένες ταινίες που παίχτηκαν στο διεθνές φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, τα δέκα χρόνια της ύπαρξής του, σχεδόν κανένας σκηνοθέτης από αυτούς που πέρασαν από τη συμπρωτεύουσα δεν ξεχώρισε. Δεν είναι τυχαίο πως οι καλύτερες, ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες που παρουσιάστηκαν στο φεστιβάλ ήταν οι ελληνικές ταινίες, παρότι ελέγχεται ο τρόπος επιλογής τους.

Σχετικά με το μέλλον

Ακούγοντας τους ασυντόνιστους - για την ώρα - κραδασμούς της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας για τα εθνικά ζητήματα, το αίτημα για ένα εθνικό φεστιβάλ κινηματογράφου σύντομα θα ξανάρθει στην πρώτη γραμμή. Γιατί η εθνική (καμιά σχέση με την εθνικιστική, για να μην επιτρέψουμε συγχύσεις) κουλτούρα είναι προϋπόθεση για την εθνική επιβίωση. Αλλά και η μόνη σοβαρή εγγύηση για την παρουσία της χώρας στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και στον παγκόσμιο πολιτισμό.

Στην κυβέρνηση, στον υπουργό Πολιτισμού, και βέβαια στους διορισμένους κρατικοσυντήρητους κοσμοπολίτες της τέχνης, σε όλους αυτούς που αρνιούνται κάθε τι ελληνικό, προσποιούμενοι τους Φράγκους, θα τους πούμε ότι όποιος στρέφεται ενάντια στο εθνικό στρέφεται και ενάντια στο διεθνιστικό. Αλλο πράγμα ο κοσμοπολιτισμός και άλλο ο διεθνισμός... Και, τέλος, για να μην ξεχνιόμαστε, θα πρέπει να θυμίσουμε - και να σημειώσουμε - ότι ο καθένας κρίνεται από αυτό - και από αυτούς - που υπηρετεί.


Του
Νίκου ΑΝΤΩΝΑΚΟΥ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ