Προχωρά χωρίς καθυστέρηση τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου
Το «Μανιφέστο» (στο οποίο διατυπώνονται μεταξύ άλλων και οι παραπάνω στόχοι), που το κόμμα «Μπαρατίγια Τζανάτα» παρουσίασε πριν τις πρόσφατες γενικές εκλογές στην Ινδία, εξηγεί τα πανηγύρια με τα οποία υποδέχτηκαν οι επιχειρηματικοί κύκλοι την εκλογή του Ναρέντρα Μόντι στην πρωθυπουργία.
Ηδη, την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκαν μια σειρά μέτρα προς άμεση προώθηση, μεταξύ των οποίων: Ενθάρρυνση συνολικά των επενδύσεων, ειδικά των ξένων και ειδικά σε τομείς όπως η γεωργία, η Ενέργεια, η μεταποίηση και οι κατασκευές.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση υπόσχεται καταπολέμηση της φτώχειας, του αναλφαβητισμού, ευρεία επέκταση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, ραγδαία ανάπτυξη των υποδομών. Υποσχέσεις που θα ήταν βιαστικό να χαρακτηρίσει κανείς «λόγια του αέρα».
Για παράδειγμα, το (σε πολλά σημεία) απαρχαιωμένο δίκτυο μεταφορών είναι ανασταλτικός παράγοντας για την ανάπτυξη του εμπορίου και γενικά τις επιχειρηματικές μπίζνες. Το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό επίσης «κόβει» τα φτερά στους επενδυτές που θέλουν να δραστηριοποιηθούν σε μια χώρα που αποτελεί τεράστια αγορά, διαθέτει εκατομμύρια εργάτες, αλλά και βρίσκεται κοντά στις πολυπληθείς αγορές της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η «γραφειοκρατία», η «διαφθορά», το μεγάλο ποσοστό «παράνομων εργαζομένων» συνθέτουν ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που ευνοεί τον «αθέμιτο ανταγωνισμό» και όχι την «υγιή επιχειρηματικότητα», τη δυνατότητα δηλαδή των ισχυρότερων καπιταλιστών να ξεζουμίζουν (σύμφωνα και με το γράμμα του αστικού νόμου) την εργατική τάξη.
Ετσι, δεν είναι καθόλου περίεργο μια αστική κυβέρνηση να ανασκουμπώνεται σήμερα στην Ινδία για να πάνε σχολειό τα παιδιά όλων των εργατών, να φτάσει ηλεκτρικό ρεύμα σε όλες τις πόλεις, να φτιαχτούν οι δρόμοι σε όλες τις επαρχίες. Αυτό απαιτεί η υλοποίηση των επιχειρηματικών σχεδιασμών. Δεν σημαίνει όμως πως έτσι θα ικανοποιηθούν και οι σύγχρονες λαϊκές - εργατικές ανάγκες. Η «πρόοδος» που φέρνουν μαζί τους οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής τίθεται στην υπηρεσία των εκμεταλλευτών.
Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να πει ότι είναι κακό ένας εργάτης να έχει φως στο σπίτι του ή να μάθουν τα παιδιά του να διαβάζουν. Αλλά αυτό το φως και το βιβλίο θα του δίνεται μόνο για να μπορεί να μπαίνει ως δούλος στα εργοστάσια των μονοπωλίων και να αυγαταίνει τα δικά τους κέρδη, με τις αλυσίδες στα πόδια του να βαραίνουν όλο και περισσότερο.
Τους τελευταίους μήνες, ο διεθνής Τύπος είχε γεμίσει επαίνους για το έργο που άφησε ο Μόντι στο ομοσπονδιακό κρατίδιο, Γκουτζαράτ, όπου ήταν επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης για πολλά χρόνια. Το Γκουτζαράτ θεωρείται πρότυπο οικονομικής άνθισης σε όλη την Ινδία και χαρακτηρίζεται από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η ίδια η επίσημη ιστοσελίδα του κρατιδίου διαφημίζει τους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίστηκε η «ανάπτυξη». «Το Γκουτζαράτ ήταν η πρώτη πολιτεία που θέσπισε Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (ΕΟΖ) το 2004. Οι ΕΟΖ αφορούν βιομηχανικά και εργασιακά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων πιο ελαστικούς εργασιακούς νόμους και επιλογές εξόδου (σ.σ. απολύσεων)... Η "Πράξη για τις ΕΟΖ του Γκουτζαράτ" θέσπισε ευέλικτους όρους "διορισμού" και "παύσης" (σ.σ. προσλήψεων και απολύσεων) για τα εργοστάσια που είναι μέσα στις ΕΟΖ... Θεσπίστηκε "η απασχόληση ορισμένου χρόνου" που βοήθησε να χάνεται ο μικρότερος δυνατός αριθμός εργάσιμων ημερών εξαιτίας εργασιακών συγκρούσεων, σε σχέση με άλλα βιομηχανικά κρατίδια...».
Στο Γκουτζαράτ ο Μόντι είχε διακριθεί και ως επικεφαλής επιχειρηματικών αποστολών σε μια σειρά χώρες (Αυστραλία, Κίνα, Ιαπωνία, Μαλαισία, Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη), με στόχο την προσέλκυση επενδυτών στο κρατίδιό «του», το οποίο μια σειρά μονοπώλια (όπως έκανε η μεγαλύτερη ινδική αυτοκινητοβιομηχανία «Tata») προτίμησαν έναντι άλλων.
Στο πλαίσιο αυτό, της αναζήτησης δηλαδή «άξιων» επενδυτών, η νέα κυβέρνηση ιεραρχεί την επίσπευση ιδιωτικοποιήσεων σε μια σειρά στρατηγικούς τομείς της οικονομίας. Οπως ιεραρχούσε και το «Μανιφέστο 2014» του «Μπαρατίγια Τζανάτα», θα προταχθεί η «αξιοποίηση του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των ωκεανών, του αέρα, του άνθρακα και της πυρηνικής ενέργειας».
Την ίδια στιγμή, οι ξένοι προμηθευτές που θα επιλέξει η Ινδία προκειμένου να καλύψει τις αυξημένες ενεργειακές της ανάγκες δεν αποκλείεται να προκαλέσουν ποικίλες εξελίξεις. Δημοσιεύματα του ασιατικού Τύπου ανέφεραν από τον περασμένο Μάη ότι το Γκουτζαράτ έχει αγοράσει στο παρελθόν πετρέλαιο από το Ιράν και «μια κυβέρνηση του Μόντι θα είναι λιγότερο πιθανό να στηρίξει τις αμερικανικές προσπάθειες απομόνωσης του Ιράν. Μια πετρελαϊκή συμφωνία με το Ιράν θα ωφελούσε αμοιβαία Τεχεράνη και Νέο Δελχί. Το Ιράκ χρειάζεται μετρητά και η αναπτυσσόμενη ινδική οικονομία χρειάζεται φτηνό πετρέλαιο. Εξάλλου, και οι δυο χώρες έχουν κοινά στρατηγικά συμφέροντα στο Αφγανιστάν όσον αφορά την αντιμετώπιση και του Πακιστάν και των Ταλιμπάν».
Επιπλέον, η κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να «απελευθερώσει την αμυντική βιομηχανία», με αναλυτές να εκτιμούν ότι αναζητά επενδυτές που θα αναπτύξουν τον εγχώριο κλάδο ώστε να μειωθεί το υπέρογκο κόστος των εισαγωγών όπλων. Στόχος, αφ' ενός να δοθεί διέξοδος σε συσσωρευμένα κεφάλαια, αλλά και να αναβαθμιστεί η θέση της χώρας και στο συγκεκριμένο τομέα.
«Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ο κ. Μόντι μπορεί να κάνει την Ινδία έναν παγκόσμιο κόμβο για εργατικό δυναμικό υψηλής έντασης. Η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Κίνα έγιναν πλουσιότερες απασχολώντας ανειδίκευτους αγρότες στα εργοστάσια. Η στιγμή είναι τέλεια για την Ινδία. Το εργατικό κόστος αυξάνεται στην Κίνα. Οι ιαπωνικές εταιρείες μεταφέρουν την παραγωγή τους από την Κίνα εξαιτίας των στρατιωτικών εντάσεων και η ρουπία (σ.σ. το νόμισμα της Ινδίας) έχει πέσει, κάνοντας τους Ινδούς εργάτες ακόμα πιο ανταγωνιστικούς», επισήμαινε ο «Εκόνομιστ» στις 24 του περασμένου Μάη. Μια επισήμανση καθόλου τυχαία.
Η ένταση των ανταγωνισμών διεθνώς, όπως και οι ανακατατάξεις που φέρνουν οι εξελίξεις και λόγω της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης μεγαλώνουν και την αγριότητα και τις φιλοδοξίες με τις οποίες τα μονοπώλια ορμούν πάνω στα εργατικά - λαϊκά στρώματα. Η κυβερνητική αλλαγή στην Ινδία δείχνει ότι η πλουτοκρατία έχει την ικανότητα σε κάθε χώρα να εξασφαλίζει πολιτικό προσωπικό ικανό να υπερασπιστεί τις σύγχρονες ανάγκες της. Για τους εργάτες, όμως, ο εγκλωβισμός στο ένα ή το άλλο αστικό στρατόπεδο, είναι τραγικά αδιέξοδος. Μόνη λύση είναι η οργάνωσή τους και πάλη με άξονα τα δικά τους ταξικά συμφέροντα, κόντρα στα συμφέροντα και την εξουσία των μονοπωλίων.