Δεν είναι μόνο το ζεστό χειροκρότημα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών προς την ελληνική κυβέρνηση για τη συμφωνία που έκλεισε με την ΠΓΔΜ. Δεν είναι μόνο η ικανοποίηση που εκφράζουν οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, που κατεδαφίζει το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι τώρα με τη συμφωνία γύρω από το ονοματολογικό θα πνεύσει «άνεμος ειρήνης» στα Βαλκάνια. Είναι και τα αφιερώματα του διεθνούς Τύπου, έντυπου και ηλεκτρονικού, στις προχτεσινές ανακοινώσεις Τσίπρα - Ζάεφ. Μάλιστα, τα αφιερώματα στη συμφωνία τους ήταν πιο ψηλά στην ατζέντα ακόμα και από τα ρεπορτάζ για τη Συνάντηση Κορυφής ΗΠΑ - Β. Κορέας! Το ενδιαφέρον αυτό για τα Βαλκάνια δεν είναι τυχαίο. Αλλωστε, όπως γράφεται χαρακτηριστικά, η συμφωνία αυτή είναι άλλος ένας κρίκος για την ανάσχεση της ρωσικής επιρροής στην περιοχή, και από αυτήν την άποψη χαρακτηρίζεται «ιστορικής σημασίας». Αυτές οι προσεγγίσεις δίνουν και την ουσία της διαπραγμάτευσης που κορυφώθηκε γύρω από το ονοματολογικό, το ότι φέρει τη ΝΑΤΟική σφραγίδα, κάτι που επιβάλλει αγωνιστική εγρήγορση απ' όλους τους λαούς της περιοχής. Οταν χειροκροτούν οι ιμπεριαλιστές, κάτι κακό ξημερώνει για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα...
«Οταν υπάρχουν κανόνες και επικοινωνία μεταξύ συντεταγμένων κρατών, ο καπιταλισμός ενώνει και αμβλύνει τις αντιθέσεις. Και κάποτε πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως στο Ιράκ, στη Συρία και σε άλλες εμπόλεμες χώρες το πρόβλημα δεν είναι το κέρδος των καπιταλιστών της Δύσης, αλλά τα τεράστια φυλετικά, θρησκευτικά και πολεμικά ζητήματα αυτών των λαών». Κι όμως δεν είναι κακογραμμένο ανέκδοτο, αλλά μια από τις... εμβριθείς αναλύσεις που διαβάσαμε χτες στον Τύπο για τη συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου με τον ηγέτη της Β. Κορέας. Ολα αυτά γράφονται την ώρα που στα κατά τ' άλλα «συντεταγμένα» καπιταλιστικά κράτη του G7... πέφτει ξύλο, οι αντιθέσεις των ΗΠΑ με Ρωσία και Κίνα «χτυπάνε κόκκινο», στο ιμπεριαλιστικό σύστημα συνολικά οξύνονται οι αντιθέσεις, με επίκεντρο τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, αγορών και σφαιρών επιρροής αλλά και τον επιμερισμό των συνεπειών από τα «μαύρα σύννεφα» που ξαναμαζεύονται πάνω από τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Την ώρα που η Μέση Ανατολή κυριολεκτικά καίγεται από τους ανταγωνισμούς αυτούς - με την εμπλοκή και της Ελλάδας - ενώ, όπως επιβεβαιώνεται ξανά και ξανά, οι «συμφωνίες κυρίων» των καπιταλιστών δεν είναι παρά πρόσκαιροι συμβιβασμοί που «εκκολάπτουν» τον «επόμενο γύρο» των ανταγωνισμών και πολέμων. Προκειμένου βέβαια να κρυφτεί η ουσία των εξελίξεων αυτών και άρα το πού βρίσκεται η λύση για τους λαούς, τα αστικά επιτελεία δεν έχουν πρόβλημα να επιστρατεύσουν κάθε λογής απίθανα «εργαλεία» για την ερμηνεία της πραγματικότητας.
Η ανανέωση και διεύρυνση του «πλαισίου συνεργασίας» μεταξύ του υπουργείου Αμυνας και του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ανακοινώθηκε την Τρίτη και, σύμφωνα με όσα είπε ο αναπληρωτής υπουργός Αμυνας, Φ. Κουβέλης, «νέες δυνατότητες συνεργασίας ξανοίγονται σε πιθανά πεδία ενδιαφέροντος, όπως: Συνέργειες σε νέες ερευνητικές προτάσεις κοινού ενδιαφέροντος (...) στον τομέα της Ασφάλειας και της Αμυνας. Χρήση και εκτέλεση πειραμάτων σε εγκαταστάσεις πειραματισμού των δύο φορέων. Συνέργειες στην αντιμετώπιση πραγματικών περιστατικών στους εξειδικευμένους τομείς δραστηριότητας των Ενόπλων Δυνάμεων». Ακόμα και σε επίπεδο διατυπώσεων, οι «νέες δυνατότητες που ξανοίγονται», κατά τον υπουργό, δείχνουν ξεκάθαρα προς την κατεύθυνση της ακόμα στενότερης αξιοποίησης της Ερευνας για τις ευρωΝΑΤΟικές ανάγκες. Πόσο μάλλον που στο φόντο της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, διακηρυγμένος ΝΑΤΟικός στόχος είναι το 20% των δαπανών να πηγαίνει στην ανάπτυξη «νέων δυνατοτήτων», στρατηγικών όπλων κ.τ.λ., ενώ η κυβέρνηση μόλις τον περασμένο μήνα, στη σχετική Σύνοδο της ΕΕ, επαιρόταν ότι στο πλαίσιο της «Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας» της ΕΕ (PESCO), που αναπτύσσει τις «αυτοτελείς» δολοφονικές ικανότητες της ιμπεριαλιστικής ένωσης, φιγουράρει μεταξύ των τεσσάρων χωρών με τα περισσότερα εγκεκριμένα προγράμματα, έχοντας επισημοποιήσει ήδη από τις αρχές Μάρτη τη συμμετοχή της σε 9 από τα 17 πρώτα «συνεργατικά» σχήματα της ΕΕ. Με ό,τι «φερετζέ» κι αν παρουσιάζονται τα σχέδια αυτά, εργαζόμενοι, ερευνητές και φοιτητές δεν πρέπει να δεχτούν τη μετατροπή τους σε «γρανάζι» της ευρωατλαντικής δολοφονικής μηχανής.