Την εκρηκτική διάσταση της εξάπλωσης των ναρκωτικών σε όλο και πιο μικρές ηλικίες ήρθαν να επιβεβαιώσουν και χτες τα στοιχεία που έδωσαν στη δημοσιότητα οι θεραπευτικές κοινότητες «Πλεύση» και «Στροφή», στις οποίες απευθύνονται έφηβοι, δηλαδή μέχρι 20 χρονών.
Ετσι λοιπόν η έναρξη χρήσης των ουσιών αρχίζει από ηλικίες μικρότερες και από 12 χρόνια, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των νέων που έχουν την πρώτη επαφή με τα ναρκωτικά είναι τα 14 έτη.
Η έναρξη, δηλαδή, της χρήσης γίνεται 2 χρόνια νωρίτερα απ' ό,τι παλαιότερα και το πέρασμα στην ηρωίνη μειώνεται από τα 4 χρόνια στα δύο.
Ενα ακόμα στοιχείο είναι η αύξηση, τα τελευταία χρόνια, της κοκαΐνης, που αποδεικνύει ότι η εμφάνιση της ουσίας στη χώρα μας είναι αυξανόμενη. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση των πτητικών (κόλλες, διαλύτες, βενζίνη) ως ουσία έναρξης χρήσης για τα δύο φύλα.
Η μελέτη επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά το ρόλο της κάνναβης ως πρώτης ουσίας εμπλοκής με τη χρήση παράνομων ουσιών.
Ο Γιώργος Καλαρίτης, υπεύθυνος των Δικτύων «Στροφή» και «Πλεύση», παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης και αναφερόμενος στα αυξημένα ποσοστά των καπνιστών, αλλά και της χρήσης αλκοόλ στους εφήβους, τόνισε: «Το παράδειγμα αυτών των δύο, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα και την εύκολη πρόσβαση σε αυτά, θα πρέπει να μας προβληματίζει και όσον αφορά τις προτάσεις για νομιμοποίηση της κάνναβης, που σίγουρα θα αυξήσει ραγδαία τη χρήση και κατάχρησή της. Οι προσπάθειες αποποινικοποίησης και νομιμοποίησης της χρήσης, πιστεύουμε ότι δε συντελούν στον περιορισμό της χρήσης της κάνναβης, αντιθέτως την προωθούν».
Την αντίθεσή της στην πρόταση για ελεγχόμενη χορήγηση ναρκωτικών εξέφρασε και η
Μαριέττα Γιαννάκου - Κουτσίκου, εθνική συντονίστρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τα Ναρκωτικά και βουλευτής της ΝΔ, που παραβρέθηκε στη συνέντευξη. «Δεν είναι δυνατό να αγνοούμε τις ιατρικές προτάσεις του θέματος και επειδή δεν μπορούμε να αντιπαλέψουμε το πρόγραμμα, να προτείνουμε συνταγογραφημένες ουσίες, ουσίες στο συρτάρι για τον άρρωστο. Η πολιτική αυτή δεν είναι σωστή. Είμαστε υποχρεωμένοι να επενδύσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό, στον ανθρώπινο παράγοντα και όχι να επιλέξουμε λύσεις οι οποίες θα είναι ανάλγητες για το κοινωνικό σύνολο».
Συνοπτικά, ορισμένα από τα αποτελέσματα της έρευνας των χαρακτηριστικών των εφήβων που προσήλθαν το 2000, αλλά και από την πρώτη ανάλυση της διαχρονικής μελέτης 1996-2000 είναι τα εξής:
- Ενας στους τέσσερις εφήβους ήταν κορίτσι.
- Ο μέσος όρος ηλικίας προσέλευσης στα δύο Δίκτυα ήταν τα 17,9 έτη για τα αγόρια και τα 17,7 έτη για τα κορίτσια.
- Οι 96 στους 100 είχαν ελληνική υπηκοότητα. Αν και τα ποσοστά αλλοδαπών παραμένουν χαμηλά, υπάρχει έντονη αυξητική τάση, ιδίως όσον αφορά τα κορίτσια.
- Το 92% ζούσε με τους γονείς του, ενώ ένας στους 10 διέμενε με άλλον χρήστη που στην πλειοψηφία ήταν αδελφός/ή του,
- Ο ένας στα τέσσερις αγόρια και ένα στα τρία κορίτσια είχε χωρισμένους γονείς.
- Οι 9 στους 10 είχαν εργαζόμενο πατέρα και παραπάνω από 6 στους 10 εργαζόμενη μητέρα.
- Το εισόδημα των περισσοτέρων από 7 στις 10 οικογένειες ήταν χαμηλότερο ή ίσο των 500.000 δραχμών/μηνιαίως και μια στις τρεις οικογένειες είχε μηνιαίο εισόδημα μέχρι 300.000 δραχμές.
- Το 82,3% των αγοριών και το 87,5% των κοριτσιών προσέγγισαν τη «Στροφή» και την «Πλεύση» για πρώτη φορά.
- Τα 3 στα 10 κορίτσια και 2 στα 10 αγόρια είχαν προηγούμενη εμπειρία θεραπείας.
- Παραπάνω από τους μισούς παραπέμφθηκαν στα Δίκτυα από την οικογένειά τους, ενώ αυξάνονται τα ποσοστά όσων παραπέμπονται από το Δικαστήριο.
- Παραπάνω από τους μισούς είχαν διακόψει το σχολείο, μέση ηλικία εγκατάλειψης είναι τα 15,8 έτη για όλα τα χρόνια. Το 11% των αγοριών και το 8% των κοριτσιών είχαν ως ανώτερο επίπεδο ολοκληρωμένης εκπαίδευσης το Δημοτικό.
- Σχεδόν το 39% δεν είχε καμία εργασιακή απασχόληση και ένας στους 4 δεν έχει εργαστεί ποτέ.