Το σκηνοθετικό ντουέτο Ρένινγκ και Σάντμπεργκ έστησε μια ζωηρόχρωμη περιπέτεια, αναγνωρισμένης ιστορικής ακρίβειας, δομημένη πάνω σε κλασικά συστατικά, όπως το κομμάτι που ο Χέιερνταλ προσπαθεί να βρει οικονομική στήριξη στο επικείμενο εγχείρημά του και εκείνο της σύνθεσης της παρέας που την αποτελούν ένας μηχανικός, δυο «ήρωες» της νορβηγικής αντίστασης, ο Ερικ, ο μόνος με ναυτική επάρκεια και ένας Σουηδός εθνογράφος ο Μπενγκτ Ντάνιελσον, με την κινηματογραφική μηχανή. Ο Ντάνιελσον υπήρξε ειδήμων ξακουστός της Ωκεανίας, έγραψε μάλιστα ένα δημοφιλές βιβλίο με τίτλο «Viller valleiS? der havet» το οποίο επίσης έγινε ταινία. Οι συντελεστές αυτοί κινούνται στο πλαίσιο που θέτει ο οραματιστής Χέιερνταλ, που θα πληρώσει αυτή του την επιλογή με τη διάλυση της οικογένειάς του.
Το δραματικό στοιχείο είναι έντονο στις σκηνές με τους καρχαρίες, όπως και η αίσθηση ότι ο κυριαρχεί μια πίστη στο εγχείρημα που συγγενεύει μάλλον με φανατισμό παρά με επιστημονική φιλοδοξία. Οταν ο μηχανικός σε μια δύσκολη στιγμή προτείνει να ενισχύσουν με ατσαλένια σκοινιά τη σχεδία, ο καπετάνιος τυφλωμένος από την «πίστη» στην υπόθεση εργασίας πετά τα μοντέρνα σύνεργα στη θάλασσα. Ολα θα γίνουν όπως τότε...
Πάνω στο «Κον Τίκι» ο κύριος διαχωρισμός έχει να κάνει με το ποιος είναι «άνδρας» και ποιος δεν είναι, ένας μπανάλ καταμερισμός σε δειλούς και τολμηρούς. Ο παχουλός μηχανικός σημαδεύεται ως δειλός. Οι άλλοι με τα μυώδη σώματα και το καχύποπτο βλέμμα τον κοιτάνε περίεργα. Η ταινία «ΚΟΝ ΤΙΚΙ» με τις φανταστικές σκηνές στη θάλασσα και τον έναστρο ουρανό, ο «φόρος τιμής» στον Χέιντερνταλ, τον έσχατο των αληθινών εξερευνητών της κλίμακας των Νάνσεν, Κουκ, Κολόμβο ίσως και Μάρκο Πόλο, μειώνει στην ουσία τη σημασία αυτής της αποστολής. Ολο το εγχείρημα εμφανίζεται αίφνης σαν αποτέλεσμα της υπερτροφικής ανάγκης ενός εγωκεντρικού άνδρα για προσοχή και αναγνώριση.
Το «ΚΟΝ ΤΙΚΙ» είναι ταινία στο πνεύμα μιας παράδοσης που βγαίνει κατευθείαν από τα φιλμ εποχής του Χόλιγουντ τύπου «STANLEY AND LIVINGSTONE» (1939) του Χένρι Κινγκ, π.χ. Διαθέτει περιπέτεια με σουσπάνς και στιλ κι είναι ωραίο να την βλέπεις στη σκοτεινή αίθουσα. Η πραγματική σύγκρουση είναι αυτή ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, εκεί σου σφίγγεται το στομάχι. Στον αντίποδα βρίσκεται η σύγκρουση του ιδιοφυή πρωταγωνιστή με τον μη πεπεισμένο περίγυρο. Πρόκειται για τόσο αυτονόητο ήτοι κουραστικό κλισέ στις βιογραφίες, ακολουθούμενο από αυτό της σύγκρουσης ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος...
Ο τολμηρός Νορβηγός εξερευνητής ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν η εποχή εκείνη. Ο Χέιντερνταλ την περίοδο που μεσουρανούσε ήταν κάτι σαν είδωλο, σαν ποπ-σταρ. Τις δεκαετίες του '60 και '70, ο ίδιος και τα μέλη της αποστολής υπήρξαν δημοφιλείς προσωπικότητες και εμφανίζονταν συχνά στα μίντια, ιδίως στην τηλεόραση...
Παίζουν: Πολ Σβέρε Βαλχέιμ Χάγκεν, Αντερς Μπάασμου Κρίστιανσεν, Γκούσταφ Σκάρσγκορντ, κ.ά.
Παραγωγή: Βρετανία, Νορβηγία, Δανία (2012).
Η δεύτερη «INSIDIOUS» ταινία - κακή όσο και ο τίτλος της - είναι ημιτελής κατασκευή, καθόλου τρομακτική ή συναρπαστική, σε σύγκριση με το πρώτο μέρος που άφησε καλύτερες εντυπώσεις. Εδώ υπάρχει πλήθος επαναλήψεων, πλήθος παρακαμπτηρίων και πλήθος φαντασμάτων, με ταυτόχρονη πτώση του αφηγηματικού τέμπο, απέχοντας από το γρήγορο μοντάζ και τα αιματηρά σαλιαρίσματα και δουλεύοντας επιδέξια με ηχητικά εφέ τύπου «μπου!». Ο Γουάν που δεν είναι ατζαμής δείχνει μάλλον αδιαφορία όταν κάνει μια ταινία με τέτοιο έλλειμμα φαντασίας. Το επίθετο που αρμόζει στην ταινία είναι κοντά στο «κοιμήσικο».
Παίζουν: Πάτρικ Γουίλσον, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Ρόουζ Μπερν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Η νέα μέθοδος που διαμόρφωσε και εφάρμοσε ο Μακαρένκο ήταν το «συνεργατικό εργαστήριο» και στην ταινία υπάρχει πλήθος σκηνών με παιδιά να εργάζονται και να δημιουργούν σε αυτό το πλαίσιο. Το «Παιδαγωγικό Ποίημα» δεν είναι απλά ένα ωραίο λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά ένα σπάνιο έργο. Οχι μόνο γιατί η συγγραφή του διήρκεσε δέκα χρόνια, 1925 - 1935, αλλά γιατί αποτύπωνε την τιτάνια μάχη του σοβιετικού λαού, μέσα σε μια δύστροπη πραγματικότητα, να κάνει το ιστορικό άλμα, διαβαίνοντας τη νοητή γραμμή της ανθρώπινης προϊστορίας και των εκμεταλλευτικών συστημάτων. Περισσότερα για το βιβλίο θα μάθετε αύριο από τον σ. Ελισαίο Βαγενά... Να είμαστε όλοι εκεί, αξίζει τον κόπο!
Παίζουν: Β. Εμελιάνοφ, Μ. Κρατσκόφσκαγια, Μ. Ποκοτίλο, κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1955).
Πρεμιέρα επίσης για το «ΣΧΕΔΙΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ» (2013), φιλμ δράσης εξυπακούεται, που ζευγαρώνει για πρώτη φορά, σε ισότιμους πρωταγωνιστικούς ρόλους, τους αειθαλείς (και κάπως ξεχειλωμένους) θρύλους της «αμερικανιάς»: Σιλβέστερ Σταλόνε και Αρνολντ Σβαρτζενέγκερ σε μια ιστορία με μπόλικο -υποθέτουμε, δεδομένου ότι δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή- μπουνίδι, κλωτσίδι, πιστολίδι και όλα τα ευγενή παρεμφερή. Η σκηνοθεσία είναι του Σουηδού Μίκαελ Χόφστρεμ. Πρεμιέρα έχει και η αμερικάνικη αισθηματική κωμωδία του Τζος Ράντνορ «LIBERAL ARTS» (2012) με τους Ζακ Εφρον και Ελίζαμπεθ Ολσεν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, καθώς και το δράμα του Μπένσον Λι «ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ» (2013). Ετσι ονομάζονται οι «Ολυμπιακοί Αγώνες» του breakdancing, ένα ετήσιο τουρνουά που προσελκύει τις καλύτερες ομάδες από όλη την οικουμένη.
Τέλος, σας πληροφορούμε ότι αύριο Παρασκευή (1/11), στις 20.00, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση - παρουσίαση του διάσημου βιβλίου του Αντον Μακαρένκο «Παιδαγωγικό Ποίημα» (εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2010, τόμοι Α΄ και Β΄) στον κινηματογράφο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ» στην ΚΑΛΛΙΘΕΑ, οδός Κρέμου 141, τηλ. 210.9512.604. Ο Ελισαίος Βαγενάς, διδάκτωρ Παιδαγωγικής και Εξελικτικής Φιλοσοφίας και μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ θα παρουσιάσει το βιβλίο. Μετά την παρουσίαση, θα ακολουθήσει σε πρώτη για την Ελλάδα προβολή, η πρεμιέρα της σπάνιας ταινίας των Μ. Μαγιέβσκαγια και Α. Μασλιουκόβ, «ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ - Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΖΩΗ», βασισμένη στο βιβλίο του Μακαρένκο...
Παρεμπιπτόντως, αύριο Παρασκευή αρχίζει και το 54οΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης... Να δούμε...
Εντυπωσιακά στέρεη κατασκευή, με την ομορφιά της να γεννιέται στις στιγμές της ρήξης, «κλειδιά» για την ερμηνευτική διεργασία για το μέλλον της μόνης και δυστυχούς Αντέλ. Τη «ΖΩΗ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ» είτε τη λατρεύεις, είτε τη μισείς. Προσωπικά δε νομίζω ότι η διαδικασία ανάγνωσης του φιλμ αρκείται μόνο σε ψυχαναλυτικά ή φεμινιστικής φιλοσοφίας κριτήρια...
Το σχολείο σαν έννοια στο έργο του Κεσίς συνιστά τη μήτρα, το χώρο όπου τα πάντα αρχίζουν, αλλά και καταφύγιο, στο οποίο θα ξαναγυρίσει αυτό που το ίδιο έδωσε. Η ταινία ξεκινά μέσα στη σχολική τάξη, με το έργο του Πιέρ ντε Μαριβό «Η ζωή της Μαριάν». Ο Μαριβό μάστορας των συναισθημάτων της γαλλικής κοινωνίας του δέκατου όγδοου αιώνα, κατασκοπεύει την καρδιά των «μικρών» ανθρώπων, εκεί που γεννιέται ο έρωτας. Τον έρωτα που ο Κεσίς αποκαλύπτει με κίνηση στο λόγο και φυσικότητα στην έκφραση, που μαγεύει... Με την ανάλυση του προαναφερθέντος μυθιστορήματος ανοίγει η ταινία μια ιστορία έρωτα και κατάρτισης μιας έφηβης, που προσφέρει στην κάμερα, κάθε δυνατή λεπτομέρεια και κάθε δυνατή απόχρωση ενός οδυνηρού και ανεπανάληπτου έρωτα, χωρίς ψυχολογισμούς και με μια σαρκικότητα με απουσία κάθε νοσηρότητας. Η ταινία πράγματι χρειάζεται όλο αυτό το τρίωρο της διάρκειας. Η κάμερα κινείται από έξω προς τα μέσα και η αφήγηση όσο περισσότερο εκτείνεται στο χρόνο (τον αφηγηματικό και τον πραγματικό) τόσο περισσότερο συρρικνώνεται στο χώρο (σε μια τάξη, ένα δωμάτιο, μια κουζίνα) και υποχωρεί σε ρυθμό, μπαίνοντας σε μια παθιασμένη εξερεύνηση της εσωτερικότητας.
Η 17χρονη αισθησιακή Αντέλ (καταπληκτική η ερμηνεία της Αντέλ Εξαρχόπουλος), είναι σοβαρή. Δεν βάφεται, έχει κοντά νύχια, δεν σχολιάζει κουτσομπολίστικα, δεν τρέχει πίσω από τα αγόρια... Της αρέσουν όλα τα μαθήματα και πιστεύει ότι εξαρτάται από τον καθηγητή, το να μυήσει στην αξία του γνωστικού αντικειμένου τους μαθητές. Αγαπημένο της μάθημα η λογοτεχνία. Από τη «Ζωή της Μαριάν» του Μαριβό τη γοήτευσε η έννοια της «προδιαγεγραμμένης» από τη μοίρα συνάντηση των εραστών. Η Αντέλ σταμπάρει τυχαία στο δρόμο το αγέρωχο μπλε κεφάλι της Εμμας. Το βλέμμα της την επιλέγει, ονειρεύεται τον έρωτα μαζί της και ψάχνει να τη βρει σε γκέι στέκια της πόλης.
Η ταινία μιλά για τη συνάντηση δύο κοριτσιών από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Αμφότερες είναι περίεργες να ανακαλύψουν τις άγνωστες πλευρές της άλλης πραγματικότητας. Την πραγματικότητα της Αντέλ - που διαδηλώνει μαχητικά στο κέντρο του Παρισιού για δωρεάν και δημόσια παιδεία μαζί με τα εργατικά συνδικάτα - γόνο μιας αξιοπρεπούς οικογένειας της εργατικής τάξης, μετριοπαθούς και καθόλου χύμα, που συνήθως, τρώει σπαγγέτι μπροστά στην τηλεόραση παρακολουθώντας δημοφιλές καθημερινό κουίζ γνώσεων, πίνει κόκκινο κρασί και επιτρέπει στην κόρη της να μασάει με ανοιχτό στόμα, να γλύφει το μαχαίρι και να ξαναγεμίζει το πιάτο της. Η Αντέλ σε όλο το φιλμ τρώει - προτιμά το κεμπάμπ από τις κρέπες - το «φτηνό» φαγητό υποκατάστατο τόσο των ανικανοποίητων επιθυμιών της νεαρής ηλικίας, κυρίως όμως των φτωχών κοινωνικών στρωμάτων. Η Αντέλ ακόμα κλαίει με το παραμικρό και ηχηρά. Σάλια, μύξες δάκρυα γίνονται ένα, εικόνα ουδόλως «σικ»... Ολα αυτά σε αντίθεση με τη «σικ» μικροαστική οικογένεια της Εμμας, με τη σοφιστικέ μητέρα και τον πατριό, όλο τέχνη και εκθέσεις, όστρακα και λευκό παγωμένο κρασί. Με πλήρη συνείδηση και συγκαταβατικότητα για τις επιλογές της κόρης, τις αντιμετωπίζουν με περηφάνια και πλήρη φυσικότητα! Η οικογένεια της Αντέλ δεν μπορεί να διανοηθεί ζευγάρι εκτός του παραδοσιακού ετερόφυλου σχήματος, ούτε και φαντάζεται τα σεξουαλικά γούστα της κόρης, αλλά ούτε και η τέχνη αποτελεί γι' αυτούς πραγματικό επάγγελμα...
Η Αντέλ, ωστόσο, δεν είναι ομοφυλόφιλη, το βλέμμα της έπεσε τυχαία σε ένα εντυπωσιακό, δυναμικό και δυνατό αγοροκόριτσο με μπλε μαλλιά. Ετυχε να πέσει σε γυναίκα και μαζί της ζει τις ερωτικές της φαντασιώσεις. Κάνει και υπαναχωρήσεις - όπως όλοι οι ερωτευμένοι σε αρχικό στάδιο. Μετατοπίζεται, από τις πολιτικές διαδηλώσεις τη βρίσκουμε στον καρνάβαλο «Pride». Σταδιακά και όσο η σχέση παγιώνεται, η Αντέλ ορθώνει ανάστημα. Επιμένει να της αρέσει το ταπεινό επάγγελμα της νηπιαγωγού, τόσο απρεπές στον κύκλο της Εμμας, με τους εκκολαπτόμενους εικαστικούς (μεταξύ τυρού και αχλαδιού αναλύουν τον Εγκον Σίλε και τον Γκούσταβ Κλιμπτ), συγγραφείς, δημοσιογράφους και γνωστό γκαλερίστα, έτοιμους να πουλήσουν την ψυχή τους οπουδήποτε για την πολυπόθητη κοσμική αναγνωρισιμότητα και όσα αυτή συνεπάγεται. Η Εμμα ετοιμάζεται να ανέβει σμεγάλοε στάτους κοινωνικοοικονομικό, θα κάνει ατομική σε γκαλερί με φήμη... Δεν της επιτρέπεται πλέον να έχει δίπλα της μια ασήμαντη νηπιαγωγό από την εργατική τάξη. Εφτασε η ώρα της επιλογής με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει... Οι κοινωνικές συμβάσεις και η μικροαστική υποκρισία πιέζουν. Η Εμμα βρίσκει δικαιολογία - το αισχρό είναι ότι φροντίζει να βγει και από πάνω - να τελειώνει με την Αντέλ. Ενας χωρισμός που κορυφώνεται στη σκηνή του τέλους, ενώ ο πίνακας που απεικονίζει την Αντέλ μένει κρεμασμένος, το ζωντανό μοντέλο γυρίζει την πλάτη του ανεπιστρεπτί σε έναν κόσμο με τον οποίο δεν έχει τίποτα κοινό. Αναπαράσταση μέσα από μια κίνηση φυγόκεντρη όπου όλα συγχέονται, ο έρωτας και η τέχνη, η αλήθεια και το ομοίωμα...
Οι δυο πρωταγωνίστριες, με ομορφιά φυσική, χωρίς μακιγιάζ, κινούνται άνετα μπροστά στο φακό και ερμηνεύουν τους πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες με παλλόμενο ρεαλισμό. Η εξωτερική τους απλότητα, δείγμα νεανικής αθωότητας, έρχεται σε αντίθεση με τη σαρκικότητα των ερωτικών σκηνών της κρεβατοκάμαρας, που καίτοι πλήρεις λεπτομερειών, χωρίς εκπτώσεις, δε σοκάρουν, ενταγμένες όντως οργανικά στο φιλμικό κείμενο. Κάποιοι όμως αδιαμφισβήτητα θα τις θεωρήσουν ηδονοβλεπτικές... και θα έχουν - και αυτοί - δίκιο...
Παίζουν: Αντέλ Εξαρχόπουλος, Λεά Σεντού, Κατρίν Σαλέ, Ορελιάν Ρεκουάν, κ.α.
Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία (2013).