Το κύριο πρόβλημα της αστικής τάξης και των Αγγλων συμμάχων της δεν ήταν η επούλωση των πληγών και η δικαίωση των αγώνων του λαού, αλλά η διασφάλιση των συμφερόντων τους στη μεταπολεμική Ελλάδα, η αποκατάσταση της εξουσίας τους. Επρεπε να αφοπλιστεί το ένοπλο λαϊκό δημοκρατικό κίνημα, να συντριβεί το ΚΚΕ. Σε συνεργασία με τις στρατιωτικές δυνάμεις της Μ. Βρετανίας σχεδίασαν την πλήρη συντριβή κάθε πνεύματος αντίστασης και λαϊκής δικαίωσης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Το επιχείρησαν το Δεκέμβρη του 1944, με τις ένοπλες δολοφονικές επιθέσεις κατά του λαού της Αθήνας. Συνέχισαν και μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Κατέφυγαν σε ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ ενάντια στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, στα μέλη του ΚΚΕ.
Επέλεξαν το αιματοκύλισμα του λαού. Πάνω από 166 συμμορίες δολοφονούσαν, βίαζαν, τρομοκρατούσαν στην ελληνική ύπαιθρο. Με βάση την αντικομμουνιστική νομοθεσία του Μεταξά, που παρέμεινε σχεδόν άθικτη, το Δεκέμβρη του 1945 ήταν φυλακισμένοι 17.984 αγωνιστές και υπό δίωξη με δικαστικά εντάλματα 48.956. Ενα χρόνο από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, σύμφωνα με στοιχεία του ΕΑΜ, ο απολογισμός ήταν φρικιαστικός: Πάνω από 1.192 δολοφονίες, 6.413 τρομοκρατικές πράξεις, 70.000 συλλήψεις. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Κ. Ρέντης στις 10 Δεκέμβρη 1945 ανακοίνωσε ότι μέχρι τότε είχαν διωχθεί 80.000 ΕΑΜίτες, για υποτιθέμενα κατοχικά αδικήματα, 40.000 απ' αυτούς βρίσκονταν ήδη στις φυλακές ως υπόδικοι ή κατάδικοι και ότι υπήρχαν άλλες 48.000 δικογραφίες αδιεκπεραίωτες. Εως τα μέσα του Αυγούστου του 1946 είχαν εκδοθεί και επιβληθεί 33 θανατικές ποινές και 39 καταδίκες σε ισόβια, ενώ έως τα τέλη του Οκτώβρη είχαν εξοριστεί 3.250 πολίτες.
Στο Πρωτοχρονιάτικο μήνυμά της, το Γενάρη του 1946 η ΚΕ του ΕΑΜ, ανάμεσα σε άλλα, σημείωνε:
«Υστερα από τον τερματισμό του σκληρού και πολυαίμακτου απελευθερωτικού αγώνα και την εκδίωξη των βαρβάρων κατακτητών από το ιερό έδαφος της πατρίδας, ο ελληνικός λαός δικαιολογημένα προσδοκούσε ότι ήλθε η ώρα να ανοικοδομήσει τη χώρα του και να ρυθμίσει τη ζωή του ελεύθερα και σύμφωνα με τους πόθους του (...) η προσδοκία αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί οι αντιδραστικές δυνάμεις καραδοκούσαν να αρπάξουν τον καρπό της λαϊκής νίκης (...) η συμμαχία της ντόπιας και της ξένης αντιδράσεως εξήγειρε δικαιολογημένα το γενναίο και υπερήφανο λαό μας και τον ανάγκασε να αντιτάξει στην ένοπλη ξενική βία την ένοπλη αντίστασή του (...) η ηρωική πάλη του λαού της Αθήνας και του Πειραιά τον Δεκέμβρη θα παραμείνει μνημειώδης στην ιστορία των λαών».
Η συμμορία του Σούρλα με επικεφαλής Αγγλο αξιωματικό |
Κι όμως, τα στοιχεία που η ίδια παρέθετε στο μήνυμά της έδειχναν μια ανεπίστρεπτη πορεία: Ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ο ελληνικός λαός αναγκάστηκε να ξαναρχίσει την πάλη του σκληρότερη ακόμα. Ο απολογισμός των κατορθωμάτων των μεταδεκεμβριανών κυβερνήσεων είναι βαρύτατος. Χίλιοι τουλάχιστον δολοφονημένοι πολίτες. 70.000 φυλακίστηκαν, από τους οποίους 16.000 κρατούνται ακόμη και σήμερα, 65.000 καταδιωκόμενοι με εντάλματα και πάνω από 100.000 κυνηγημένοι από τους τρομοκράτες και τους ληστοσυμμορίτες που ελεύθερα λυμαίνονται την ύπαιθρο. Εξω από αυτά, αναρίθμητα είναι τα κρούσματα των επιθέσεων, των ξυλοδαρμών, των βιασμών γυναικών και παρθένων, των ληστειών, των καταστροφών των τυπογραφικών εγκαταστάσεων των εφημερίδων της Εθνικής Αντιστάσεως και γενικότερα του Δημοκρατικού Τύπου καθώς και των γραφείων των οργανώσεων. Ταυτόχρονα αφήνονταν ασύδοτη η πλουτοκρατική ολιγαρχία και αχαλίνωτη ασκούσε άγρια εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων με σκοπό να αυξήσει τα άνομα κέρδη της».
Την ίδια μέρα γίνεται δολοφονική επίθεση εναντίον του Ζεύγου στην Κόρινθο, ενώ την Κυριακή 20 Γενάρη μισό εκατομμύριο κόσμος κατακλύζει τα πάντα γύρω από τον «Παναθηναϊκό». Ηδη, όμως, από το Σάββατο, οι συμμορίες δολοφονούσαν στην Καλαμάτα. Ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφορεί την Τρίτη 22 Γενάρη με την προτροπή «ο λαός με παλλαϊκή απεργία και ένοπλο αγώνα να τσακίσει κάθε απόπειρα να επεκταθεί το πραξικόπημα και αλλού». Το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ, σε ανακοίνωσή του την ίδια μέρα, εκτιμά ότι «σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου».
Ακολούθησαν οι νόθες εκλογές της 31 Μάρτη και το καλοκαίρι του '46, όπου μέσα σε κλίμα έντασης της κρατικής τρομοκρατίας σε βάρος των ΕΑΜιτών, κομμουνιστών, η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος του Κ. Τσαλδάρη έφερε το περίφημο «Γ' ΨΗΦΙΣΜΑ». Το ψήφισμα αυτό, που η πλήρης ονομασία του ήταν «Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την δημόσιαν τάξιν και την ακεραιότητα του κράτους», κατατέθηκε στη Βουλή στις αρχές Ιούνη του 1946 και ψηφίστηκε στις 18 του ίδιου μήνα, ενώ τρεις μέρες αργότερα συγκροτήθηκαν τα πρώτα 11 στρατοδικεία σε βασικές πόλεις της ελληνικής επικράτειας, μέσω των οποίων άρχισαν να πέφτουν βροχή οι καταδίκες αγωνιστών σε θάνατο.
Δύο προσφυγές, που είχαν κατατεθεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μία Ρωσική από το Γενάρη και μια Ουκρανική τον Αύγουστο και οι οποίες ζητούσαν την καταδίκη των ελληνικών κυβερνήσεων, γι' αυτό το άγριο πογκρόμ και κυρίως να αποχωρήσουν τα αγγλικά στρατεύματα από την Ελλάδα, δεν έγιναν δεκτές. Η επίθεση κλιμακώθηκε. Ενεργοποιήθηκε όλο το αντιδραστικό νομοθετικό οπλοστάσιο και ενισχύθηκε με νέους νόμους, που θωράκιζαν την κρατική ασυδοσία, αυθαιρεσία και τρομοκρατία. Το λαϊκό κίνημα εκείνων των χρόνων βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα: Υποταγή ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση, τις αλυσίδες ή τα όπλα...