Ενα πραγματικά ενδιαφέρον θρίλερ θα πρέπει να ασκεί υπνωτιστική δύναμη στο θεατή, κάτι που απουσιάζει εντελώς από την ταινία. Αυτό που ξετυλίγεται στην οθόνη είναι ένα σχιζοφρενικό φιλμ με επείγουσα ανάγκη «σεναριακής» θεραπείας... Δε γνωρίζουμε το μυθιστόρημα αλλά η μεταφορά που βλέπουμε μοιάζει «ακατανόητη». Φαίνεται ότι ο σεναριογράφος κατά τη μετατροπή άφησε τεράστια χάσματα λογικής, όπως: τον 15χρονο σε κώμα που μάλλον έχει υπεράνθρωπες δυνάμεις αφού σηκώνεται, πετάει δεξιά κι αριστερά τις διασωληνώσεις του, χώνει ένα νυστέρι στην πιο κοντινή νοσοκόμα και ξεφεύγει σα φάντασμα από αστυνομικά αυτοκίνητα, ελικόπτερα κλπ. ή το πώς η ψυχοπαθής έφθασε με το απαχθέν αγόρι σε μια «φιλμική» βόρεια Σουηδία. Για να καταπιεί κανείς τέτοιες υπερβάσεις λογικής όντως χρειάζεται βαθιά ύπνωση!
Η λογική -σημαντικότατο συστατικό- απουσιάζει από το φιλμ, τόσο σε επίπεδο ιστορίας όσο και χαρακτήρων. Φαίνεται ότι επιλέχθηκαν δραματικές σκηνές από το βιβλίο και ανακατεύτηκαν ερήμην της σταθεράς της «λογικής πορείας» που οδηγεί σε αυτές.
Σ' αυτό το θρίλερ τελικά ή δράμα σχέσεων (;) θίγονται τρία θέματα. Θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν γίνει τρεις παράλληλες αφηγήσεις και κάθε μια τους να στέκεται στα πόδια της. Η κρίση γάμου, κυρίαρχο θέμα, με τη ζωή του ζεύγους να μοιάζει κόλαση από τότε που ο σύζυγος είχε μια εξωσυζυγική περιπέτεια. Δεύτερο θέμα, τα κατά συρροή εγκλήματα... και, τρίτο, η εξαφάνιση ή απαγωγή του γιου της οικογένειας του υπνωτιστή. Ο Χάλστρεμ μοιάζει να μην έφερε ποτέ τα τρία αυτά θέματα σε τήξη, σε μια και μοναδική ρευστή ιστορία, όπου όλα τα κομμάτια να κουμπώνουν ομαλά αναμεταξύ τους και όλα μαζί να σπρώχνουν τη ιστορία μπροστά...
Ο σκηνοθέτης μάλλον ενδιαφέρεται περισσότερο για τις σχέσεις του ζευγαριού αλλά φαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε χώρος ούτε χρόνος για βαθύτερες αναλύσεις. Ο Χάλστρεμ κάνει χρήση ενός κλασικού χολιγουντιανού τύπου: οικογενειακή θεραπεία κατά εξωτερικής θανάσιμης απειλής. Κάτι που έχουμε ήδη δει σε χιλιάδες άλλα φιλμ... Εκεί η αφήγηση γίνεται ενδιαφέρουσα, στα αποσπάσματα που δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με εμπορεύσιμο θέαμα τρόμου. Εκεί αισθάνεται κανείς ότι η ταινία αναπνέει, ζει και πάλλεται. Στις σκληρές σκηνές και τα αντίξοα προβλήματα από ένα γάμο: Απιστία, ζήλεια, προβλήματα επικοινωνίας. Ο Πέρσμπραντ και η Ολίν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους «σηκώνουν» το κατά τα άλλα αιματηρό, τυπικό σουηδικό θρίλερ που στοιχίζεται και αυτό πίσω από τον εξωτικό, εμπορεύσιμο χαρακτηρισμό «Swedishcrime». Αξιοσημείωτο ότι η αστυνομία δουλεύει κυρίως εκτός εικόνας...
Εκτός αφήγησης μένει επίσης σημαντική πληροφόρηση (δε μιλάμε για μασημένη τροφή αλλά θα πρέπει να καταλαβαίνουμε με ποιο τρόπο ο πρωταγωνιστής πήρε ή ανακάλυψε τις οργανικά ενταγμένες πληροφορίες) που υποτίθεται, ότι ο θεατής πρέπει να γνωρίζει ώστε να παρακολουθεί την αφήγηση. Η αφήγηση δε είναι διάσπαρτη με επεξηγηματικούς διαλόγους συχνά στο όριο του παραλόγου, ιδιαίτερα όταν οι χαρακτήρες μεταφέρουν στο κοινό δηλωτικές πληροφορίες μέσω του μεταξύ τους διαλόγου. Στο σινεμά όταν μπορείς να πεις κάτι με εικόνες, δεν το λες με λόγια... Αποτέλεσμα: κακογραμμένοι, πρόχειροι διάλογοι χωρίς ζωή και λογική.
Το γεγονός της επιστροφής του Χάλστρεμ, προσθέτει υπεραξία «γκλαμουριάς» στο σουηδικό σινεμά του γκρίζου και θλιβερού κοινωνικού ρεαλισμού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κομψή φωτογραφία, ο κλειστοφοβικός διακανονισμός λογαριασμών και η πληθώρα πλάνων «χολιγουντιανού τύπου» της παγωμένης, τουριστικής Στοκχόλμης από ελικόπτερο -τα έχουμε όλα ξαναδεί μυριάδες φορές- δεν είναι αρκετά... ούτε ακόμα και η αρκετά καλή κινηματογραφική «χειροτεχνία» σε τόπους εγκλήματος πνιγμένους στο αίμα, ούτε και οι δημοφιλέστατοι πρωταγωνιστές σε συζυγικό καβγά...
Παίζουν: Μίκαελ Πέρσμπραντ, Λένα Ολίν, Τομπίας Σιλιάκους, κ.ά.
Παραγωγή: Σουηδία (2013).