Τετάρτη 11 Ιούλη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 26
Θέατρο
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Φεστιβαλικές και αθηναϊκές σκηνές
«Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» στο «Παρκ»

«Ορέστεια» από το Εθνικό Θέατρο
«Ορέστεια» από το Εθνικό Θέατρο
Χαριτωμένο «μάθημα» προς συζύγους, για να «μηχανεύονται» μια νηφάλια, διπλωματικά «επιθετική», πλασματικά «εκδικητική», τελικώς συγχωρητική αντιμετώπιση της συζυγικής απιστίας, ώστε να διασώζεται ο γάμος, συνέγραψαν οι Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος. Το 1955, το συγγραφικό δίδυμο, εκτός από τις «κλασικές» κωμωδίες τους «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» και «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», έγραψαν και τη φαρσοκωμωδία «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά». Θέμα της οι ερωτικές απιστίες ενός αστού και το ευτυχές τέλος του «δράματος» με την «ερωτική αντεκδικητική μηχανή» της συζύγου. Η σύζυγος υποψιαζόμενη τα συχνά ταξίδια του άντρα της «για δουλιές» εκτός Αθήνας, τον προειδοποιεί ότι αν την απατά θα τον απατήσει... ισότιμα. Μια «ατυχία» - ένα μυθοπλαστικό εφεύρημα των κωμωδιογράφων - θα τη διευκολύνει να «εκδικηθεί». Χρησιμοποιώντας έναν άντρα που τη φλερτάρει, εκδράμει μαζί του στην πόλη που θα πήγαινε ο άντρας της «για δουλιές». Τα δυο ζεύγη θα συναντηθούν, ο σύζυγος και η ερωμένη του θα αποκαλυφθούν και η σύζυγος θα παραστήσει μπροστά στο σύζυγο ότι και εκείνη τον απατά. Το «μάθημα» που παίρνει ο σύζυγος βάζει τέλος στις απιστίες του και η αλληλοσυγχώρησή τους σώζει το γάμο τους.

Ο Κώστας Τσιάνος, κατέχοντας το «μέτρο» της ισορροπίας μεταξύ ηθογραφικής κωμωδίας και φάρσας, με τη σκηνοθεσία του «αναβίωσε» το αστικό περιβάλλον και κλίμα της δεκαετίας του '50. Συμπαραστάτες του τα καλαίσθητα ρεαλιστικά σκηνικά της Ρένας Γεωργιάδου και τα αρμόζοντα κοστούμια της Νανάς Σμυρνή. Η εμπλουτισμένη με τραγούδια της εποχής (ενορχήστρωση -διδασκαλία Γιώργος Θεοδοσιάδης) και με ανάλαφρες χορογραφίες σκηνοθεσία προσφέρει μια εύρυθμη, ευφρόσυνη, δροσερή παράσταση, στην οποία ξεχωρίζουν ο Βασίλης Τσιβιλίκας με τις γνωστές κωμικές του ευκολίες, ο Παύλος Ορκόπουλος με την άφθαρτη από κωμικά «καλούπια» λαϊκή αμεσότητά του, ο Οδυσσέας Σταμούλης, η Ιλιάς Λαμπρίδου και ο Γιώργος Χαδίνης, με την πείρα και το χιούμορ τους, η Ζωή Αλπάντη, ο Θανάσης Βισκαδουράκης και η Χαρά Κεφαλά με το σκηνικό «νεύρο» τους. Η Βίκυ Κουλιανού, στον γυναικείο πρωταγωνιστικό ρόλο, ήταν αξιοπρεπής σκηνικά, αντλώντας από τον εαυτό της. Είναι ένα πρώτο βήμα. Απομένουν πολλά για να κριθεί θεατρικά.

«Γκαουντεάμους» από το «Μάλι»

«Γκαουντεάμους» από το «Μάλι»
«Γκαουντεάμους» από το «Μάλι»
Το 1944, κόντρα στον όλεθρο που έσπερναν οι ναζιστικές ορδές στη Σοβιετική Ενωση, υπό τη «φλόγα» του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, κράτος και καλλιτέχνες δημιούργησαν στο Λένινγκραντ ένα υποδειγματικό πρότυπο λαϊκού θεάτρου, το «Μάλι», που θαυματουργούσε, περιόδευε σε όλη την ΕΣΣΔ και απέκτησε διεθνή φήμη. Αυτή τη φήμη αξιοποιεί περιοδεύοντας τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, με την πολυδιαφημιζόμενη παράσταση «Γκαουντεάμους» («Ας χαρούμε»), η οποία παίχτηκε και στο Ηρώδειο, ως «αντιπροσωπευτικότατη», υποτίθεται, της παράδοσής του «Μάλι» και «τολμηρότατη» στην κριτική της για το σοβιετικό στρατιωτικό καθεστώς. Η παράσταση - διασκευή του αφελέστατου, κάτω του μετρίου πεζογραφήματος του Καλέντιν «Τάγματα κατασκευών» απέκτησε φήμη, καθώς «απαγορεύτηκε», λέει, στις αρχές του γκορμπατσοφικού καθεστώτος. Αν, όντως, απαγορεύτηκε από τον Γκορμπατσόφ αυτό το φληνάφημα, ο νοήμων θεατής μόνο να γελάσει μπορεί, ή να σκεφθεί ότι επρόκειτο για μια συμπαιγνία. Και οι σκοποί του Γκορμπατσόφ να μην αποκαλυφθούν ακόμα και να συνεχιστεί η συκοφαντία περί της λογοκρισίας στην ΕΣΣΔ.

Τι «φοβερό» και «απάνθρωπο» ιστορεί η δήθεν καυστική πολιτική «σάτιρα», που διασκεύασε και σκηνοθέτησε ο Λεβ Ντόντιν (διευθυντής του «Μάλι»); Την καθημερινή ζωή των στρατευμένων από όλες τις Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ στο Σοβιετικό Στρατό. Τις σκοπιές, τις αγγαρείες, τις ανοησίες κάποιων καραβανάδων, τις παρέες, τους καυγάδες, τα γλέντια με χορό, πιοτό και έρωτες με γυναίκες της περιοχής κατά την έξοδο των στρατευμένων. Τι λιγότερο γίνεται με όλους τους στρατευμένους σε όλες τις χώρες; Ο αντισοβιετισμός, όμως, τέτοια δεν κοιτά... Από τη μωρολόγα θεματολογικά, φλύαρη, με αλλεπάλληλες επαναλήψεις ανούσιων διαλόγων, παράσταση του Ντόντιν, το μόνο που αξίζει να σημειωθεί είναι οι καλά ασκημένοι υποκριτικά, κινησιολογικά, τραγουδιστικά ηθοποιοί, χάρη στην τεράστια θεατρική παιδεία που οικοδόμησε το σοβιετικό καθεστώς.

«Ορέστεια» από το Εθνικό Θέατρο

«Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» στο «Παρκ»
«Ούτε γάτα, ούτε ζημιά» στο «Παρκ»
Το Εθνικό Θέατρο, είκοσι εννέα χρόνια μετά το ανέβασμα της «Ορέστειας» από τον αλησμόνητο Τάκη Μουζενίδη, αναζητώντας -προς τιμή του - νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις, ανέθεσε τη σκηνοθεσία της αισχυλικής τριλογίας στον απόδημο, φημισμένο στην Ευρώπη, ταλαντούχο σκηνογράφο Γιάννη Κόκκο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια σκηνοθετεί και όπερες. Η ανάθεση συνοδεύτηκε με πολλές προσδοκίες, καθώς ο Γ. Κόκκος, ευφυώς σκεπτόμενος, ζήτησε και είχε για την ερμηνεία των ρόλων μια ομάδα καταξιωμένων, δοκιμασμένων στο αρχαίο δράμα, αλλά και ελπιδοφόρων νέων ηθοποιών. Οι προσδοκίες, φυσικά, δε συνοδεύονται οπωσδήποτε με ανάλογο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα όταν ο σκηνοθέτης για πρώτη φορά καταπιάνεται με το αρχαίο δράμα και μάλιστα με το μέγιστο σωζόμενο «μνημείο» του, την «Ορέστεια». Οταν χωρίς απόλυτη γνώση του μεταφραστικού χώρου και συγκριτολογική μελέτη διαφόρων μεταφράσεων, επιλέγει τη μετάφραση του πρωτοδοκιμαζόμενου στο είδος Δημήτρη Δημητριάδη. Μετάφραση που έχει μερικές στιγμιαίες ποιητικές «λάμψεις», αλλά και πολλές αστοχίες έως και «εκσυγχρονιστικές» ακρότητες. Οταν επιλέγει καλούς μεν, ετερόκλιτης δε θεατρικής «σχολής» ηθοποιούς, αλλά και δε γνωρίζει σε βάθος την ψυχο-ιδιοσυγκρασία, την υποκριτική ιδιοσυστασία, τους ιδιαίτερους «κώδικες» του καθενός. Οταν επαφίεται στο υποκριτικό τάλαντο και ένστικτο του καθενός.

Η παράσταση του Γ. Κόκκου είχε καλές προθέσεις και καλά στοιχεία. Δεν είχε εκσυγχρονιστικές υπερβολές. Είχε, όμως, αδυναμίες και αντιφάσεις. Ενώ αισθητική και ερμηνευτική επιλογή της ήταν ένας λιτός, σύγχρονος, χωρίς υπερβολές ρεαλισμός - και ως προς την εικαστική όψη της παράστασης (πράγμα που επέτυχε το λιτό σκηνικό του Γ. Κόκκου) και ως προς την ερμηνεία του λόγου - ώστε με το λόγο κυρίαρχο και εύληπτο να αναδεικνύεται η διαχρονικότητα και οικουμενικότητα του μύθου - άλλα στοιχεία (ενδυματολογικά και σκηνοθετικά) εκτρέπονταν του ρεαλιστικού μέτρου, χάριν της θεαματικότητας (λ.χ. το αστραφτερό κοστούμι του Απόλλωνα, η σύγχρονα ανδροντυμένη, αλλά και κρατώντας χρυσή ασπίδα... Αθηνά, η υπερβατική ενδυματολογικά Πυθία). Ο σκηνοθέτης απέδειξε την υψηλή εικαστική του αντίληψη δημιουργώντας «πίνακες» - στάσεις του Χορού, αλλά και την πλήρη αδυναμία του ως προς την όρχηση του Χορού. Η έλλειψη χορογραφίας, η ανυπαρξία όρχησης του Χορού, φάνηκε ιδιαίτερα στον «Αγαμέμνονα» και στις «Ευμενίδες», αφήνοντας να πάνε στράφι τα έξοχα, πραγματικά, κοστούμια που σχεδίασε για το Χορό των «Ευμενίδων» η Λιλή Κεντάκα. Ο σκηνοθέτης, ορθώς πράττοντας, ζήτησε από τους ηθοποιούς καθάριο νοηματικά, άμεσο, φυσικό, αληθινό λόγο. Δεν τους καθοδήγησε, όμως, δεν τους κατηύθυνε ως ενιαίο ερμηνευτικό σύνολο, με αποτέλεσμα ο κάθε ηθοποιός να καταθέσει το «έχει» του, διακινδυνεύοντας να είναι ερμηνευτικά ετερόκλιτος, με ήθος και ύφος διαφορετικό από των συμπαικτών του, πράγμα που λίγο ως πολύ συνέβη, με απόλυτη ευθύνη του σκηνοθέτη. Επομένως, υπ' αυτές τις συνθήκες πρέπει να κριθούν οι ηθοποιοί.

Η Λυδία Κονιόρδου απέδειξε περίτρανα ότι είναι μεγάλη ηθοποιός, με υψηλή διάνοια και θηριώδη τεχνική και με σπάνια στις μέρες μας γνώση των ερμηνευτικών προβλημάτων και απαιτήσεων του αρχαίου δράματος. Η Λ. Κονιόρδου δεν άντεξε απλώς τον ογκόλιθο που λέγεται Κλυταιμνήστρα και στις τρεις τραγωδίες της τριλογίας. «Εχτισε» ακέραιο όλο το «μύθο», όλη την πορεία της αυταρχικής βασίλισσας, της διαβολικής μοιχού και συζυγοκτόνου, της άκαρδης και με τα παιδιά της, Κλυταιμνήστρας. Με τα σκηνοθετικά δεδομένα πρόκειται για μοναδικό επίτευγμα. Ο Νικήτας Τσακίρογλου διασώθηκε χάρη στη μεγάλη παιδεία, την πείρα, το υποκριτικό του μέτρο και κύρος, όπως και η Ολγα Τουρνάκη. Η Αμαλία Μουτούση έδωσε μια ακόμη απόδειξη του σπουδαίου υποκριτικού ταλέντου της. Η πιο μοντέρνα ερμηνευτικά, αν και αβοήθητη, έπλασε μια συνταρακτικής αλήθειας πάσχουσα Ηλέκτρα. Μια φοβισμένη αλλά και οργισμένη, μια ψυχολογικά «καιόμενη βάτο». Τρίτη στέρεη, με μέτρο και αμεσότητα ερμηνεία είναι του επίσης ταλαντούχου Κώστα Τριανταφυλλόπουλου. Ο σκεπτόμενος, ανήσυχος, αισθαντικός, ελπιδοφόρος νέος ηθοποιός Νίκος Κουρής, αν και πρωτοδοκιμαζόμενος στο αρχαίο δράμα και ολοφάνερα αβοήθητος από το σκηνοθέτη, έκανε μια ελπιδοφόρα αρχή στο είδος. Λιτά, με εσωτερικότητα, χωρίς εντυπωσιοθηρικούς μελοδραματισμούς πάλεψε και άντεξε το ερμηνευτικό βάρος του Ορέστη. Αβοήθητοι έξαλλου προσπάθησαν για το καλύτερο δυνατόν και οι άλλοι ηθοποιοί: Ολια Λαζαρίδου, Χρήστος Στέργιογλου, Θέμις Πάνου, Μαρία Ναυπλιώτου, Αριστοτέλης Αποσκίτης, Οδέττη Ιωάννου, καθώς και τα μέλη των δύο Χορών.


ΘΥΜΕΛΗ


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ