Πατώντας πάνω στην εφαρμογή του μνημονιακού νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου για τον κατώτατο μισθό, ο οποίος προβλέπει τον καθορισμό του με βάση την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα», οι εργοδοτικές ενώσεις έσπευσαν να αξιοποιήσουν τις κυβερνητικές ανακοινώσεις για τη νέα διαμόρφωσή του προκειμένου να επαναφέρουν στο προσκήνιο τις πάγιες αντεργατικές αξιώσεις τους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση άλλωστε η ίδια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τους είχε «ανοίξει την όρεξη», αφού - μεταξύ πολλών άλλων προνομίων - πριν αποφασίσει την αναμόρφωση του κατώτερου μισθού σύμφωνα με τους μνημονιακούς νόμους, είχε φροντίσει να επιδοτήσει με τα χρήματα των φορολογούμενων τις επιχειρήσεις με το 50% των ασφαλιστικών εισφορών, ως «αποζημίωση» για την κατάργηση της άθλιας διάταξης του «υποκατώτατου μισθού» για τους νέους.
Με κοινή τους δήλωση ο ΣΕΒ και ο ΣΕΤΕ, με πρόσχημα το ενδιαφέρον τους για τις συνέπειες που μπορεί να υπάρξουν στην «απασχόληση» και «στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις», ζητάνε «να συγκρατηθεί το μη μισθολογικό κόστος με τη μείωση των εισφορών» και «να αποσυνδεθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού από τον μέσο μισθό, με τον εξορθολογισμό της υποχρεωτικής διαιτησίας». Δηλαδή, βιομήχανοι και μεγαλοξενοδόχοι απαιτούν πρόσθετες «ελαφρύνσεις» για τις εργοδοτικές εισφορές, ενώ ταυτόχρονα τάσσονται ενάντια σε ουσιαστικές αυξήσεις στους υπόλοιπους μισθούς πέραν του κατώτερου. Στο πλαίσιο αυτό επαναλαμβάνουν το αίτημά τους για κατάργηση της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία (ΟΜΕΔ), επιβεβαιώνοντας στην πραγματικότητα την πάγια στάση τους ενάντια στην υπογραφή κλαδικών ΣΣΕ με ουσιαστικές αυξήσεις μισθών για όλους.
«Αναμενόμενη και εν πολλοίς αναγκαία», χαρακτηρίζει την απόφαση της κυβέρνησης ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (ΣΒΒΕ), σπεύδοντας ταυτόχρονα, με επίκληση στην «ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων», να ζητήσει τη δέσμευση της κυβέρνησης για «συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας και κυρίως στη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας και των επενδύσεων», «λήψη αποφάσεων για στοχευμένες παρεμβάσεις, με στόχο την άμεση μείωση του μη μισθολογικού κόστους», «εφαρμογή ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, που θα αφορούν κυρίως τους κλάδους της μεταποίησης και τους λιγότερο ανεπτυγμένους νομούς της περιφέρειας», ακόμα τη «διατήρηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, της περιόδου 2010 - 2017». Με άλλα λόγια, ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων που τόσο διαφημίζει με κάθε ευκαιρία ο πρωθυπουργός ως «υπεύθυνη δύναμη», απαιτεί τη διατήρηση και ενίσχυση όλου του αντεργατικού οπλοστασίου, μαζί βέβαια με νέα προνόμια προς τους βιομήχανους.
«Ευεργετικό μέτρο για τους εργαζόμενους» που «υπό προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλει και στην αναθέρμανση της αγοράς», χαρακτηρίζει την κυβερνητική απόφαση ο Κ. Μίχαλος, πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας, θέτοντας παράλληλα και αυτός την αξίωση για παραπέρα «μείωση του εργοδοτικού κόστους, με μια ταυτόχρονη προσπάθεια για την προσέλκυση νέων επενδύσεων»...