Σύμφωνα με την Περιφέρεια, στις αυτοψίες που προηγήθηκαν διαπιστώθηκε ότι ο χώρος είναι ακατάλληλος, καθώς:
«Στην είσοδο του Κέντρου διαπιστώθηκε ανεξέλεγκτη διαρροή λυμάτων, τα οποία οδηγούνται στον παρακείμενο χείμαρρο ανεπεξέργαστα και μέρος από αυτά διοχετεύονται και στο δρόμο. Επιπλέον, διαπιστώθηκε διαρροή λυμάτων σε άλλο σημείο του χειμάρρου από σπασμένους αγωγούς αποχωρητηρίων, με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονη δυσοσμία και κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον γενικότερα.
Ο χώρος παρουσιάζει συνθήκες συγχρωτισμού (λόγω μεγάλου αριθμού πληθυσμού προσφύγων - μεταναστών) στους χώρους διαμονής τους (έως 15 άτομα στους οικίσκους και έως 150 σε κάθε σκηνή) με κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών. Επίσης, διαπιστώθηκαν έντονη δυσοσμία και ύπαρξη εντόμων υγειονομικής σημασίας λόγω της αδυναμίας επιμελούς καθαριότητας των χώρων διαμονής.
Υπάρχουν έντονη δυσοσμία στο χώρο των αποχωρητηρίων, στάσιμα ύδατα και πληθώρα εντόμων υγειονομικής σημασίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανθυγιεινής κατάστασης. Ο υπαίθριος χώρος του ανωτέρω Κέντρου παρουσιάζει ρυπαρότητα συνοδευόμενη με πλήθος εντόμων υγειονομικής σημασίας λόγω των απορριμμάτων που υπάρχουν συσσωρευμένα στους κάδους και έξω από αυτούς με αποτέλεσμα έντονη δυσοσμία λόγω σήψης (παρουσία σκουληκιών)».
Οι εργαζόμενοι του Κέντρου, από την πλευρά τους, καταγγέλλουν την αποδυνάμωση του ιατρικού κλιμακίου του ΚΕΕΛΠΝΟ. Μάλιστα, όπως αναφέρουν, «παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του, τα ραντεβού για την ιατρική καταγραφή των εξυπηρετούμενων φτάνουν ήδη στα τέλη Δεκεμβρίου».
Επίσης, σχετικά με το πρόβλημα της αποχέτευσης επισημαίνουν ότι τα «λύματα εξακολουθούν να ξεχειλίζουν στην είσοδο του καμπ. Ετσι, οι φιλοξενούμενοι ζουν πάνω στα λύματα, οι εργαζόμενοι στα γραφεία εισέρχονται στον χώρο εργασίας πατώντας μέσα σε αυτά, οι δε εργαζόμενοι στην είσοδο υπομένουν τη δυσοσμία των λυμάτων καθ' όλη τη διάρκεια της εργασίας τους».