ΑΓΚΥΡΑ.--
«Θα επεκτείνουμε τον κύκλο της φιλίας. Ξεκινήσαμε (ήδη) να το κάνουμε, εξομαλύναμε τις σχέσεις μας το Ισραήλ και τη Ρωσία. Ωστόσο, είμαι σίγουρος ότι θα εξομαλύνουμε τις σχέσεις μας (και) με τη Συρία. Το χρειαζόμαστε» σημείωσε χτες ο Τούρκος πρωθυπουργός, Μπιναλί Γιλντιρίμ, σε δηλώσεις του που μεταδόθηκαν τηλεοπτικά, ενώ εξηγούσε τις συνολικότερες προσπάθειες της χώρας να αναπτύξει περαιτέρω τους διπλωματικούς της δεσμούς στην περιοχή.
Την προηγούμενη βδομάδα, ο ίδιος είχε πει σε δημοσιογράφους μετά από συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου: «Από τη Ρωσία μέχρι το Ισραήλ, την Αίγυπτο μέχρι τη Συρία, το Ιράκ μέχρι το Ιράν, τις χώρες της ΕΕ και τις ΗΠΑ, είμαστε αποφασισμένοι να αναπτύξουμε ειρηνικές, φιλικές και πρακτικές σχέσεις με όλους. Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε».
Οι δηλώσεις αυτές βεβαιώνουν ότι η τουρκική πλουτοκρατία εξετάζει όλα τα πιθανά ενδεχόμενα και μοιάζει έτοιμη να εμπλακεί σε όλων των ειδών τα ενδοϊμπεριαλιστικά παζάρια που κλιμακώνονται στην περιοχή. Βέβαια, μένει να διασαφηνιστεί ποιες θα ήταν προϋποθέσεις για πιθανή αποκατάσταση των σχέσεων με τη Συρία, τι ακριβώς αυτή θα συνεπαγόταν, αν αυτή θα απαιτούσε την προηγούμενη απομάκρυνση του Μπασάρ αλ Ασαντ από την ηγεσία της χώρας.
Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα, δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αυταπάτη ως προς την επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης (η οποία συνδέεται άμεσα και με εξελίξεις που αφορούν το δικό μας λαό), αλλά και ως προς τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετούν όλες αυτές οι «αναπροσαρμογές» στην εξωτερική πολιτική της χώρας, η επαναπροσέγγιση με Ρωσία - Ισραήλ. Τέλος, με δεδομένο ότι αυτές οι αντιθέσεις και οι συμβιβασμοί εκφράζουν ιμπεριαλιστικά και μονοπωλιακά συμφέροντα, όχι μόνο τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται σίγουρο και τετελεσμένο, αλλά πρέπει να γίνει και καθαρό ότι προκειμένου να προχωρήσουν μια σειρά επικίνδυνα αντιλαϊκά σχέδια, κανένα από τα αστικά επιτελεία δε θα διστάσει να επανεξετάσει τη συνεργασία του με κάθε «εχθρό» ή «εταίρο», προς πάσα κατεύθυνση.
Στο μεταξύ, χτες ήταν η σειρά του Γερμανού αντικαγκελάριου, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, να αμφισβητήσει την παραμονή Γερμανών στρατιωτών στη βάση του Ιντσιρλίκ (στο πλαίσιο των «αντιτρομοκρατικών» επιχειρήσεων στη Συρία). «Οταν η Βουλή δεν μπορεί να επισκεφτεί το στρατό της, τότε δεν μπορεί ο στρατός να παραμένει εκεί, αυτό είναι σαφές», δήλωσε μιλώντας στην εφημερίδα «Mitelldeutsche Zeitung», επικρίνοντας κι αυτός τα εμπόδια που προβάλλει η Τουρκία σε επισκέψεις μελών της Μπούντεσταγκ.
Την ίδια στιγμή, ο βουλευτής των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Κρίστιαν Φον Στέτεν, δήλωσε ότι θα επισκεφτεί τους Γερμανούς στρατιώτες τον Αύγουστο «ιδιωτικά», στη διάρκεια των διακοπών του, σχολιάζοντας ότι αν δεν εμποδιστεί θα ζητήσει την άμεση αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων.
Από τη δική του μεριά, πάντως, ο επικεφαλής των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, Αντρέ Βούστνερ, ανέφερε ότι «γρήγορες αντιδράσεις είναι λάθος», υποστηρίζοντας ότι μια αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων θα βοηθούσε το «Ισλαμικό Κράτος». Ακόμα, αναφερόμενος στον Τούρκο Πρόεδρο, Ταγίπ Ερντογάν, δήλωσε ότι «έχει σκάψει μόνος του το λάκκο του και πρέπει να δούμε πώς θα βγει από αυτόν χωρίς να πληγεί η εικόνα του».