ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Μάρτη 2015
Σελ. /24
ΙΑΠΩΝΙΑ
Η οικονομία παραμένει ουσιαστικά σε στασιμότητα

Οι δυσκολίες ανάκαμψης της ιαπωνικής οικονομίας αναδεικνύουν τα αδιέξοδα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής

Σε φτωχογειτονιά στο Τόκιο
Σε φτωχογειτονιά στο Τόκιο
Αν και αστοί αναλυτές και δημοσιογράφοι επιχειρούν να εμφανίσουν την Ιαπωνία ως ένα ακόμα παράδειγμα καπιταλιστικής οικονομίας που κατάφερε να βγει από την ύφεση, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Για την ακρίβεια, η πραγματικότητα διαψεύδει όλους όσοι προσπαθούν να πείσουν ότι ο κυρίαρχος, δηλαδή ο καπιταλιστικός, τρόπος παραγωγής δεν έχει αδιέξοδα. Η αλήθεια είναι ότι στον καπιταλισμό, όχι μόνο η κρίση είναι φαινόμενο που επανέρχεται κατά διαστήματα, αλλά και ότι, ειδικά σήμερα, σε συνθήκες ιμπεριαλισμού, δηλαδή σε συνθήκες που αυτό το σύστημα έχει «σαπίσει», αντικειμενικά έχει «φάει τα ψωμιά του», και που ο ενδομονοπωλιακός ανταγωνισμός οξύνεται στο έπακρο, η οικονομική ανάκαμψη μετά την καπιταλιστική οικονομική κρίση δεν αποκτά δυναμική όπως σε άλλες περιόδους, ενώ η τωρινή φάση ανάκαμψης φαίνεται πιο ασθενική και πιο «ευάλωτη».

Τα τελευταία στοιχεία είναι χαρακτηριστικά. Το τελευταίο τρίμηνο του 2014, η ιαπωνική οικονομία εμφάνισε μεν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από δύο τρίμηνα απανωτών μειώσεων (6,7% και 2,3% αντίστοιχα), αλλά το επίπεδο της αύξησης ήταν μόλις 1,5%, πολύ πίσω από τις προβλέψεις για 2,2%.

Οικονομικές εφημερίδες έσπευσαν να καταγράψουν ότι «ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα του προγράμματος τόνωσης της οικονομίας που εφαρμόζει ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Σίνζο Αμπε, του γνωστού ως «Αμπενόμικς», γεννά η εικόνα της ιαπωνικής οικονομίας» και να μιλήσουν για «απογοητευτικό» ρυθμό ανάπτυξης.

Καταγράφοντας πτυχές του προβληματισμού των αστών, η «Καθημερινή» της περασμένης Τρίτης (10 Μάρτη 2015) σημείωνε: «Οπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, προκύπτει πως οι αναιμικές δαπάνες των νοικοκυριών, αναπόφευκτο συνεπακόλουθο της αύξησης του ΦΠΑ τον Απρίλιο του περασμένου έτους, καθώς και οι περιορισμένες επενδύσεις των επιχειρήσεων, περιορίζουν περισσότερο από όσο είχε εκτιμηθεί τη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας. Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα κατατείνουν σε μια βελτίωση στην κατανάλωση των νοικοκυριών, που σημείωσε αύξηση με ετήσιο ρυθμό 2%. Εχει, όμως, προηγηθεί δραματική πτώση της κατανάλωσης μετά την αύξηση του ΦΠΑ από το 5% στο 8% τον Απρίλιο του 2014». Το ίδιο ρεπορτάζ προσθέτει επίσης ότι οι κεφαλαιουχικές επενδύσεις των ιαπωνικών επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 0,1% σε επίπεδο τριμήνου, κάτι που γεννά προβληματισμό καθώς ήταν το τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο που εμφανίστηκε μείωση, όταν μάλιστα οι προβλέψεις έκαναν λόγο για αύξηση 0,4%.

Προβληματισμός για το αυξημένο κόστος εισαγωγών

Την περασμένη Τετάρτη, το υπουργείο Οικονομικών της Ιαπωνίας έδωσε στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα έρευνας που, σύμφωνα με δημοσίευμα της μεγάλης κυκλοφορίας ιαπωνικής εφημερίδας «Μάινιτσι Σιμπούν» («Καθημερινά Νέα») έδειξε ότι «το επιχειρηματικό κλίμα σε μεγάλες ιαπωνικές εταιρείες χειροτέρευσε το τελευταίο τρίμηνο (...) και θα παραμείνει ευάλωτο τους ερχόμενους μήνες». Σύμφωνα με την εφημερίδα, η έρευνα κατέγραψε ότι ο «δείκτης εμπιστοσύνης» σε κλάδους της μεταποίησης έπεσε στο 2,4% από 8,1% ενώ σε κλάδους μη - μεταποίησης έπεσε στο 1,7% από 3,4%. Το δημοσίευμα επεξηγεί το «δείκτη εμπιστοσύνης» ως έναν δείκτη που υπολογίζεται με βάση το πόσοι επιχειρηματίες αναφέρουν επιδείνωση των επιχειρηματικών συνθηκών και πόσοι αναφέρουν βελτιώσεις. Πρόκειται για δείκτες που χρησιμοποιούν οι αστοί στις αναλύσεις και τη στατιστική τους και δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, ωστόσο είναι ενδεικτικοί, οι αστοί τους εμπιστεύονται και είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αυτοί καταγράφουν τους δισταγμούς των Ιαπώνων μεγαλοεπιχειρηματιών.

Στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, μάλιστα, δήλωνε ανώνυμα ότι «ακούμε από εταιρείες ότι αντιμετωπίζουν το αυξανόμενο κόστος των πρώτων υλών εξαιτίας των υψηλότερων τιμών εισαγωγών, μια έλλειψη εργατικών χεριών και αύξηση στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού».

Σύμφωνα με άλλα δημοσιεύματα, η ίδια έρευνα κατέληγε και στο συμπέρασμα ότι «οι επιχειρηματικές επενδύσεις προβλέπεται να πέσουν κατά 3,9% το επόμενο οικονομικό έτος σε σχέση με μια αναμενόμενη αύξηση της τάξης του 5,1% από το σημερινό οικονομικό έτος».

Ποιοι θέλουν «πιο ισχυρό νόμισμα»

Η τακτική των διαρκών υποτιμήσεων του εθνικού νομίσματος (γεν) που έχει επιλέξει η κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν ικανοποιεί όλους τους πλουτοκράτες. Το «Ρόιτερς» κυκλοφόρησε τον περασμένο Σεπτέμβρη έρευνα που παρουσίασε σε δημοσίευμα με τίτλο «οι περισσότερες ιαπωνικές εταιρείες θέλουν στην πραγματικότητα ένα πιο ισχυρό γεν». Σε αυτό αναφερόταν ότι κλάδοι όπως αυτοί που βασίζονται στις εισαγωγές προϊόντων ξύλου «πονούν ήδη από την αδυναμία του γεν». Οι ανάγκες της Ιαπωνίας σε αντίστοιχα προϊόντα καλύπτονται σε μεγάλο μέρος από τις εισαγωγές, που με την υποτίμηση του γεν ακριβαίνουν και σε συνδυασμό με τις απανωτές αυξήσεις σε φόρους κατανάλωσης (που έκανε η κυβέρνηση, προσδοκώντας αύξηση εσόδων στα δημόσια ταμεία ώστε να μειώσει το μεγάλο κρατικό χρέος) δυσκολεύουν τους επιχειρηματίες των αντίστοιχων κλάδων να διαμορφώσουν τις τιμές σε τέτοια επίπεδα που θα τους διασφαλίσουν τζίρους και κέρδη (η αύξηση των τιμών πάντα αλληλεπιδρά και με τα περιθώρια που διαμορφώνουν οι κινήσεις των ανταγωνιστών). «Δεν μπορούμε να αυξήσουμε τις τιμές παραγωγού για να αντισταθμίσουμε τις ακριβές πρώτες ύλες και το υπόλοιπο κόστος που συνεπάγεται το αδύναμο γεν», δήλωνε χαρακτηριστικά ένας επιχειρηματίας του κλάδου.

Αντίστοιχα, αρνητικά επηρεάζονται πολλοί βιομήχανοι καθώς οι ακριβότερες εισαγωγές ανεβάζουν το κόστος κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, δεδομένου του ότι η Ιαπωνία είναι ένας από τους μεγαλύτερους σήμερα εισαγωγείς πετρελαίου, φυσικού αερίου κ.τ.λ.


Γιατί «γκρινιάζουν» οι αυτοκινητοβιομήχανοι

Ειδικό ενδιαφέρον έχει η στάση των μονοπωλίων στον κλάδο της παραγωγής αυτοκινήτων, έναν από τους σημαντικούς της εγχώριας βιομηχανίας και με μεγάλο «βάρος» στις εξαγωγές της χώρας.

Ο πρόεδρος της Ιαπωνικής Ενωσης Κατασκευαστών Αυτοκινήτων (JAMA), Φουμιχίκο Ικε (που είναι και πρόεδρος της «Χόντα»), δήλωνε ότι «βλέπουμε τη διαρκή εξασθένιση των εγχώριων πωλήσεων νέων αυτοκινήτων που ήρθε μετά τη σπασμωδική κίνηση του Απρίλη (σ.σ. όταν ξεκίνησαν οι αυξήσεις των φόρων κατανάλωσης) με την αύξηση των φόρων».

Ο ίδιος συνέχισε λέγοντας ότι τα «Αμπενόμικς» «απέτυχαν να ενθαρρύνουν την κατανάλωση» σε μεγάλα βιομηχανικά προϊόντα, όπως τα αυτοκίνητα και σημείωνε: «Τα "Αμπενόμικς" δεν εμφανίζουν καθαρή έλξη σε όλη τη χώρα και ότι, αν και ως κλάδος της βιομηχανίας κερδίζουμε από ένα πιο αδύναμο γεν, έχουμε την αίσθηση μιας κρίσης από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα δεν πωλούνται αυτοκίνητα».

Τα σχόλια του Ικε θα έμοιαζαν ίσως αντιφατικά (από τη μία λέει ότι ο κλάδος κερδίζει, από την άλλη νιώθει την απειλή μιας κρίσης) αν δε λάβουμε υπόψιν ότι, όσο και αν οι εξαγωγές έχουν σημασία για τους καπιταλιστές, ποτέ δε χάνεται η σημασία του όγκου της παραγωγής στην ίδια τη χώρα όπου διατηρούν την έδρα του ομίλου τους, στοχεύοντας σε υψηλές πωλήσεις στην αντίστοιχη αγορά, επιδιώκοντας να κυριαρχήσουν στην εγχώρια «κόντρα» με τους ανταγωνιστές και μάλιστα τους εισαγωγείς από άλλα κράτη κτλ.

Επιπλέον, ούτε η διασφάλιση προτερήματος στις εξαγωγές είναι δεδομένη, λόγω αδύναμου γεν. Ο Ικε υπογράμμισε ότι η υποτίμηση των νομισμάτων σε αναδυόμενες αγορές είχε αναμφισβήτητο αντίκτυπο στην ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία (αφού οι εισαγωγές στις αντίστοιχες χώρες γίνονταν και εκεί ακριβότερες, με αποτέλεσμα τα προϊόντα των «ξένων» εταιρειών να χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ρωσίας (μιας αγοράς από την οποία οι Ιάπωνες αυτοκινητοβιομήχανοι φαίνεται να έχουν μεγάλες προσδοκίες), εξαιτίας της μεγάλης πτώσης που το ρούβλι εμφανίζει σε σχέση με το δολάριο, από την οποία εκτιμάται ότι η ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία «θα μπορούσε να χτυπηθεί σκληρά».

Τα μονοπώλια έχουν πολλές εναλλακτικές

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, κάθε καπιταλιστής ασφαλώς κάνει το κουμάντο του, αναζητώντας τρόπους που θα του εξασφαλίσουν κέρδη και προβάδισμα, σε σχέση πάντα και με τους ανταγωνιστές του. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της «Νισσάν», μιας από τις εταιρείες που αναθεώρησε τις προβλέψεις της για την ετήσια κερδοφορία προς τα πάνω, εξαιτίας της υποτίμησης του γεν και του πώς αυτή ευνοεί τις εξαγωγές της σε αγορές όπως οι ΗΠΑ (στις οποίες αυξάνονται ιδιαίτερα).

Μάλιστα, η «Νισσάν» φαίνεται ότι μεταφέρει μέρος της παραγωγής της σε χώρες όπως το Μεξικό, όπου τα εργατικά χέρια είναι φτηνά και ταυτόχρονα βρίσκεται κοντά σε μεγάλες αγορές. Πριν μερικές μέρες, οικονομικά διαδικτυακά ΜΜΕ επικαλούνταν δηλώσεις του επικεφαλής της «Νισσάν» στο Μεξικό, Εϊρτον Κουσό, για να σημειώσουν ότι ο ιαπωνικός κολοσσός «μετατρέπει το Μεξικό σε έναν από τους κόμβους - κλειδιά για την παραγωγή και τις εξαγωγές των αυτοκινήτων της». Πέρυσι, η παραγωγή στο Μεξικό αυξήθηκε κατά 19%, ενώ πλέον η «Νισσάν» έχει φτάσει να διεκδικεί σχεδόν το 25% της μεξικανικής αγοράς.

Με λίγα λόγια, αν η στασιμότητα και οι δυσκολίες ανάκαμψης συνεχιστούν στην Ιαπωνία, μια σειρά ισχυρά μονοπώλια θα αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους δίνουν τα δεδομένα σε άλλες περιοχές. Το αν αυτό θα προκαλέσει «λουκέτα», ανεργία, εντατικοποίηση, ελλείψεις στην εγχώρια αγορά κτλ., ποσώς ενδιαφέρει τον εκάστοτε μεγαλοεπιχειρηματία. Εκείνος, το μόνο που θα κοιτά, θα είναι πώς θα διασφαλίσει το μέγιστο δυνατό κέρδος, είτε αυτό σημαίνει ότι θα πάρει μέτρα για να εκτοπίσει τον ανταγωνιστή του είτε αυτό σημαίνει ότι θα αξιοποιήσει την κατάσταση της οικονομίας σε άλλο κλάδο ή χώρα.


Α.Μ



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ