Σάββατο 12 Σεπτέμβρη 2015
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 13
ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΤΕΤΡΑΣΕΛΙΔΟ)
ΔΙΕΘΝΕΙΣ «ΒΕΛΤΙΣΤΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ» ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Οδηγοί τσακίσματος των εργατικών κατακτήσεων και αναγκών

Είναι χαρακτηριστικές οι συστάσεις της πρόσφατης Συνόδου των υπουργών Εργασίας των G-20

Από την πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εργασίας των G-20 στην Αγκυρα της Τουρκίας
Από την πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εργασίας των G-20 στην Αγκυρα της Τουρκίας
Εκπρόσωποι επιχειρηματικών οργανώσεων (βλ. ΣΕΒ) και όλων των κομμάτων που επιμένουν με θράσος να λένε στο λαό ότι θα λύσει τα δικά του προβλήματα όταν λυθούν τα προβλήματα του κεφαλαίου, κλείνουν σε όλες τις πτώσεις τις λεγόμενες «βέλτιστες πρακτικές» που ακολουθούνται στην αγορά εργασίας, σε ΕΕ αλλά και ευρύτερα στον πλανήτη. Επιχείρημά τους είναι ότι αν η επόμενη κυβέρνηση εντοπίσει και εφαρμόσει τέτοιες πετυχημένες συνταγές (βλ. γνωστές και ως «success story») άλλων χωρών ή διακρατικών ενώσεων, τότε θα βελτιωθούν οι συνθήκες δουλειάς και ζωής των λαϊκών στρωμάτων.

Η αλήθεια, όμως, είναι ακριβώς αντίθετη: οι «βέλτιστες πρακτικές» των καπιταλιστών και των συμμάχων τους δεν είναι παρά οδηγοί συντριβής των όποιων εργατικών - λαϊκών κατακτήσεων έχουν απομείνει όρθιες, καλύτερα οργανωμένης προσαρμογής του εργασιακού περιβάλλοντος στις σύγχρονες ανάγκες των μονοπωλίων, διαμόρφωσης πιο καλομελετημένων εργαλείων ενσωμάτωσης του κινήματος.

Ενα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων «βέλτιστων πρακτικών» είναι αυτές που συστήνουν οι 20 ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου, γνωστές και ως «Ομάδα των 20» (G-20). Στις 3 και 4 Σεπτέμβρη, συναντήθηκαν στην Αγκυρα της Τουρκίας (η οποία εκτελεί χρέη προέδρου των G-20) οι υπουργοί Εργασίας των G-20, που ενέκριναν «Διακήρυξη» η οποία θα υποβληθεί και στη Σύνοδο Κορυφής, τον επόμενο Νοέμβρη.

Η «Διακήρυξη» έχει τον τίτλο: «Δημιουργώντας ποιοτικές εργασίες για όλους, επενδύοντας στις δεξιότητες και μειώνοντας τις ανισότητες για να προωθήσουμε ανάπτυξη ρωμαλέα και χωρίς αποκλεισμούς» και από την αρχή ως το τέλος της καταγράφει την αγωνία των μονοπωλίων να εντάξουν περισσότερη ζωντανή εργασία, περισσότερους ανθρώπους των οποίων την εργατική δύναμη θα εκμεταλλεύονται αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσής τους, για να τσεπώνουν ολοένα και μεγαλύτερα κέρδη από την υπεραξία στην παραγωγή, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα στη διαδικασία της συγκέντρωσης και της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.

Θέλουν άφθονα «διαθέσιμα» εργατικά χέρια

Στο κείμενο σημειώνεται ότι «η παγκόσμια ανάπτυξη ήταν μέτρια και ανώμαλη από την τελευταία μας συνάντηση πέρυσι. Η παγκόσμια ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ η συμμετοχή της εργατικής δύναμης (στην αγορά εργασίας) και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας παραμένουν σχετικά χαμηλές. Οι προσπάθειές μας για δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας για όλους, συμπεριλαμβανομένων των πιο ευάλωτων (τμημάτων) των κοινωνιών μας, είναι ουσιαστικές για να πετύχουμε ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη, με επίκεντρο ειδικά στην ένταξη και τα βελτιωμένα επίπεδα διαβίωσης».

Οι υπουργοί Εργασίας λένε ανοικτά πως είναι ζωτικό ζήτημα για τα μονοπώλια το να βρεθούν τρόποι απορρόφησης των εκατομμυρίων εργατικών χεριών που μένουν εκτός αγοράς εργασίας. Λένε, δηλαδή, ότι πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε η τιμή της εργατικής δύναμης να «προσαρμοστεί» ακόμα καλύτερα στις σύγχρονες και εκάστοτε ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου (μείωσή της γιατί αυξάνει το ποσοστό κέρδους τους), ώστε να γίνει δυνατή η απορρόφηση εργαζομένων προς όφελος φυσικά των μεγαλοεργοδοτών, με την απαραίτητη «αναμόρφωση» των συνθηκών και δικαιωμάτων εργασίας (τσάκισμά τους ώστε να είναι έρμαια στις διαθέσεις τους), με στόχο τη «βιώσιμη» και «ισορροπημένη ανάπτυξη» των μονοπωλίων. Αλλά και με ζητούμενο την αντιμετώπιση φαινομένων όπως η ακραία εξαθλίωση (δηλαδή, μόνο να διαχειριστούν την ακραία φτώχεια θέλουν και να διαφυλάξουν την «κοινωνική συνοχή») που απειλεί τις στρατιές των ανέργων και γεννά κινδύνους όξυνσης της διεκδικητικής πάλης, αφού οξύνονται οι ταξικές ανισότητες.

Βεβαίως, οι αναζητήσεις των καπιταλιστών γίνονται στο έδαφος των αξεπέραστων αντιφάσεων του καπιταλισμού, γι' αυτό και ζορίζονται. Θέλουν περισσότερη ζωντανή εργασία, αλλά ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός τούς ωθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Που σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου. Αυτό τους ωθεί σε επενδύσεις των ανάλογων μέσων παραγωγής, που μπορούν να παράγουν πολλαπλάσια με τους ίδιους εργαζόμενους ή και λιγότερους. Ετσι, όμως, αυξάνεται η ανεργία. Θα ήθελαν ακόμη να αυξάνουν και τη χρήση ζωντανής εργασίας και την παραγωγικότητά της, αλλά αυτό φέρνει γρηγορότερα πτώση του ποσοστού κέρδους, μείωση της ανταγωνιστικότητας και οικονομική κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης. Θέλουν ολοένα και πιο μικρούς μισθούς ή αύξηση των θέσεων εργασίας με μειωμένα ωράρια, άρα και μειωμένους μισθούς σαν αυτούς των 200 ευρώ στην Ελλάδα, αλλά μειώνονται ταυτόχρονα η ζήτηση εμπορευμάτων και υπηρεσιών, άρα μειώνονται τζίροι και κέρδη. Δεν μπορούν να ξεφύγουν απ' αυτές τις αντιφάσεις, από την κρίση και θα βασανίζουν συνεχώς τους εργαζόμενους. Ας δούμε ορισμένα από τα αντεργατικά μέτρα τους.

Να δουλεύουν πολλοί για να πλουτίζουν λίγοι

Για να διασφαλιστεί η «ισχυρή ανάπτυξη», πρέπει να δημιουργηθούν «καλύτερες» και «περισσότερες θέσεις εργασίας για όλους», με εργαλεία όπως αυτά που καταγράφει η «Διακήρυξη», συμπεριλαμβανομένων:

  • «Της βελτίωσης των μηχανισμών διαμόρφωσης μισθών», προσαρμογής δηλαδή των εργατικών αμοιβών στις «αντοχές» της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ανταγωνιστικότητας. Τέτοιοι μηχανισμοί είναι για παράδειγμα αυτός που ήδη έχει νομοθετηθεί και στη χώρα μας, ώστε ο κατώτερος μισθός να διαμορφώνεται ανάλογα με την πορεία ανάπτυξης της οικονομίας, χωρίς καμιά διασφάλιση και παραγνωρίζοντας εντελώς τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, αντικαθιστώντας την αγωνιστική και συλλογική διεκδίκηση των εργατών με μια εξατομικευμένη ή κατά περίπτωση περιστασιακή «συμφωνία».
  • «Των ινστιτούτων για τον κοινωνικό διάλογο», εργαλείων δηλαδή που επιδιώκουν να καθηλώσουν τους εργάτες και τις οργανώσεις τους σε τραπέζια όπου θα παζαρεύουν με τα αφεντικά τους τι θα χάσουν και πόσο γρήγορα, να εντρυφούν στο πώς θα δέχονται τις μονοπωλιακές απαιτήσεις, εκλαμβάνοντάς τες μάλιστα ως θέσφατες και νομοτελειακές.
  • Ως τέτοιο εργαλείο εντοπίζεται και η «διεθνής εργατική κινητικότητα», που υποστηρίζεται ότι «μπορεί επίσης να συμβάλει στην αντιμετώπιση των σημερινών και μελλοντικών ανισορροπιών (στην κατανομή) εργατικής δύναμης και αναγκών σε δεξιότητες». Ζητούμενο, δηλαδή, είναι η ακόμα καλύτερη διασφάλιση της ελεύθερης κίνησης εργαζομένων, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν ανά πάσα στιγμή να διαθέτουν όσα και όποιας ειδικότητας εργατικά χέρια χρειάζονται, να εξασφαλίζουν εργάτες - «λάστιχο» που θα ξενιτεύονται σε άλλη πόλη ή και χώρα διαρκώς ως ανακυκλούμενη εργατική δύναμη, θα εναλλάσσονται διαρκώς σε κακοπληρωμένες και χωρίς δικαιώματα θέσεις εργασίας, με πρόσθετες δυσκολίες έτσι και στην κατοχύρωση δικαιωμάτων και στη σύνδεσή τους με τον κλάδο και τα σωματεία.
  • Επιπλέον, οι G-20 δεν παραλείπουν να σταθούν στην ανάγκη «ενίσχυσης της σύνδεσης εκπαίδευσης και εργασίας», δεδομένου του ότι και η ραγδαία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτεί όλο και περισσότερα ειδικευμένα χέρια. Η σύνδεση αυτή, όμως, αφορά μόνο την «ανάπτυξη δεξιοτήτων», προγράμματα «ποιοτικής μαθητείας», «την καθοδήγηση καριέρας», τις συμβουλευτικές και «δια βίου μαθησιακές ευκαιρίες», δηλαδή την παροχή ξερών πληροφοριών με ημερομηνία λήξης, τον εξοπλισμό των αυριανών εργαζομένων όχι με ολοκληρωμένη μόρφωση και κριτική σκέψη αλλά με εκείνα τα εφόδια που θα τους ετοιμάζουν να χρησιμεύσουν ως φτηνά ανταλλακτικά στις σημερινές μηχανές των εκμεταλλευτών τους. Καθόλου τυχαία, επισημαίνεται η ανάγκη βελτίωσης της «απασχολησιμότητας» (αφού η «εργασία» ακόμα και ως όρος εξαφανίζεται πλέον), της διασφάλισης δηλαδή εργατικού δυναμικού σε διαρκή ετοιμότητα να καταρτίζεται και επανακαταρτίζεται, να απολύεται και να επαναπροσλαμβάνεται, να απασχολείται «ευέλικτα» και να συμβιβάζεται με τις συνθήκες δουλειάς που προσφέρει ο εκάστοτε εργοδότης.

Μεταξύ άλλων, οι G-20 εντοπίζουν και την ανάγκη να καταπολεμηθεί η «αδήλωτη εργασία» όπως και η φοροδιαφυγή, καθώς τέτοια φαινόμενα ευνοούν το λεγόμενο «αθέμιτο ανταγωνισμό», ευνοούν δηλαδή ανταγωνιστές κολοσσών που έχουν και «καλό όνομα» και όλες τις προδιαγραφές να συγκεντρώσουν στα χέρια τους μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου. Οι ίδιοι, βέβαια, που διαμαρτύρονται γι' αυτά, ζητούν «αναπτυξιακά» και φορολογικά «κίνητρα», απαιτούν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, ξέρουν ότι ο νόμος του αστικού κράτους είναι με το μέρος τους και θέλουν αυτό που είναι φυσικό να συμβεί: η αστική νομοθεσία να ευθυγραμμίζεται με τις σύγχρονες ανάγκες των καπιταλιστών που κάνουν κουμάντο στην οικονομία και έχουν στα χέρια τους την εξουσία.


Κορυφή σελίδας
Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ