Κυριακή 9 Μάρτη 2014
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 40
ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ
ΔΙΕΘΝΗΣ ΤΥΠΟΣ
Αντιθέσεις τακτικής απέναντι στη Ρωσία με αφορμή την Ουκρανία

Ρώσοι στρατιώτες χωρίς διακριτικά έχουν κυριαρχήσει στη χερσόνησο της Κριμαίας
Ρώσοι στρατιώτες χωρίς διακριτικά έχουν κυριαρχήσει στη χερσόνησο της Κριμαίας
Τα τεκταινόμενα στην Ουκρανία δέσποζαν, όπως ήταν αναμενόμενο, και αυτή τη βδομάδα στις αναλύσεις του διεθνούς αστικού Τύπου. Σε αυτές αναδεικνύονται ταυτόχρονα οι έντονες αντιθέσεις που υπάρχουν σε τμήματα της αστικής τάξης και ως προς την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί στον ανταγωνισμό με την καπιταλιστική Ρωσία και μάλλον επιλέγεται αυτή του να προτιμάται ο ρόλος του «εταίρου». Βέβαια, πρόκειται για «εταίρο» στο πλαίσιο του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης των εργατών, αλλά στην πραγματικότητα της αδυσώπητης διαπάλης για τις σφαίρες επιρροής και τις αγορές. Και αυτό γιατί όσοι συμβιβασμοί και να επιτευχθούν στον ιμπεριαλιστικό κόσμο, τα μονοπώλια δεν θα σταματήσουν να αλληλοτρώγονται και η όξυνση της κρίσης θα φέρνει συγκρούσεις, ακόμα και πολέμους, όπως δείχνει η Ιστορία.

Παρέμβαση Κίσινγκερ

Στο μακροσκελές άρθρο του την περασμένη Πέμπτη στην «Ουάσιγκτον Ποστ» με τίτλο «Πώς τελειώνει η κρίση στην Ουκρανία» ο Αμερικανός πρώην υπουργός Εξωτερικών (1973-'77) Χένρι Κίσινγκερ, παλιά «καραβάνα», που συνέβαλε στην ανατροπή του σοσιαλισμού στην Ευρώπη, σημειώνει: «Στη ζωή μου έχω δει τέσσερις πολέμους που ξεκίνησαν με μεγάλο ενθουσιασμό και δημόσια υποστήριξη, για κανέναν από τους οποίους δεν γνωρίζαμε πώς θα τελείωναν ενώ από τους τρεις αποχωρήσαμε μονομερώς. Η αληθινή δοκιμασία της πολιτικής είναι πώς τελειώνει και όχι πώς αρχίζει (μία σύγκρουση)». Με αυτόν τον πρόλογο ο 90χρονος πρώην υπουργός σημειώνει ότι το ουκρανικό ζήτημα ετίθετο συνήθως ως «δίλημμα ανάμεσα στο εάν η χώρα θα έπρεπε να πάει με την Ανατολή ή τη Δύση».

Ο άνθρωπος που εξακολουθεί έως σήμερα να έχει σημαντική επιρροή στο Λευκό Οίκο υποστηρίζει την άποψη ότι «για να επιβιώσει η Ουκρανία δεν θα πρέπει να πάει με τη μεριά κανενός αλλά να λειτουργήσει ως μεταξύ τους γέφυρα». Θυμίζοντας ότι εδώ και επτά χρόνια αντιτίθεται στην πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, ο Κίσινγκερ εκτιμά ως «εσφαλμένη» τη συνέχιση αντιμετώπισης της χώρας ως μέρους της αντιπαράθεσης Ανατολής - Δύσης, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα «δηλητηρίαζε» για δεκαετίες οποιαδήποτε προοπτική προσέγγισης Ρωσίας και Δύσης - ιδιαίτερα ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρώπη - στο πλαίσιο ενός «διεθνούς συστήματος συνεργασίας».

«Η Ρωσία πρέπει να δεχθεί ότι με το να δοκιμάσει να κάνει διά της βίας την Ουκρανία χώρα - δορυφόρο και να μετακυλήσει, πάλι, τα σύνορά της θα την καταδίκαζε στο να επαναλάβει την ιστορία αυτοτροφοδοτούμενων πιέσεων με Ευρώπη και ΗΠΑ», αναφέρει σε χαρακτηριστικό απόσπασμα του άρθρου του, υπογραμμίζοντας ότι η Δύση, από την άλλη πλευρά, «θα πρέπει να αντιληφθεί ότι για τη Ρωσία η Ουκρανία δεν θα μπορεί ποτέ να είναι μία ξένη χώρα, αφού η ρωσική ιστορία και η διάδοση της ρωσικής θρησκείας ξεκίνησε από την Ουκρανία...». Σε επόμενο σημείο καλεί την ΕΕ «να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική αναβλητικότητα και η υποταγή του στρατηγικού στοιχείου στις (ανά χώρα) πολιτικές επιδιώξεις» αναφορικά με τη διαπραγμάτευση των σχέσεων της Ουκρανίας με την Ευρώπη, τροφοδοτεί την κρίση.

Καταλήγει, τέλος, ότι η δαιμονοποίηση του Ρώσου Προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, «δεν είναι πολιτική αλλά άλλοθι για την έλλειψη πολιτικής», καταθέτει διάφορες προτάσεις μεταξύ των οποίων: Το δικαίωμα της Ουκρανίας να επιλέξει ελεύθερα τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της, συμπεριλαμβανομένων και αυτών με την Ευρώπη, τη μη ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την αποσαφήνιση του καθεστώτος του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας στη Σεβαστούπολη.

Προσπάθεια κατευνασμού

Αρθρο γνώμης στη βρετανική «Ιντιπέντεντ» στις 6/3/14, με τον μακροσκελή τίτλο «Η ουκρανική κρίση: Εάν συμπεριφερθούμε στον Πούτιν σαν να θέλει να πάρει πίσω τη ρωσική αυτοκρατορία, τότε είναι σαν να τον προσκαλούμε να κάνει ακριβώς αυτό», καταφέρεται εναντίον των σεναρίων που παρουσιάζουν τη στάση της Μόσχας στην Ουκρανία σαν προσπάθεια ανασύστασης της... πρώην ΕΣΣΔ. Σημειώνει η αρθρογράφος Μέρι Ντεζάβσκι:

«Εάν ο Πούτιν υποστηρίζει σθεναρά ότι δεν κάνει επέμβαση στην Ουκρανία, ίσως αυτό συμβαίνει γιατί ο σκοπός του δεν είναι η κατάληψη εδάφους αλλά η εξασφάλιση μίας βάσης - κλειδί που η Ρωσία φοβάται ότι μπορεί να χάσει εάν μία νέα κυβέρνηση ανακαλέσει τη συμφωνία ή το νόμο που αναφέρεται στη λειτουργία της». Και συνεχίζει: «Πόσο ταπεινωμένη και διπλά προδομένη ένιωσε η Ρωσία όταν προχώρησε προς ανατολάς η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα μετασοβιετικά σύνορα. Πόσο εξοργίστηκε με το βομβαρδισμό της Σερβίας, και πιο πρόσφατα, με την επίσπευση της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου. Την ανησυχία της για την πιθανότητα διάχυσης της "Πορτοκαλί Επανάστασης" στη Δυτική Ουκρανία...». Και καταλήγει: «Η κυβέρνηση Πούτιν δεν επιδιώκει σε καμία περίπτωση την εισβολή στην Ουκρανία αλλά να ακουστεί καθαρά η φωνή της και να αναγνωριστούν τα συμφέροντά της». Προσθέτει: «Ο τεράστιος κίνδυνος τώρα είναι να απαντήσει η Δύση με όλα της τα όπλα σε αυτό που θεωρεί πως είναι απόπειρα ανασύστασης της Σοβιετικής Ενωσης, όταν αυτό που στην πραγματικότητα θέλει η Ρωσία είναι να της συμπεριφερθούν ισότιμα ως εταίρο με θέση στο τραπέζι».

Παρόμοια άποψη υιοθέτησαν στις 4/3/14 και οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» σε άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο: «Τι πραγματικά θέλει ο Πούτιν».

Ο αρθρογράφος των «Τάιμς της Ν. Υόρκης» θεωρεί ότι αυτό που αναζητά προς το παρόν ο Πούτιν είναι μία συμφωνία πλήρους αυτονομίας για την Κριμαία με τη νέα, αδύναμη και ασταθή κυβέρνηση στην Ουκρανία, παρά να διακινδυνεύσει μία επέμβαση πλήρους κλίμακας στην Ουκρανία και την απόσχιση ολόκληρων των νότιων και ανατολικών περιοχών της χώρας.

Ριψοκινδυνεύει και την πρόβλεψη πως ο μόνος Ουκρανός πολιτικός που θα βγει κερδισμένος από αυτή την αντιπαράθεση θα είναι η Γιούλια Τιμοσένκο, εκτιμώντας ότι ουσιαστικά αυτή και όχι ο Γιανουκόβιτς «απολάμβανε την ντε φάκτο υποστήριξη της Μόσχας στις ουκρανικές εκλογές του 2010, ενώ τα επόμενα χρόνια ο Πούτιν εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκειά του για τη δίωξή της από την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς». Θεωρεί έτσι ως πιθανή τη θριαμβευτική επάνοδό της στην εξουσία, ενώ εκτιμά ότι είναι «η μόνη εθνική ηγέτης με εξουσία και ικανότητα να πετύχει μία συμφωνία με τη Ρωσία».

«Ελ Παΐς»: Οχι υστερίες

«Οχι υστερίες, παρακαλώ, αλλιώς θα γίνει πόλεμος», προειδοποιεί άρθρο γνώμης στην ισπανική εφημερίδα «Ελ Παΐς» στις 6/3/14 υποστηρίζοντας ότι «εδώ και χίλια χρόνια η Ρωσία ποτέ δεν απελευθέρωσε κανέναν, μόνον κατακτούσε». Στην ερώτηση «τι μπορούμε να κάνουμε για την Κριμαία;» η απάντηση που δίνει ο αρθρογράφος είναι ένα μεγαλοπρεπέστατο «τίποτα».

Ρίχνει ωστόσο βάρος στη βασική πηγή πλουτισμού της Ρωσίας, που είναι, όπως σημειώνει, η πώληση Ενέργειας στην Ευρώπη, επικρίνοντας παράλληλα την απόφαση της Γερμανίας να σταματήσει την παραγωγή «καθαρής και ασφαλούς Ενέργειας» από τους πυρηνικούς σταθμούς για να «σκλαβωθεί ενεργειακά στη Ρωσία». Θεωρεί ότι «υπάρχει ακόμη χρόνος» ώστε να βάλει η Δύση μπρος νέες πηγές Ενέργειας, υποστηρίζοντας ενθέρμως την παραγωγή φυσικού αερίου με τη μέθοδο της υδραυλικής ρωγμάτωσης (fracking, σχιστολιθικό αέριο) θέτοντας ως παράδειγμα τη «θεαματική επιτυχία» αυτής της μεθόδου στις ΗΠΑ, «ενώ οι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να βρίσκονται στα χέρια των προμηθευτών τους»...

Αντιπαράθεση ΗΠΑ - Γερμανίας

Η ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού «Ντερ Σπίγκελ» έβλεπε στις 4/3/14 να είναι «όλα τα μάτια καρφωμένα στην Μέρκελ» εκτιμώντας ότι η Γερμανίδα καγκελάριος, σε αντίθεση με κάποιους άλλους δυτικούς ηγέτες, δεν βιάζεται να κάνει κινήσεις στη γεωπολιτική σκακιέρα, «προτιμώντας να κάνει ο χρόνος τη δουλειά του και να κατέβει το θερμόμετρο της έντασης». Σημειώνεται παρ' όλα αυτά ο «εκνευρισμός των Αμερικανών που φέρονται να κατηγορούν την ΕΕ για δυσλειτουργία και να αντιμετωπίζουν το Βερολίνο σαν "το πραγματικό πρόβλημα" λόγω των "εκκωφαντικών" δισταγμών της Μέρκελ ακόμη και να ματαιώσει τη συμμετοχή της στη σύνοδο του G8 τον Ιούνη στο Σότσι».

Υπογραμμίζεται ωστόσο ότι τέτοιες κατηγορίες έχουν κουράσει το Βερολίνο, που θεωρεί ότι αφενός «είναι δύσκολη η διπλωματία σε μία ευρωπαϊκή κρίση, ιδίως όταν μία τεράστια χώρα όπως η Ρωσία δημιουργεί γεγονότα στο έδαφος της Κριμαίας». Θυμίζει ωστόσο με νόημα ότι ενώ η Ουκρανία «βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου για τις ΗΠΑ, χρειάζονται μόλις τρεις ώρες για να βρεθεί κάποιος από το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης στο αεροδρόμιο της Συμφερούπολης». Βεβαίως, ο Γερμανός αρθρογράφος δεν παραλείπει να αναφερθεί στην ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο, θυμίζοντας ότι η Γερμανία εισάγει το 35% του φυσικού αερίου και ανάλογο ποσοστό πετρελαίου από τη Ρωσία, καταλήγοντας με τις προειδοποιήσεις «αξιωματούχων του στρατοπέδου Μέρκελ να μην ρίχνουν ορισμένοι λάδι στη φωτιά με ρητορική Ψυχρού Πολέμου».


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ