Την ερχόμενη Τετάρτη 23 Οκτώβρη θα ξεκινήσουν οι επίσημες διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού», ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) της Γερμανίδας καγκελαρίου Αγκελα Μέρκελ και τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD). Στο παζάρι που γίνεται για το μείγμα που θα εξυπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα του κεφαλαίου, εμφανίζονται διαφοροποιήσεις στην οικονομία που αφορούν στην τακτική και όχι στη στρατηγική, που είναι από κοινού χτύπημα εργατικών δικαιωμάτων. Οι σοσιαλδημοκράτες επιμένουν σε καθιέρωση κατώτατου μισθού, που προσδιορίζουν σε 8,5 ευρώ την ώρα και προβάλλουν τις συλλογικές συμβάσεις, όταν επί δικών τους κυβερνήσεων προχώρησαν αναδιαρθρώσεις που διαλύουν τις εργασιακές σχέσεις. Επίσης, υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στην ζώνη του ευρώ, με τους σοσιαλδημοκράτες να θέλουν υποτίθεται μια περισσότερο αλληλέγγυα ΕΕ. Επίσης, οι σοσιαλδημοκράτες ζητάνε τουλάχιστον 7 υπουργεία - ανάμεσα σε αυτά και το υπουργείο Οικονομικών που φαίνεται να προτείνουν το μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Γκερκ Ασμουσεν.
Θυμίζουμε ότι οι χριστιανοδημοκράτες - χριστιανοκοινωνιστές είχαν πάρει στις εκλογές στις 22 Σεπτέμβρη 41,5% και τους έλλειπαν πέντε έδρες για να έχουν την απόλυτη πλειοψηφία στην ομοσπονδιακή Βουλή και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν 25,7%. Ανάλογο σχήμα κυβέρνησης συνεργασίας υπήρξε στη Γερμανία το 1966-1969 και το 2005-2009, που προωθήθηκαν αντιλαϊκά μέτρα συνέχεια της προηγούμενης εξίσου αντιλαϊκής κυβέρνησης του Γκ. Σρέντερ. Πάντως, για τους τύπους η ηγεσία του SPD έχει ζητήσει την πραγματοποίηση για αύριο μιας σύσκεψης 200 ανώτερων στελεχών για να δοθεί η έγκριση για τη συνεργασία.
Με τη διαμόρφωση του κλίματος από το αστικό πολιτικό σύστημα της Γερμανίας και στις δημοσκοπήσεις είναι συντριπτικά μεγάλο το ποσοστό (70%) του πληθυσμού που θέλει κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας.