Η AUKUS εντείνει πρωτοβουλίες, ενώ αυξάνεται η αμερικανική στήριξη στην Ταϊβάν
Οι επισκέψεις Αμερικανών αξιωματούχων στην Ταϊβάν (φωτ. Μάρτης 2022) είναι όλο και συχνότερες |
Η απόφαση της Αυστραλίας να εμπλακεί ενεργότερα στην «αντιμετώπιση» της Κίνας επιβεβαιώθηκε άλλωστε με την ένταξή της στην «ενισχυμένη εταιρική σχέση ασφάλειας» (AUKUS) που δημιούργησε το φθινόπωρο με ΗΠΑ και Βρετανία, με πρώτη κίνηση μάλιστα την έναρξη προγράμματος εξοπλισμού της με πυρηνοκίνητα υποβρύχια, ιδιαίτερων προδιαγραφών (μεγάλη ταχύτητα και αυτονομία χωρίς ανεφοδιασμό καυσίμων, μικρότερες ανάγκες ανάδυσης κ.ά.) που «ταιριάζουν γάντι» για επιχειρήσεις και περιπολίες στον ανοιχτό ωκεανό και όλο τον Ινδο-Ειρηνικό.
Πριν από λίγες βδομάδες οι ηγέτες των μελών της AUKUS ανακοίνωσαν και «νέα τριμερή συνεργασία για υπερηχητικά και αντι-υπερηχητικά όπλα και για τις δυνατότητες ηλεκτρονικού πολέμου», καθώς επίσης επέκταση στην «ανταλλαγή πληροφοριών» και εμβάθυνση της συνεργασίας για την «αμυντική καινοτομία». Ενα 24ωρο μετά, η Αυστραλία ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει 2,6 δισ. δολάρια ΗΠΑ (3,5 δισ. δολάρια Αυστραλίας) για να αναβαθμίσει τους πυραύλους της (με συστήματα τύπου JASSM κ.λπ.), με στόχο να αντιμετωπίσει το «ολοένα και πιο δύσκολο περιβάλλον ασφαλείας» στην περιοχή, επικαλούμενη την «επιθετικότητα της Κίνας».
Την ίδια στιγμή, μεγαλώνει η στήριξη που οι ΗΠΑ προσφέρουν στην Ταϊβάν: Στις αρχές του Απρίλη βρέθηκε στο νησί νέα αντιπροσωπεία Αμερικανών αξιωματούχων, που χαρακτήρισε την Ταϊβάν «μια χώρα παγκόσμιας σημασίας, με παγκόσμιες συνέπειες, παγκόσμιο αντίκτυπο», της οποίας η ασφάλεια «έχει επιπτώσεις με παγκόσμιο χαρακτήρα για όσους την θέλουν ασθενή». Επίσης, στις αρχές του μήνα, το αμερικανικό Πεντάγωνο ανακοίνωσε ότι εγκρίθηκε μια «προτεινόμενη πώληση» κι άλλων οπλικών συστημάτων (αντίστοιχη πώληση είχε εγκριθεί και τον Φλεβάρη) στην Ταϊβάν.
Από την πλευρά τους, οι δυνάμεις που σήμερα πλειοψηφούν στη διοίκηση της Ταϊβάν και τάσσονται ανοιχτά υπέρ της αυτονόμησης, έσπευσαν να συμφωνήσουν στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας, τονίζοντας μάλιστα ότι «τώρα είναι η ώρα για τις δημοκρατίες του κόσμου να ενωθούν και η Ταϊβάν δεν μπορεί να είναι απούσα».
Ολα αυτά ενώ η Κίνα αντιδρά σε υψηλούς τόνους, μιλώντας για «σοβαρή υπονόμευση της κυριαρχίας και της ασφάλειάς μας, όπως και των αναπτυξιακών μας συμφερόντων», αλλά και για «σοβαρή επιβάρυνση των σχέσεων ΗΠΑ - Κίνας, αλλά και της ειρήνης και σταθερότητας κατά μήκος των Στενών της Ταϊβάν».
Η Κίνα αναπτύσσει στοχευμένα και τις στρατιωτικές της συμμαχίες (φωτ. αεροπλανοφόρο «Λιαονίνγκ») |
Από την πλευρά της, η Κίνα ισχυρίζεται ότι στόχος της δεν είναι να αποκτήσει στρατιωτική βάση στην περιοχή, ενώ η ίδια η συμφωνία προβλέπει - σύμφωνα με διαρροές σε ΜΜΕ - ότι οι Νήσοι «μπορεί να ζητήσουν από την Κίνα να στείλει οπλισμένη αστυνομία, στρατιωτικό προσωπικό και άλλες δυνάμεις επιβολής της τάξης», όπως και ότι η κινεζική κυβέρνηση αποκτά δικαίωμα «επισκέψεων πλοίων (σ.σ. ελλιμενισμών), ανεφοδιασμών, ενδιάμεσων στάσεων και διελεύσεων στις Νήσους».
Σημειωτέον, η συγκεκριμένη χώρα (που συναποτελούν πάνω από 900 νησιά και έχει περίπου 708.000 κατοίκους) μέχρι το 1978 ήταν βρετανική αποικία. Εξακολουθεί να ανήκει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία, ενώ εξαιτίας της γεωγραφικής τους θέσης (1.700 χιλιόμετρα από τις ανατολικές ακτές της Αυστραλίας, 9.500 χιλιόμετρα από τις νοτιοδυτικές ακτές των ΗΠΑ, 5.500 χιλιόμετρα από την Ιαπωνία, 6.000 χλμ. από την Κίνα), στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε θέατρο κρίσιμων μαχών μεταξύ Συμμάχων και Ιαπώνων.
Υπενθυμίζεται ότι το περασμένο φθινόπωρο, οι διαφωνίες για τις διεθνείς συμμαχίες των Νήσων εκφράστηκαν και με διαδηλώσεις, ταραχές κ.λπ., μετά από καταγγελίες της αντιπολίτευσης ότι η κυβέρνηση Σογκαβάρε ευθυγραμμίζεται πλήρως με το Πεκίνο (π.χ. διέκοψε διπλωματικούς δεσμούς που είχε με την Ταϊβάν).
Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ εντείνουν τις δικές τους προσπάθειες: Η πρόσφατη περιοδεία του υφυπουργού Εξωτερικών, Ντάνιελ Κρίτενμπρικ, φαίνεται ότι επιτάχυνε τα παζάρια για την «ενίσχυση των δεσμών στην ασφάλεια» με την Παπούα - Νέα Γουινέα, όπου στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου πολέμου λειτουργούσε αμερικανική βάση.
Ο Κρίτενμπρικ βρέθηκε και στα νησιά Φίτζι, που τον Φλεβάρη είχε επισκεφτεί και ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Αντονι Μπλίνκεν, μετά από 36 ολόκληρα χρόνια. Τότε άκουσε τον πρωθυπουργό των νησιών, Αγιάζ Σαγέντ Καϊούμ, να μιλά για «μια νέα περίοδο για την Αμερική στα γαλάζια σύνορα του Ειρηνικού» και να τονίζει ότι οι δύο χώρες «επιδιώξαμε να ενισχύσουμε από κοινού το "παιχνίδι" μας, μέσω του Πολεμικού Ναυτικού των χωρών μας, των στρατών και της αστυνομικής δύναμης των Φίτζι, μέσω συνεργασίας ναυτικής επιτήρησης».
Από την πρόσφατη συνάντηση του Βρετανού πρωθυπουργού, Μπόρις Τζόνσον, με τον Ινδό ομόλογό του, Ναρέντα Μόντι, στο Ν. Δελχί |
Οι ΗΠΑ «μαρκάρουν» στενά την Ινδία, όλα τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα και τη συμμετοχή της στην τετραμερή συμμαχία QUAD (μαζί με Ιαπωνία, Αυστραλία και ΗΠΑ). Ωστόσο, η κυβέρνηση Μόντι διατήρησε τους στενούς δεσμούς με τη Ρωσία, σε στρατιωτικό αλλά και επενδυτικό επίπεδο, τους οποίους μάλιστα μετά την εισβολή στην Ουκρανία προσπαθεί να ενισχύσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ινδία όχι απλά θα συνεχίσει να προμηθεύεται ρωσικό αέριο, αλλά ήταν κι από τις πρώτες χώρες που συμφώνησε να πληρώνει σε ρούβλια τη Μόσχα, συμβάλλοντας σε παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων, τις οποίες ούτως ή άλλως δεν έχει υιοθετήσει.
Την ίδια στιγμή, ο Κινέζος ΥΠΕΞ, Γουάνγκ Γι, διαμήνυσε στα τέλη Μάρτη ότι καθώς ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα περίοδο αλλαγών, οι δύο χώρες πρέπει να επιδιώξουν «συνεργασία αμοιβαίου οφέλους», υποστηρίζοντας ότι η χώρα του «δεν ακολουθεί τη λογική της αποκαλούμενης "μονοπολικής Ασίας" (...) και σέβεται τον παραδοσιακό ρόλο της Ινδίας στην περιοχή» και ότι «όλος ο κόσμος θα προσέχει όταν η Κίνα και η Ινδία θα δουλεύουν χέρι χέρι».
Το ίδιο χρονικό διάστημα, στην ινδική πρωτεύουσα βρέθηκε και η υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Βικτόρια Νούλαντ, για να υποστηρίξει μεταξύ άλλων ότι «η ενίσχυση της ευθυγράμμισης Ρωσίας - Κίνας δεν είναι καλή για μας αλλά ούτε και για την Ινδία». Πρόσθεσε δε ότι παλιότερα «οι ΗΠΑ ήταν λιγότερο γενναιόδωρες» απέναντι στην Ινδία, αλλά «τώρα οι εποχές άλλαξαν και ανυπομονούμε να κάνουμε περισσότερα με την Ινδία και στον τομέα της άμυνας».
Η πολεμική ανάφλεξη στην Ανατολική Ευρώπη - που βέβαια αποκτά καθημερινά ευρύτερες διαστάσεις - μπορεί να τραβά την προσοχή μακριά από άλλες περιοχές του πλανήτη, ωστόσο η κατάσταση στον Ινδο-Ειρηνικό επιβεβαιώνει ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί γενικεύονται σε πολλά πεδία.
Η αναμέτρηση ΗΠΑ - Κίνας που δυναμώνει για την πρωτοκαθεδρία στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα επιδρά στις εξελίξεις εκτός αλλά και εντός συνόρων όλο και περισσότερων χωρών της περιοχής, ενώ παλιές και νέες συμμαχίες επανεξετάζονται, με βασικό ζητούμενο - καθόλου τυχαία - την αναβάθμιση στρατιωτικών συνεργασιών και εξοπλισμών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα τα τελευταία χρόνια καταρτίζουν το ένα πίσω από το άλλο ειδική «Στρατηγική για τον Ινδο-Ειρηνικό», όπως έκαναν εκτός από τις ΗΠΑ και (ενιαία) την ΕΕ, η Γερμανία, η Γαλλία κ.τ.λ. Ο «Διάλογος για τον Ινδο-Ειρηνικό» που εγκαινίασαν ΗΠΑ και ΕΕ δείχνει την αυξανόμενη ανησυχία τους για τη γοργά και ολόπλευρα ανερχόμενη Κίνα, αλλά και τη σημασία που αποκτά η διείσδυσή τους στη συγκεκριμένη ζώνη, στην αυλή του «ασιατικού γίγαντα», αλλά και της Ρωσίας, όπου διασταυρώνουν τα ξίφη τους μια σειρά από ισχυρά μονοπώλια (βλέπε τη σημασία της περιοχής για την παραγωγή μικροτσίπ, που δεδομένης και της «στροφής» σε ηλεκτροκίνηση αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία). Αξίζει να σημειωθεί και ότι η αποχώρηση των στρατευμάτων ΗΠΑ - ΝΑΤΟ από το Αφγανιστάν δεν αποτέλεσε παρά το σύνθημα για την αναδιάταξή τους στην ευρύτερη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, με στόχο τη μεγαλύτερη «πίεση» σε Κίνα και Ρωσία.
Σε αυτήν τη βάση οι ΗΠΑ ιεραρχούν και τη σύσφιξη συνεργασιών με χώρες της Κεντρικής Ασίας, που διατηρούν σχέσεις με τη Ρωσία. Ετσι προσπαθεί να αναβαθμίσει το σχήμα «C 5+1», όπου συμμετέχουν οι «5» χώρες της περιοχής (Καζακστάν, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν). Στοχευμένα προσπαθεί να «αναπτυχθεί» εκεί και η Κίνα, η οποία στο όνομα της «στήριξης του Αφγανιστάν» και της «αντιμετώπισης της τρομοκρατίας», πρωτοστάτησε στη δημιουργία νέου σχήματος, με τη συμμετοχή των «6» χωρών που συνορεύουν με το Αφγανιστάν, στις οποίες περιλαμβάνεται και το Ιράν.
Μεταξύ άλλων, ενδεικτικές είναι και οι εξελίξεις στην Κορεατική Χερσόνησο: Η Βόρεια Κορέα πολλαπλασίασε από τις αρχές του 2022 τις βαλλιστικές δοκιμές (μεταξύ άλλων και νέων συστημάτων, μεγάλου βεληνεκούς), ενώ η ηγεσία της χώρας έδωσε οδηγίες στους επιστήμονες «να τελειοποιήσουν ακόμα περισσότερο την πυρηνική πολεμική αποτροπή της χώρας». Η δε Νότια Κορέα πρόσφατα ξεκίνησε νέα γυμνάσια με τις ΗΠΑ, ενώ από τη Σεούλ, όπου είχε πολυήμερες επαφές, ο ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ, Σουνγκ Κιμ, τόνισε ότι οι δύο χώρες θα διατηρήσουν την «ισχυρότερη δυνατή κοινή αποτροπή» απέναντι στις «ενέργειες κλιμάκωσης» της Βόρειας Κορέας.
Η όξυνση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών αλληλεπιδρά και με ενδοαστικές διεργασίες στην περιοχή. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Πακιστάν, όπου πριν από λίγες βδομάδες υπερψηφίστηκε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης του Ιμράν Καν, με τον ίδιο να καταγγέλλει «διεθνή συνωμοσία για την απομάκρυνση μιας κυβέρνησης που είχε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική».
Τα τελευταία χρόνια ο Καν είχε προτάξει την ενίσχυση της συνεργασίας και με την Κίνα, μεταξύ άλλων και μέσα από την ένταξη στη γιγάντια «Belt and Road Initiative» (BRI, κινεζικοί «Δρόμοι του μεταξιού»).
Το «μεταρρυθμιστικό» κόμμα PTI «απομακρύνθηκε» από την εξουσία αφού από τον κυβερνητικό συνασπισμό αποχώρησαν κόμματα όπως το MQM, που μαζί με τα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης, PML-N και PPP, υπέγραψαν από κοινού την πρόταση μομφής. Νέος πρωθυπουργός ανέλαβε ο προερχόμενος από την Πακιστανική Μουσουλμανική Ενωση (PML-N, που για δεκαετίες κυβέρνησε τη χώρα) 70χρονος Σεχμπάζ Σαρίφ, της γνωστής οικογένειας μεγαλοβιομηχάνων (από την οποία προερχόταν και ο Ναουάζ Σαρίφ, για χρόνια πρωθυπουργός της χώρας), που έσπευσε να σημειώσει ότι «η συνεργασία με τις ΗΠΑ ήταν πάντα κρίσιμη για το Πακιστάν». Πάντως, ξεκαθάρισε ότι θέλει να ενισχύσει τους δεσμούς και με Κίνα, Σαουδική Αραβία, Ιράν.
Η κατάσταση στη χώρα παραμένει τεταμένη, το PTI οργανώνει διάφορες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, ενώ αμφίβολο είναι πώς η χώρα θα οδηγηθεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, που κανονικά πρέπει να γίνουν ως το φθινόπωρο.
Τέλος, στη γειτονική Σρι Λάνκα (στην οποία επίσης η Κίνα επιφύλασσε «περίοπτη θέση» για τους «Δρόμους του μεταξιού», κατά πολλούς προσπαθώντας να διασφαλίσει και στρατιωτική βάση), επίσης η κυβέρνηση είναι αντιμέτωπη με καθημερινές διαδηλώσεις. Την Πέμπτη, είχε προκηρυχθεί γενική απεργία με βασικό αίτημα την παραίτηση του πρωθυπουργού Μαχίντα Ρατζαπάκσα, που το τελευταίο δίμηνο έχει επανειλημμένα αποτύχει να σχηματίσει κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με άλλα κόμματα. Σημειωτέον, εδώ και καιρό η χώρα είναι αντιμέτωπη με τεράστιες ελλείψεις σε καύσιμα και άλλα βασική είδη (φάρμακα κ.λπ.), εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των αποθεμάτων συναλλάγματος, ενώ έχουν ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση δανείου από το ΔΝΤ.
Αν κάτι ακόμα καταγράφει πόσο «ανεβαίνει το θερμόμετρο» είναι η ανακοίνωση της Ρωσίας ότι «δεν προτίθεται να συνεχίσει τις συνομιλίες για συνθήκη ειρήνης με την Ιαπωνία», όπως γνωστοποίησε τέλη Μάρτη, επειδή «είναι αδύνατο να συζητηθεί αυτό το θεμελιώδες ντοκουμέντο (...) με ένα κράτος που (...) επιδιώκει να βλάψει τα συμφέροντα της χώρας μας», μετά και από την απόφαση της Ιαπωνίας να συμπαραταχθεί με τις κυρώσεις της Δύσης εναντίον της Μόσχας.
Υπενθυμίζεται ότι οι δύο χώρες δεν έχουν υπογράψει συνθήκη ειρήνης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή τυπικά βρίσκονται ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια, με μοχλό και μια σειρά από επενδυτικά σχέδια στον Βόρειο Ειρηνικό, οι δύο πλευρές είχαν εκφράσει διαθέσεις διευθέτησης διαφορών, μεταξύ άλλων και αυτών για την κυριαρχία στις λεγόμενες Κουρίλες νήσους (για τις οποίες διαφιλονικούν, ενώ η Ιαπωνία τις αποκαλεί Βόρεια Εδάφη).
Επίσης, στις αρχές Απρίλη, η Ρωσία προχώρησε σε στρατιωτικές ασκήσεις στις Κουρίλες νήσους, με 3.500 στρατιωτικούς, μαχητικά τύπου «Su-35», ελικόπτερα «Mi-8», μη επανδρωμένα «Orlan-10» κ.ά.
Την ίδια στιγμή, εξίσου χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ιαπωνία ανοίγει η συζήτηση για το ενδεχόμενο η χώρα να φιλοξενήσει πυρηνικά όπλα, κάτι που υποτίθεται η τραγωδία (1945) σε Χιροσίμα - Ναγκασάκι είχε αποκλείσει. Αν και η σημερινή κυβέρνηση του Φ. Κισίντα επίσημα το διαψεύδει, ο πρώην πρωθυπουργός Σίνζο Αμπε είπε ότι η χώρα «δεν πρέπει να αντιμετωπίζει το θέμα ως ταμπού» και ότι «μπορεί να εξετάσει διάφορες εναλλακτικές», αφού «όταν μιλάμε για την προστασία της ζωής των Ιαπώνων νομίζω ότι πρέπει να διεξαγάγουμε συζητήσεις με πολλές επιλογές».