Είναι χαρακτηριστικές οι συστάσεις της πρόσφατης Συνόδου των υπουργών Εργασίας των G-20
Από την πρόσφατη συνάντηση των υπουργών Εργασίας των G-20 στην Αγκυρα της Τουρκίας |
Η αλήθεια, όμως, είναι ακριβώς αντίθετη: οι «βέλτιστες πρακτικές» των καπιταλιστών και των συμμάχων τους δεν είναι παρά οδηγοί συντριβής των όποιων εργατικών - λαϊκών κατακτήσεων έχουν απομείνει όρθιες, καλύτερα οργανωμένης προσαρμογής του εργασιακού περιβάλλοντος στις σύγχρονες ανάγκες των μονοπωλίων, διαμόρφωσης πιο καλομελετημένων εργαλείων ενσωμάτωσης του κινήματος.
Ενα πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων «βέλτιστων πρακτικών» είναι αυτές που συστήνουν οι 20 ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες του κόσμου, γνωστές και ως «Ομάδα των 20» (G-20). Στις 3 και 4 Σεπτέμβρη, συναντήθηκαν στην Αγκυρα της Τουρκίας (η οποία εκτελεί χρέη προέδρου των G-20) οι υπουργοί Εργασίας των G-20, που ενέκριναν «Διακήρυξη» η οποία θα υποβληθεί και στη Σύνοδο Κορυφής, τον επόμενο Νοέμβρη.
Η «Διακήρυξη» έχει τον τίτλο: «Δημιουργώντας ποιοτικές εργασίες για όλους, επενδύοντας στις δεξιότητες και μειώνοντας τις ανισότητες για να προωθήσουμε ανάπτυξη ρωμαλέα και χωρίς αποκλεισμούς» και από την αρχή ως το τέλος της καταγράφει την αγωνία των μονοπωλίων να εντάξουν περισσότερη ζωντανή εργασία, περισσότερους ανθρώπους των οποίων την εργατική δύναμη θα εκμεταλλεύονται αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσής τους, για να τσεπώνουν ολοένα και μεγαλύτερα κέρδη από την υπεραξία στην παραγωγή, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα στη διαδικασία της συγκέντρωσης και της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Στο κείμενο σημειώνεται ότι «η παγκόσμια ανάπτυξη ήταν μέτρια και ανώμαλη από την τελευταία μας συνάντηση πέρυσι. Η παγκόσμια ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται, ενώ η συμμετοχή της εργατικής δύναμης (στην αγορά εργασίας) και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας παραμένουν σχετικά χαμηλές. Οι προσπάθειές μας για δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας για όλους, συμπεριλαμβανομένων των πιο ευάλωτων (τμημάτων) των κοινωνιών μας, είναι ουσιαστικές για να πετύχουμε ισχυρή, βιώσιμη και ισορροπημένη ανάπτυξη, με επίκεντρο ειδικά στην ένταξη και τα βελτιωμένα επίπεδα διαβίωσης».
Οι υπουργοί Εργασίας λένε ανοικτά πως είναι ζωτικό ζήτημα για τα μονοπώλια το να βρεθούν τρόποι απορρόφησης των εκατομμυρίων εργατικών χεριών που μένουν εκτός αγοράς εργασίας. Λένε, δηλαδή, ότι πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε η τιμή της εργατικής δύναμης να «προσαρμοστεί» ακόμα καλύτερα στις σύγχρονες και εκάστοτε ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου (μείωσή της γιατί αυξάνει το ποσοστό κέρδους τους), ώστε να γίνει δυνατή η απορρόφηση εργαζομένων προς όφελος φυσικά των μεγαλοεργοδοτών, με την απαραίτητη «αναμόρφωση» των συνθηκών και δικαιωμάτων εργασίας (τσάκισμά τους ώστε να είναι έρμαια στις διαθέσεις τους), με στόχο τη «βιώσιμη» και «ισορροπημένη ανάπτυξη» των μονοπωλίων. Αλλά και με ζητούμενο την αντιμετώπιση φαινομένων όπως η ακραία εξαθλίωση (δηλαδή, μόνο να διαχειριστούν την ακραία φτώχεια θέλουν και να διαφυλάξουν την «κοινωνική συνοχή») που απειλεί τις στρατιές των ανέργων και γεννά κινδύνους όξυνσης της διεκδικητικής πάλης, αφού οξύνονται οι ταξικές ανισότητες.
Βεβαίως, οι αναζητήσεις των καπιταλιστών γίνονται στο έδαφος των αξεπέραστων αντιφάσεων του καπιταλισμού, γι' αυτό και ζορίζονται. Θέλουν περισσότερη ζωντανή εργασία, αλλά ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός τούς ωθεί στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Που σημαίνει παραγωγή περισσότερων εμπορευμάτων στη μονάδα του χρόνου. Αυτό τους ωθεί σε επενδύσεις των ανάλογων μέσων παραγωγής, που μπορούν να παράγουν πολλαπλάσια με τους ίδιους εργαζόμενους ή και λιγότερους. Ετσι, όμως, αυξάνεται η ανεργία. Θα ήθελαν ακόμη να αυξάνουν και τη χρήση ζωντανής εργασίας και την παραγωγικότητά της, αλλά αυτό φέρνει γρηγορότερα πτώση του ποσοστού κέρδους, μείωση της ανταγωνιστικότητας και οικονομική κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης. Θέλουν ολοένα και πιο μικρούς μισθούς ή αύξηση των θέσεων εργασίας με μειωμένα ωράρια, άρα και μειωμένους μισθούς σαν αυτούς των 200 ευρώ στην Ελλάδα, αλλά μειώνονται ταυτόχρονα η ζήτηση εμπορευμάτων και υπηρεσιών, άρα μειώνονται τζίροι και κέρδη. Δεν μπορούν να ξεφύγουν απ' αυτές τις αντιφάσεις, από την κρίση και θα βασανίζουν συνεχώς τους εργαζόμενους. Ας δούμε ορισμένα από τα αντεργατικά μέτρα τους.
Για να διασφαλιστεί η «ισχυρή ανάπτυξη», πρέπει να δημιουργηθούν «καλύτερες» και «περισσότερες θέσεις εργασίας για όλους», με εργαλεία όπως αυτά που καταγράφει η «Διακήρυξη», συμπεριλαμβανομένων:
Μεταξύ άλλων, οι G-20 εντοπίζουν και την ανάγκη να καταπολεμηθεί η «αδήλωτη εργασία» όπως και η φοροδιαφυγή, καθώς τέτοια φαινόμενα ευνοούν το λεγόμενο «αθέμιτο ανταγωνισμό», ευνοούν δηλαδή ανταγωνιστές κολοσσών που έχουν και «καλό όνομα» και όλες τις προδιαγραφές να συγκεντρώσουν στα χέρια τους μεγαλύτερο μερίδιο του πλούτου. Οι ίδιοι, βέβαια, που διαμαρτύρονται γι' αυτά, ζητούν «αναπτυξιακά» και φορολογικά «κίνητρα», απαιτούν μεγαλύτερη ευελιξία στην αγορά εργασίας, ξέρουν ότι ο νόμος του αστικού κράτους είναι με το μέρος τους και θέλουν αυτό που είναι φυσικό να συμβεί: η αστική νομοθεσία να ευθυγραμμίζεται με τις σύγχρονες ανάγκες των καπιταλιστών που κάνουν κουμάντο στην οικονομία και έχουν στα χέρια τους την εξουσία.