ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 1 Ιούλη 2005
Σελ. /40
Αμερικανικός «ρεαλισμός» και γαλλική «αθωότητα»

Τρεις μόνον οι ταινίες της βδομάδας. Η μία, μάλιστα, «Δυο ή Τρία Πράγματα, που ξέρω γι' αυτήν», είναι επανάληψη (γυρίστηκε το 1967). Μια επανάληψη, που μιλάει για την εποχή του 1960. Οταν στο υπογάστριο, και στο μικροαστισμό, της Γαλλίας, ετοιμαζόταν ο Μάης του '68! Δυο, λοιπόν, οι πραγματικά νέες ταινίες. Το νέες, τουλάχιστον για «Τον Πόλεμο των Κόσμων», είναι σχετικό, βέβαια! Γιατί η ταινία μάλλον προπαγανδίζει την ανθρωποφαγία. Πράξη παλιά και ελπίζω καταχωνιασμένη, για πάντα, στα ...χρονοντούλαπα της ιστορίας! Η δεύτερη νέα ταινία της βδομάδας, «Στα Ιχνη Του Δολοφόνου», είναι παιδί της Αγκάθα Κρίστι, από το γάμο της με τον Γάλλο σκηνοθέτη, Πασκάλ Τομά. Πρόκειται για μια αστυνομική κωμωδία, γεμάτη μυστήριο και χιούμορ.

ΖΑΝ ΛΙΚ ΓΚΟΝΤΑΡ
Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν

Η πανέμορφη Μαρίνα Βλαντί
Η πανέμορφη Μαρίνα Βλαντί

«Οσο ο Γκοντάρ προσπαθεί να διερευνήσει τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα, τόσο οι ταινίες του γίνονται και λιγότερο ρεαλιστικές», έγραφε το Καγιέ Ντε Σίνεμα, το 1967, όταν κυκλοφόρησε η ταινία «Δυο ή Τρία Πράγματα, που ξέρω γι' αυτήν».

Πράγματι, όταν ο Γάλλος σκηνοθέτης αποφάσιζε να «εμβαθύνει», και στη συγκεκριμένη ταινία προσπάθησε, συναντούσε πάντα δυσκολίες να γίνει σαφής. Και αυτό γιατί (παρότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικοποιημένο, και έως ένα σημείο ήταν), γενικά, είχε μια «θολή» άποψη, για την κοινωνία και την πολιτική. Μια άποψη, που στηριζόταν περισσότερο στο συναίσθημα και τις ενοχές, και λιγότερο στη γνώση των νόμων, που διέπουν την κοινωνία.

Η ταινία προσπαθεί να «μελετήσει» τη νεοεμφανιζόμενη μεταπολεμική μικροαστική τάξη, που συνωστίζεται στα στενά διαμερίσματα των εκατοντάδων πολυκατοικιών, που φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, στα δημιουργούμενα νέα προάστια του Παρισιού. Σε αυτή τη «μελέτη» ο διανοούμενος (μικροαστός και ο ίδιος) σκηνοθέτης, δε χρησιμοποιεί στέρεα μέθοδο, τη διαλεκτική, εννοώ, με αποτέλεσμα η ταινία του να είναι καταγραφή της πραγματικότητας και όχι μελέτη και ερμηνεία της. Λέει, δηλαδή, το αυτονόητο, (δανείζομαι τη γνωστή φράση του Μπρεχτ - τον οποίον και ο Γκοντάρ δείχνει να εκτιμά), ότι «η καρέκλα έχει τέσσερα πόδια», χωρίς όμως να εξηγεί, «γιατί έχει τέσσερα πόδια».

Ο Γκοντάρ, θα μπορούσε, όπως θα έκανε ο κάθε «φιλελεύθερος» μικροαστός, να κατανοήσει - και να δικαιολογήσει, έως ένα σημείο - κάποια γυναίκα η οποία εκδίδεται, για το ψωμί της. (Οι ρομαντικοί συγγραφείς χρησιμοποίησαν κατά κόρο αυτό το παράδειγμα). Βγαίνει, όμως, από τα «ρούχα» του όταν η γυναίκα αυτή κάνει την ίδια εξευτελιστική πράξη, για να «στολίσει» το νεοαποκτηθέν διαμέρισμά της. Και μισεί, στο σύνολό της, τη μικροαστική τάξη, που εξαγοράζεται, για τόσο ευτελή πράγματα. Για τα αντικείμενα, και όχι το ψωμί! «Για να ζήσεις σήμερα στο Παρίσι», δηλώνει το 1967, που έκανε την ταινία, «είσαι υποχρεωμένος, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, να εκπορνεύεσαι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και είσαι, ακόμα, υποχρεωμένος, να υπακούς στους νόμους της πορνείας, που κυβερνούν τον κόσμο μας», δηλώνει απελπισμένος.

Εμείς, όμως, ξέρουμε, πως με καταγγελίες δεν αλλάζει ο κόσμος! Δε φτάνει να καταγγείλεις τη φθήνια των μικροαστών, το απάνθρωπο καπιταλιστικό σύστημα, ούτε το άδικο του πολέμου στο Βιετνάμ (ήταν στο «φόρτε» του εκείνη την περίοδο). Αυτό το κάνει ο καθένας! Η απάντηση βρίσκεται στην αλλαγή του κόσμου. Κάτι, που ο σκηνοθέτης, δε φαίνεται να πιστεύει και να ελπίζει. Με αποτέλεσμα η ταινία του να καταλήγει στην -κλασική, πια - ερώτηση: Και, λοιπόν;

Η ταινία, με τον «αφαιρετικό» τρόπο της «nouvelle vague» («αδιαφορία», για τη γλώσσα του κινηματογράφου, ανατροπές στην αφήγηση κλπ.), καταγράφει, μέσα από την ιστορία δυο γυναικών, την «άδεια» ζωή, των «συνηθισμένων» ανθρώπων, του «νέου» Παρισιού, του 1960! Οπου τα μικρά εισοδήματα, αλλά και η έλλειψη κοινωνικού «στίγματος», σπρώχνουν τον (μικρο)κόσμο στην πορνεία (κάθε είδος και μορφή πορνείας)! Αυτός ο τρόπος ζωής, και σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, είναι εγωκεντρικός και σιχαμένος. Κανένα από τα μεγάλα ή μικρά προβλήματα του κόσμου, (πόλεμος, αδικία, εκμετάλλευση), δεν ακουμπάει, ούτε, φυσικά, «πληγώνει» την εγωιστική μικροαστική κοινωνία. Η οποία, για πολύ ευτελείς σκοπούς, έχει βάλει την ουρά της στα σκέλια και... εκπορνεύεται!

Για να κατανοήσει καλύτερα ο σημερινός θεατής την ταινία του Γκοντάρ, θα θυμίσουμε, πως ένα χρόνο αργότερα, η αγανακτισμένη μικροαστική φωνή του Γάλλου σκηνοθέτη, βρήκε «έκφραση» στον Μάη του 1968, όταν η γαλλική διανόηση (ανάμεσά της και ο ίδιος ο Γκοντάρ), βγήκε στους δρόμους του Παρισιού, και στα πανεπιστήμια, προσπαθώντας να ξεσηκώσει και να καθοδηγήσει την εργατική τάξη. Η οποία εργατική τάξη, έχοντας πείρα επαναστατικών αγώνων, δεν παρασύρθηκε από τα φιλελεύθερα συνθήματα των, συναισθηματικά κινούμενων, διανοουμένων, «στις 18 σοσιαλισμός»! Μπήκε φρουρά και προστάτεψε τα εργοστάσια, από την «αναρχική» μανία της άκριτης καταστροφής.

Παίζουν: Μαρίνα Βλαντί, Τζόζεφ Γκέραντ, Aνι Ντουπερί, Ρότζερ Μόντσορέτ, Ραούλ Λέβι κ.ά.

ΠΑΣΚΑΛ ΤΟΜΑ
Στα ίχνη του δολοφόνου

Κατρίν Φρο και Αντρέ Ντουσογιέ
Κατρίν Φρο και Αντρέ Ντουσογιέ

Αν σας αρέσει ο... Μπραμς, το καλό γαλλικό κονιάκ και η αστυνομική λογοτεχνία, και αν, βέβαια, έχετε το χρόνο και την ψυχολογική διάθεση για να «διαβάσετε» Αγκάθα Κρίστι, τότε δε θα απογοητευτείτε! Η ταινία του Πασκάλ Τομά είναι μέσα στη... γραμμή. Μέσα στη γραμμή, παρότι η ταινία γυρίστηκε μακριά από την Αγγλία (το «φυσικό» περιβάλλον της Αγγλίδας συγγραφέα), μιλάει γαλλικά, οι ηθοποιοί είναι Γάλλοι και ο χώρος... γαλλικός.

Η αλλαγή περιβάλλοντος θα μπορούσε να πει κανείς πως την ωφέλησε κιόλας. Πρώτα, γιατί ευτύχησε να έχει δυο θαυμάσιους Γάλλους θεατρικούς, κυρίως, ηθοποιούς (Κατρίν Φρο - Αντρέ Ντουσογιέ), που κρατάνε τους δυο κεντρικούς ρόλους και, δεύτερον, γιατί ο πολύ καλός διευθυντής φωτογραφίας (Ρενάν Πόγιε) «ζωγράφισε» μερικά ανεπανάληπτα κάδρα στη λίμνη Μπουρζέ, στο Σατελάρ και στο Εξ Λε Μπεν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ένιωθες ότι έβλεπες μια έκθεση ζωγραφικής. Το φυσικό περιβάλλον, οι σκιές και τα χρώματα, οι «καλοντυμένοι» άνθρωποι (κοστούμια Μο Βολινέ), το στιλιζάρισμα, η πόζα, έφτιαχναν μια όμορφη σύνθεση.

Μέσα, λοιπόν, σ' αυτήν τη σύνθεση, το μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι «Οι Αγγελοι Δε Φλυαρούν» κυλάει κάπως αργά, είναι αλήθεια, αρκετά ευρηματικά όμως. Ενα ζευγάρι, που κάποτε δούλευε, μέσα στη δράση και το απρόοπτο, στις μυστικές υπηρεσίες, τώρα σπαταλάει βαρετά το χρόνο του. Ο άντρας, γραφιάς πια στα αδιάφορα γραφεία της υπηρεσίας του και η γυναίκα στο... νοικοκυριό! Και οι δυο πλήττουν αφάνταστα. Και αν δεν είχαν το χιούμορ και τους μεταξύ τους έξυπνους διαλόγους, θα πλαντάζανε.

Από αυτόν το λήθαργο, τους βγάζει μια επίσκεψη, που έκαναν στη θεία τους, η οποία ζει μισότρελη σε έναν οίκο ευγηρίας. Εκεί, όση ώρα ο άντρας μιλούσε με τη θεία του, η «μύτη» της γυναίκας του ανακάλυπτε πράγματα και θάματα. Διάφορα ανεξήγητα αινίγματα. Εξαφανίσεις ηλικιωμένων γυναικών, δολοφονίες μικρών παιδιών... Το αστυνομικό δαιμόνιο των τέως πρακτόρων μπαίνει σε δράση. Το ήρεμο τοπίο των γαλλικών Αλπεων παίρνει φωτιά.

Η ταινία, παρότι μεταφέρει την ιστορία στις μέρες μας, δεν υποκύπτει στη βία. Δεν υπάρχουν μαχαιρώματα, αίματα, χιλιάδες πτώματα. Υπάρχει μυστήριο, το οποίο όμως πηγάζει από τις «καταστάσεις». Και χιούμορ. Η μοναδική αυτή συγγραφέας κατορθώνει πάντα, και στη συγκεκριμένη περίπτωση πράττει το ίδιο, να μπλέξει πολλές ιστορίες μέσα σε μία. Εκεί που νομίζεις πως παρακολουθείς τον Τάδε, σου εμφανίζει, ξαφνικά και απρόοπτα, τον Δείνα, προσθέτοντας νέο ενδιαφέρον στην υπόθεση. Είναι άξιος παρατήρησης ο τρόπος που η Αγκάθα Κρίστι οικοδομεί την ίντριγκα. Πουθενά δεν καλπάζει. Προσθέτει αργά - αργά τις ψηφίδες και, χωρίς να αντιληφθείς τον κόπο, το μωσαϊκό έχει ολοκληρωθεί. Κανένα ερωτηματικό δε μένει αναπάντητο. Και όλες οι απαντήσεις είναι δικαιολογημένες.

Παίζουν: Κατρίν Φρο, Αντρέ Ντουσογιέ, Ζενεβιέβ Μπουζόλ, Λοράν Τερζί, Βαλερί Καπρισκί.

ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ
Ο πόλεμος των κόσμων

Πόσες φορές, και για πόσα πράγματα, δεν αναφωνήσατε, «τι κρίμα, τόσος κόπος, για το τίποτα»! Την ίδια αναφώνηση θα κάνετε, αν παρασυρθείτε και πάτε να δείτε, «Τον Πόλεμο Των Κόσμων»! Και να πεις πως δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κάτι καλύτερο; Σκηνοθέτης είναι ο γνωστός Στίβεν Σπίλμπεργκ («Η Λίστα των Σίντλερ», «Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» και, βέβαια, για να μην ξεχνιόμαστε και των ταινιών «Ιντιάνα Τζόουνς», «Τα Σαγόνια του καρχαρία», «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» κ.ά.)! Συγγραφέας ο Αγγλος ...Ιούλιος Βερν. Ο πολυγραφότατος μυθιστοριογράφος επιστημονικής φαντασίας, Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς (1866-1946).

Το μυθιστόρημα «Ο Πόλεμος των Κόσμων» πρωτοκυκλοφόρησε το 1898! Η ταινία, βέβαια, δεν το σεβάστηκε και ιδιαίτερα. Ο συγγραφέας του δε ζει, πια, για να ζητήσει εξηγήσεις! Οι δημιουργοί της ταινίας, που ξόδεψαν του κόσμου το χρήμα (η παραγωγή θεωρείται η πιο ακριβή παραγωγή του Χόλιγουντ), έχουν ξεκαθαρίσει τους στόχους τους. Θέλουν οπωσδήποτε, και με όποιο τίμημα, να γεμίσουν τα ταμεία τους.

Με το «υψηλό» αυτό ιδανικό, το γέμισμα των ταμείων, στην προμετωπίδα, η οθόνη μετατρέπεται σε σφαγείο. Η άρρωστη φαντασία παντρεύεται με την αυθαιρεσία και το σαδισμό. Από αυτόν τον ανώμαλο και αμαρτωλό γάμο προκύπτει ένα αιμοσταγές θέαμα. Εκατό και περισσότερα λεπτά, τα μάτια σας και τα αυτιά σας θα βομβαρδιστούν με τις χειρότερες εικόνες και ήχους, που έχετε δει και ακούσει στο σινεμά. Ευτυχώς, πάντως, για τα νεύρα σας, η ταινία, σε πάμπολλες σκηνές, ξεπέφτει σε γελοιότητες και έτσι θα ξεσπάσετε σε γέλια, αντί να τρέμετε από το φόβο σας και τη φρίκη.

Κάτι απίθανα τέρατα - μηχανές, που μοιάζουν με μεγάλα χταπόδια, τα «τρίποδα», όπως τα λένε στην ταινία, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αιτία, εισβάλλουν στη γη και την «πέφτουν» στους ανθρώπους, στα κτίρια, στα αυτοκίνητα, στα πλοία, στα τρένα. Σε ό,τι τους τη βαράει! Και οι άνθρωποι, όλοι ντυμένοι σαν να βγαίνουν από στρατόπεδα συγκέντρωσης, τρέχουν για να σωθούν, πιστεύοντας ότι έχουν να κάνουν με τρομοκράτες! Εκείνα όμως τα «τρίποδα», που δεν είναι βέβαια οι στρατιώτες του Μπιν Λάντεν, δε δείχνουν καμιά mercy! Τρώνε, καίνε και καταστρέφουν τα πάντα. Λίγο να κράταγε ακόμα η ταινία και η Αμερική θα γινόταν Χιροσίμα και ακόμα χειρότερα!

Και σε όλο αυτό το χαλασμό, θα αναρωτηθείτε, τι «ρόλο» παίζει ο «όμορφος» Τομ Κρουζ; Ο άνθρωπος μαγνήτης. Ο άνθρωπος που ό,τι πιάνει γίνεται χρυσάφι, γι' αυτόν και τους παραγωγούς του. Οι ταινίες στις οποίες έχει παίξει ξεπέρασαν σε τζίρο τα τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια. Είναι πολλά τα λεφτά για να κάνουμε τέχνη, πατέρα!

Ο Τομ Κρουζ, λοιπόν, είναι ο τυχερός της παρέας. Πριν εμφανιστούν τα «τρίποδα», είχε μια διαλυμένη οικογένεια. Τρέχοντας για να γλιτώσει, με το δυναμισμό και την αυταπάρνηση, που έδειξε στη φυγή του, ένωσε τη φαμίλια του, δοξάζοντας έτσι τον έναν πόλο της αμερικανικής ιδεολογίας. Την οικογένεια. Την πατρίδα και τη θρησκεία, τους άλλους δυο πόλους, τους έσωσε ο αμερικανικός στρατός.

Αλλά ας τελειώνουμε με τα αστεία! Δε με ανησυχούν οι ταινίες που φτιάχνουν σήμερα. Με ανησυχούν αυτές που θα φτιάξουν αύριο. Οταν θα έχουν εξαντλήσει όλες τις γνωστές μορφές βίας. Οταν το κέρδος και ο ανταγωνισμός θα γίνει ακόμα πιο άγριος. Φοβάμαι ότι θα φτάσουν να σφάζουν και να τρώνε αληθινούς ανθρώπους. Να πίνουν αληθινό αίμα, όχι σαν αυτό που έπιναν τα «τρίποδα» στην ταινία.

Παίζουν: Τομ Κρουζ, Τιμ Ρόμπινς, Ντακότα Φάνιγκ, Μιράντα Οτο, Τζάστιν Τσάτγουιν.

μικρό πορτρέτο
Ζαν Λικ Γκοντάρ

Associated Press

Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ ξεπέρασε τα 50 χρόνια κινηματογραφικής παρουσίας. Μιας παρουσίας με μεγάλη αποδοχή και, την ίδια στιγμή, με μεγάλες αντιρρήσεις. Ο Γκοντάρ επηρέασε πολλούς άλλους σκηνοθέτες: Φασμπίντερ Βέντερς, Αλτμαν, Τζάρμους, Σκορτσέζε, Ταραντίνο κ.ά. Οι ταινίες του πλησιάζουν τις 100 (93)! Το μεγάλο φάσμα της θεματολογίας του εξηγείται από την επιθυμία του σκηνοθέτη να είναι πάντα «παρών».

Κανένας δεν μπορεί να κατηγορήσει τον Γκοντάρ πως δεν «ανησύχησε». Σχεδόν όλες οι ταινίες του, και οι μικρού μήκους, επίσης, προσπαθούν να είναι «κοινωνικά σχόλια», πάνω σε «κοινωνικά ζητήματα». Ολα τα μεγάλα ζητήματα του καιρού του σχολιάστηκαν στις ταινίες του και στα γραπτά του. Αντιρρήσεις υπάρχουν στη σύλληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας από το σκηνοθέτη και, στη συνέχεια, στη διατύπωση της σκέψης του, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενο.

Ο Γκοντάρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1930. Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος, οι πλούσιοι γονείς του, τον έστειλαν στην Ελβετία. Εκεί απέκτησε την ελβετική υπηκοότητα. Λίγο πριν το 1950 ξαναγυρίζει στο Παρίσι. Γράφεται στη Σορβόννη. Εκεί συναντά τους ανθρώπους που επηρέασαν βαθιά τη ζωή, αλλά και την ιστορία του γαλλικού κινηματογράφου. Και όχι μόνον! Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τριφό, Ερίκ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ. Ολοι μαζί αποτέλεσαν τη γνωστή «nouvelle vague».

Το 1950 η παραπάνω ομάδα εκδίδει το περιοδικό «La Gazette du Cinema». Στο περιοδικό αυτό, πότε με ψευδώνυμο «Χανς Λούκας» και πότε με το όνομά του ο Γκοντάρ, γράφει τα πρώτα του κείμενα. Παράλληλα παίζει σε ταινίες των Ριβέτ και Ρομέρ. Μέχρι το 1960, που γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Χωρίς Ανάσα», έγραφε διαρκώς κείμενα και γύριζε ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του κινηματογραφική δουλιά ήταν η μικρού μήκους ταινία «Operation Beton». Η τελευταία του «Notre musique».

Αξίζει να δει κανείς, συνοπτικά, το πολιτικό «κλίμα» μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε ο σκηνοθέτης και ο άνθρωπος Γκοντάρ. Το 1954 η Γαλλία ηττάται στο Βιετνάμ. Την ίδια περίοδο το παλιό Παρίσι νιώθει τα νέα μικροαστικά προάστια, που δημιουργούνται, να του σφίγγουν το λαιμό. Ενα χρόνο αργότερα η Αλγερία ξεσηκώνεται. Το Παρίσι γεμίζει διαδηλωτές. Το 1958 ο Ντε Γκολ εκλέγεται πρόεδρος. Το 1959 η Γαλλία γίνεται ιδρυτικό μέλος της ΕΕ. Το 1961 οι φίλοι της ανεξαρτησίας της Αλγερίας βγαίνουν στους δρόμους. Τον επόμενο χρόνο η Αλγερία αποκτάει την ανεξαρτησία της, ενώ η Γαλλία διχάζεται. Σχεδόν 1.000.000 Γάλλοι, οι οποίοι ζούσαν στην Αλγερία επιστρέφουν πίσω. Ολος αυτός ο κόσμος πρέπει να στεγαστεί!

Το 1967 ο Γκοντάρ γυρίζει την ταινία, «Δυο ή Τρία Πράγματα που Ξέρω γι' Αυτήν». Ταινία που αναφέρεται και στην αναγκαστική ανοικοδόμηση (διάβαζε κριτική δίπλα). Τον επόμενο χρόνο έχουμε το Μάη του '68. Το 1969 ο Ντε Γκολ παραιτείται. Πρόεδρος της Γαλλίας γίνεται ο Μπομπιντού. Το 1970 γύρω από το παλιό Παρίσι έχουν χτιστεί 12.000 νέες κατοικίες.

Η σύνθεση του πληθυσμού της γαλλικής πρωτεύουσας έχει αλλάξει. Οσοι Γάλλοι διανοούμενοι δεν έχουν συνδεθεί με το εργατικό κίνημα και το ΓΚΚ, διοχετεύουν τη φιλελεύθερη και μικροαστική οργή τους σε διάφορα υπαρξιακά, κυρίως, κινήματα. Ενας από αυτούς τους διανοούμενος είναι και ο Γκοντάρ. Οι ταινίες του φιλοσοφούν, κάνοντας, όμως, κύκλους γύρω από το πρόβλημα!

Πέρα από την όποια αξία τους, και είναι σχεδόν όλες αξιόλογες οι ταινίες του Γκοντάρ, σχεδόν καμία δεν κατόρθωσε να αρθρώσει τον «Ορθό Λόγο». Να μελετήσει και να ερμηνεύσει σωστά τους νόμους που διέπουν την κοινωνία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ