Για τα λαϊκά στρώματα δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε ουσιαστικά ούτε με την «ανακούφιση» των αστών για τη διατήρηση της ένωσης ούτε με τα ανταλλάγματα «περισσότερων εξουσιών»
Τελικά, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έδειξε επικράτηση του «όχι» στην ανεξαρτησία |
Τελικά, κυριάρχησε στη Σκοτία στο χτεσινό δημοψήφισμα το «όχι» στην ανεξαρτητοποίησή της από το Ηνωμένο Βασίλειο με 55,3% έναντι του «ναι» υπέρ της ανεξαρτησίας που πήρε 44,7%, σε μια ψηφοφορία όπου συμμετείχε το 84% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Συγκεκριμένα, το πρώτο «στρατόπεδο» πήρε 2.001.926 ψήφους έναντι 1.617.989 ψήφων που πήρε το «στρατόπεδο» της ανεξαρτησίας.
Από τις μεγάλες πόλεις της χώρας μόνο στη Γλασκώβη είχε σημαντικό προβάδισμα το «ναι» με 53,5% όπως και σε άλλες 3 μικρότερες πόλεις - εκλογικές περιφέρειες (Νορθ Λαναρκσάιρ, Ντάντι Σίτι και Γουέστ Ντανμπαρτονσάιρ). Στην πρωτεύουσα Εδιμβούργο, τη δεύτερη μεγαλύτερη περιφέρεια με 378.012 καταγεγραμμένους ψηφοφόρους - το «όχι» (ή «Καλύτερα μαζί») πήρε 61,1%.
Το αποτέλεσμα αυτό, που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεων, έφερε τη γρήγορη αναγνώρισή του από τον πρωθυπουργό της Σκοτίας και πρόεδρο του Σκοτσέζικου Εθνικού Κόμματος Αλεξ Σάλμοντ, ο οποίος αμέσως έσπευσε να προσθέσει ότι τώρα περιμένει από την κεντρική κυβέρνηση να τηρήσει τις υποσχέσεις της σε ό,τι αφορά την παραχώρηση περισσοτέρων εξουσιών στη Σκοτία. Αυτήν την υπόσχεση ήταν που έδιναν ο συντηρητικός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον, ο ηγέτης των Εργατικών, Εντ Μίλιμπαντ, ο φιλελεύθερος και εταίρος στην κυβέρνηση της Βρετανίας Νικ Γκλεγκ όπως και σειρά άλλων αστών πολιτικών με προεξάρχοντες τον Σκοτσέζο πρώην πρωθυπουργό Γκόρντον Μπράουν και τον επίσης πρώην πρωθυπουργό διάδοχο της Μ. Θάτσερ Τζον Μέιτζορ, που «επιστρατεύτηκαν» για την καμπάνια του «όχι», δηλαδή της παραμονής της Σκοτίας στο κοινό κράτος του Ηνωμένου Βασιλείου, μαζί με την Αγγλία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία. Και φαίνεται ότι αυτή η υπόσχεση ήταν που έγειρε την πλάστιγγα τις τελευταίες μέρες και ώρες πριν το δημοψήφισμα. Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι η επόμενη μέρα σε ό,τι αφορά την αστική διαχείριση στη Βρετανία δε θα είναι ίδια. Επίσης, ο Σκοτσέζος πρωθυπουργός μίλησε για «κέρδος», αφού «πολλοί άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν για την πολιτική μετά από πολλά χρόνια». Βέβαια, μια τέτοια «ενασχόληση» με την πολιτική είναι ιδιαίτερα βολική για το σύστημα, αφού το περιεχόμενό της περιορίζεται στο «οπαδικό» επίπεδο για τη διαχείριση, και όχι στο επικίνδυνο πεδίο της ουσίας της ταξικής εκμετάλλευσης. Δηλαδή, βολεύει τους καπιταλιστές, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα να συνεχίσουν να είναι εγκλωβισμένοι σε ψευτοδιλήμματα - τέτοιο ήταν και το πολύκροτο δημοψήφισμα για το λαό - ώστε να διαιωνίζεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση.
Πάντως, έτσι και αλλιώς, για τα τμήματα του κεφαλαίου που προτιμούν και έχουν συμφέρον από την ενιαία κρατική οντότητα της Βρετανίας και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους, το αποτέλεσμα έφερε χαμόγελα ανακούφισης. Ο πρωθυπουργός Κάμερον στις 7.00 το πρωί σε διάγγελμά του δεν έκρυψε τη χαρά του και έσπευσε να ανακοινώσει ότι θα τηρήσει τις υποσχέσεις του και ουσιαστικά τα ανταλλάγματα για τη διατήρηση της ενότητας θα αφορούν σε παραχώρηση και άλλων εξουσιών όχι μόνο στη Σκοτία, αλλά και στις άλλες χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου. Επίσης, η λεγόμενη αγορά επικρότησε το αποτέλεσμα, η λίρα χτύπησε ρεκόρ έναντι του ευρώ και του δολαρίου ΗΠΑ, ενώ η Βασιλική Τράπεζα της Σκοτίας δήλωσε ότι θα διατηρήσει την έδρα της στη Σκοτία.
Αντιδράσεις ανακούφισης υπήρξαν και από την ΕΕ, τις ΗΠΑ, ενώ ιδιαίτερα ξεχωρίζει αυτή του Ισπανού πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι, που αντιμετωπίζει επίσης αποσχιστικές τάσεις στην Καταλωνία, που η τοπική κυβέρνηση με στήριξη τμημάτων του κεφαλαίου προχωράει σε αντίστοιχο δημοψήφισμα στις 9 Νοέμβρη. Είπε χαρακτηριστικά για τους Σκοτσέζους απευθυνόμενος στους Καταλανούς: «Εκαναν την επιλογή ανάμεσα στο διαχωρισμό και την ολοκλήρωση, ανάμεσα στην απομόνωση και το άνοιγμα».
Μετά όμως από το δημοψήφισμα στη Σκοτία, παρότι δεν πέτυχε το εγχείρημα της ανεξαρτητοποίησης, έχει ανοίξει το ζήτημα και για άλλες χώρες όπου επίσης αξιοποιώντας διάφορα υπαρκτά ζητήματα (εθνοτικά, διαφορές ή και «ρίξιμο» τμημάτων της αστικής τάξης από κεντρικές κυβερνήσεις) δυναμώνουν αποσχιστικές κινήσεις. Φυσικά, όσο οι λαϊκές δυνάμεις δε χειραφετούνται από τα συμφέροντα των αστών και δεν προτάσσουν τις δικές τους ανάγκες δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα ουσιαστικό στη ζωή τους.
ΠΑΡΙΣΙ.--
«Πρέπει να κάνουμε μεταρρυθμίσεις, να γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί, να μάθουμε να συμμετάσχουμε σε έναν αληθινό κοινωνικό διάλογο, να είμαστε ικανοί να αλλάξουμε αρκετούς κανόνες», σημείωσε ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, στην προχτεσινή του εξαμηνιαία συνέντευξη Τύπου, διαβεβαιώνοντας ότι τα αντιλαϊκά μέτρα θα ενταθούν μαζί με την ολομέτωπη ιδεολογικοπολιτική επίθεση, ώστε να εξουδετερωθεί κάθε λαϊκή αντίσταση. Οι νέες διαβεβαιώσεις του για τις μεταρρυθμίσεις και την ανταγωνιστικότητα κατατέθηκαν, άλλωστε, ελάχιστες μέρες μετά τις νέες προκλητικές αξιώσεις της Ενωσης των μεγαλοβιομηχάνων (MEDEF) και δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για την αγριότητα με την οποία η μεγαλοεργοδοσία θα ορμήσει σε όποιο εργατικό δικαίωμα έχει μείνει όρθιο. Γι' αυτό άλλωστε και ζητά ραγδαία εξάπλωση των ελαστικών σχέσεων εργασίας (συμβάσεων έργου, μερικής απασχόλησης), θεσμοθέτηση της δυνατότητάς της να αμείβει ακόμα και χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό, επέκταση των ωραρίων των καταστημάτων Κυριακές και βράδια κτλ.
Ο Ολάντ ξεκαθάρισε ότι θα στηρίξει και θα συνδιαμορφώσει τις αντεργατικές απαιτήσεις, επισημαίνοντας ότι «πρωτεύει η μείωση του κόστους εργασίας, η μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις ώστε να μπορέσουν να επενδύσουν και να κάνουν προσλήψεις».
Επιπλέον, παρουσίασε τις περικοπές ύψους 50 δισ. ευρώ στις δημόσιες δαπάνες ως απόδειξη ότι η Γαλλία σέβεται τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, απαντώντας στην κριτική που ήδη δέχεται η κυβέρνησή του για την αναβολή της «τακτοποίησης» του δημοσιονομικού ελλείμματος στο ύψος του 3% των Βρυξελλών. Για το συγκεκριμένο ζήτημα, ο Ολάντ δήλωσε ότι η προτεραιότητα για τη Γαλλία είναι να καλύψει το «έλλειμμα» που υπάρχει στην «ανταγωνιστικότητα» και τις επενδύσεις, ενώ το δημόσιο έλλειμμα δεν είναι η πρώτη προτεραιότητα, με δεδομένο -όπως είπε- τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού που εξασφαλίζει η γαλλική κυβέρνηση. «Μια οικονομία δεν μπορεί να πετύχει την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς της και συγχρόνως και με την ίδια ένταση την αποκατάσταση των δημοσίων λογαριασμών της», στέλνοντας μήνυμα και στη Γερμανία, που σύμφωνα με αναλυτές γαλλικών ΜΜΕ θα πρωτοστατήσει στην κριτική για τις δημοσιονομικές αποκλίσεις του Παρισιού. Την ίδια στιγμή, οι επισημάνσεις του Ολάντ επιβεβαιώνουν ότι εντείνεται η αντιπαράθεση και στο εσωτερικό της ΕΕ για το αν πρέπει να ακολουθηθεί μείγμα επεκτατικής ή περιοριστικής πολιτικής, ανάλογα με το πώς κάθε αστική τάξη ή μερίδες της εκτιμούν ότι θα ωφεληθούν περισσότερο ή θα χάσουν λιγότερο.
«Η Γαλλία είναι έτοιμη για νέες πρωτοβουλίες» είπε, «όχι για το ξήλωμα των Συνθηκών, αλλά για να προπορευθεί μαζί με τη Γερμανία σε ολοκληρωμένες πολιτικές, όπως τη μετάβαση της ενέργειας, τα ψηφιακά και τις υποδομές. Είμαστε έτοιμοι να πούμε ότι υποστηρίζουμε μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, στην οποία το γαλλογερμανικό ζεύγος να έχει το προβάδισμα, ιδιαίτερα στο θέμα της ενεργειακής μετάβασης» συμπλήρωσε, αποτυπώνοντας την αποφασιστικότητα με την οποία η γαλλική αστική τάξη θα διεκδικήσει πρωταγωνιστικό και αναβαθμισμένο ρόλο.
Τα γαλλικά ΜΜΕ σχολίασαν ότι η συνέντευξη του Ολάντ «είχε λίγο από οικονομία και πολλή εξωτερική πολιτική» και δεν έγιναν εξαγγελίες όσον αφορά την οικονομία (εκτός από μια αόριστη αναφορά στο νόμο για τη «μεταβατική ενέργεια» και σε 34 «βιομηχανικά σχέδια»).
Ο Ολάντ έκλισε σε όλες τις πτώσεις την «ανάγκη» να αντιμετωπιστούν οι «τρομοκράτες» και την ευθύνη του να διασφαλίσει την ασφάλεια της Γαλλίας, εννοώντας τη συμμετοχή των γαλλικών μονοπωλίων στα μικρά και μεγάλα παζάρια για μοίρασμα αγορών και πρώτων υλών. Υπό αυτό το πρίσμα, ανακοίνωσε τη συμμετοχή και της Γαλλίας σε αεροπορικές επιθέσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) στο Ιράκ, όπως και τη λειτουργία στρατιωτικού νοσοκομείου στη Γουινέα, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της επιδημίας του αιμορραγικού πυρετού «Εμπολα».
Με αφορμή το δημοψήφισμα στη Σκοτία, ο Ολάντ υπογράμμισε ότι «εάν το ευρωπαϊκό σχέδιο ατονήσει, θα ανοίξει ο δρόμος στους εγωισμούς, τους λαϊκισμούς και τις αποσχιστικές τάσεις».
Με το νου του και σε φυγόκεντρες δυνάμεις τύπου «Εθνικό Μέτωπο Γαλλίας», συνολικά σε προτάσεις που καταθέτουν μερίδες του κεφαλαίου που κρίνουν συμφερότερες άλλες διεθνείς συμμαχίες, δήλωσε ότι «όλες οι ευρωπαϊκές ψηφοφορίες δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως προειδοποιήσεις αλλά ως σειρήνες συναγερμού», φανερώνοντας και έτσι τις δυσκολίες διαχείρισης της κρίσης και τις «κόντρες» που βαθαίνουν στο στρατόπεδο των κεφαλαιοκρατών οι οποίοι αισθάνονται όλο και μεγαλύτερη την απειλή της «αστάθειας» (σ.σ. δηλαδή της απουσίας των συνθηκών που εξασφαλίζουν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου) και γι' αυτό κλιμακώνουν ασταμάτητα την επιδρομή στα δικαιώματα και τις ανάγκες των λαών.