Από τη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών τον περασμένο Απρίλη |
Και από τις συζητήσεις που έχουν προηγηθεί, το βασικό ζήτημα που απασχολεί τις αστικές κυβερνήσεις είναι οι δυσκολίες ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή το γεγονός ότι οι μονοπωλιακοί όμιλοι δεν έχουν ανακτήσει τα ποσοστά κέρδους που θέλουν. Οι δυσκολίες στην καπιταλιστική ανάπτυξη φαίνονται στην πτώση των χρηματιστηριακών δεικτών, στη μείωση της παραγωγής και των τιμών βασικών εμπορευμάτων. Την ίδια ώρα, βεβαίως, δεν σταματάει ο ανταγωνισμός σε πολλά πεδία ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και δράσεων (Μέση Ανατολή, Ουκρανία, Ασία - Ειρηνικός) και ταυτόχρονα η συντονισμένη επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα σε κάθε καπιταλιστική χώρα, για να εξασφαλίζεται η μεγαλύτερη κερδοφορία. Επίσης, την αβεβαιότητα επιτείνει και η απόφαση εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ (Brexit).
Σε αυτή την κατεύθυνση παρενέβησαν χτες με κοινή επιστολή τους ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζ. Κλ. Γιούνκερ και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, που επισημαίνουν και τα βασικά σημεία της ατζέντας των συζητήσεων των ηγετών του G-20, που είναι και πεδία σφοδρού ανταγωνισμού. Ως πρώτο ιεραρχούν τη λεγόμενη προσφυγική κρίση και το πώς θα μοιραστούν οι πρόσφυγες, δηλαδή τα θύματα των επεμβάσεων των ιμπεριαλιστικών κρατών και της καπιταλιστικής βαρβαρότητας που υπερασπίζονται. Αυτό που ενδιαφέρει πέρα από τη μοιρασιά είναι και το πώς γρήγορα αυτοί οι ξεριζωμένοι θα καταστούν εκμεταλλεύσιμο και φτηνό εργατικό δυναμικό.
Προχωρώντας στο «ψητό», οι δύο εκπρόσωποι του ευρωενωσιακού κεφαλαίου κάνουν λόγο για «βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και επενδύσεις», στο όνομα του να δημιουργηθούν ...θέσεις εργασίας και ειδικά νέων και γυναικών. Υπενθυμίζουν το στόχο για επιπλέον παγκόσμια ανάπτυξη 2% έως το 2018 (στόχος της συνόδου των G-20 στην Αυστραλία το 2014 που δεν πιάστηκε). Και, βεβαίως, αυτό έρχεται να δέσει με τη λεγόμενη «ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» και τα «αποτελεσματικά δημόσια οικονομικά» με τη «συνεργασία στην καινοτομία, τη νέα βιομηχανική επανάσταση και την ψηφιακή οικονομία». Πίσω από όλα αυτά βρίσκεται η παραπέρα επίθεση στα δικαιώματα των εργατών, η γενίκευση της μερικής απασχόλησης, της δουλειάς με ελάχιστα ή καθόλου δικαιώματα, το πέρασμα τομέων που εξακολουθούν να είναι στο κράτος στο ιδιωτικό κεφάλαιο (π.χ. Υγεία, Πρόνοια, περικοπές στη δημόσια Παιδεία κ.λπ.) και η χρήση των νέων τεχνολογιών από τους καπιταλιστές για την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων.
Ετσι σημειώνεται ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο για Στρατηγικές Επενδύσεις προωθεί 350 δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδύσεις σε υποδομές, που φυσικά πρωτίστως θα διευκολύνουν τη δράση μονοπωλιακών ομιλών.
Ιδιαίτερα, επίσης, ενδιαφέρει το ζήτημα της φορολογικής πολιτικής και της δήθεν λεγόμενης καταπολέμησης των φορολογικών παραδείσων με αφορμή τα «Εγγραφα του Παναμά», που αποκάλυψαν την ίδια τη φύση του παρασιτικού καπιταλιστικού συστήματος. Τώρα, υποτίθεται, αναζητούνται «διεθνή κριτήρια για να προσδιοριστούν όσοι οργανισμοί δεν είναι συνεργάσιμοι και να δημιουργηθεί μια στέρεη βάση δεδομένων με στόχο την υιοθέτηση ενός ευρύτερου καταλόγου στην ΕΕ έως το 2017». Μάλιστα, η δημιουργία του λεγόμενου Σώματος Ελέγχου Οικονομικών Δραστηριοτήτων (Financial Action Task Force) που προτείνεται, συνδέεται με τη λεγόμενη «χρηματοδότηση της τρομοκρατίας», λες και οι ιμπεριαλιστές δεν ξέρουν τι πηγές έχει το εργαλείο που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Σημαντικό, επίσης, σημείο αποτελεί η λειτουργία του διεθνούς νομισματικού και τραπεζικού συστήματος. Από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους γίνεται έκκληση να καταληχτούν οι τροποποιήσεις που συζητούνται στο πλαίσιο της Βασιλείας 3. Πρόκειται για συμφωνία από την ομώνυμη πόλη της Ελβετίας, που αφορά στους ρυθμιστικούς κανόνες για το χρηματοπιστωτικό σύστημα που καταλήχτηκαν τον Ιούνη του 2010, τροποποιώντας τις προηγούμενες συμφωνίες Βασιλεία 1 και 2. Πρόκειται, δηλαδή, για κανόνες στο νευραλγικό για την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία τομέα, όπου βεβαίως το παζάρι διαρκεί, γιατί η κάθε αστική τάξη διεκδικεί καλύτερη θέση και όρους από τους ανταγωνιστές της. Εως τώρα, η συμφωνία αυτή είναι προαιρετική και μη δεσμευτική. Για παράδειγμα, προβλέπει κοινό πλαίσιο για το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, τη ρευστότητα, το βαθμό αντοχής σε τεστ πίεσης (crash test) επιπέδου οικονομικής κρίσης, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη απορρόφηση ζημιών. Ωστόσο, κάθε ένα από τα σημεία αυτά είναι και πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης.
Επίσης, απασχολεί το θέμα της νομισματικής ισοτιμίας και ιδιαίτερες επικρίσεις δέχεται η Κίνα για «αθέμιτο ανταγωνισμό» με την πολιτική υποτίμησης του γουάν, που κάνει πιο εύκολες τις εξαγωγές και τις ξένες επενδύσεις.
Στο ζήτημα του διεθνούς εμπορίου εκφράζονται ανησυχίες για «φαινόμενα προστατευτισμού» και επίσης την υπερπαραγωγή χάλυβα και άλλων προϊόντων (φωτογραφίζοντας και πάλι την Κίνα) και γίνεται έκκληση να εφαρμοστεί μέσα στη χρονιά η συμφωνία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), όπως και οι κανόνες που πρέπει να μπουν στο ψηφιακό εμπόριο. Ακόμη, γίνεται αναφορά στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και τη συμφωνία που πρέπει να εφαρμοστεί στο όνομα δήθεν της προστασίας του περιβάλλοντος, ζήτημα το οποίο είναι επίσης πεδίο σφοδρών ανταγωνισμών.