Η συμφωνία, που υπέγραψαν το 2010 Ρωσία και Νορβηγία, για το διαχωρισμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), σε μια περιοχή που ήταν αμφισβητούμενη για πολλές δεκαετίες (καλύπτει έκταση 175.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στη θάλασσα Μπάρεντς), δίνει τη δυνατότητα στα ενεργειακά μονοπώλια να βάλουν στο χέρι τον ενεργειακό πλούτο της Αρκτικής. Ετσι, σύμφωνα με την έκθεση του Norwegian Petroleum Directorate (NPD), στο κομμάτι της υφαλοκρηπίδας της θάλασσας του Μπάρεντς, που μετά τη συμφωνία πέρασε στη Νορβηγία, εντοπίστηκαν κοιτάσματα υδρογονανθράκων αξίας 30 δισ. ευρώ. Η ίδια συμφωνία δίνει τη δυνατότητα στη Ρωσία να αρχίσει την εκμετάλλευση κοιτασμάτων, που πριν βρίσκονταν στην αμφισβητούμενη περιοχή και τώρα έχουν περάσει στη δικαιοδοσία της και στα οποία υπολογίζεται πως υπάρχουν 4,7 δισεκατομμύρια τόνοι καυσίμων, που μάλιστα είναι πιο προσβάσιμα (σε πιο ρηχά νερά) για εκμετάλλευση.
Η συγκεκριμένη συμφωνία προκαλεί μέχρι και σήμερα αντιδράσεις στη Ρωσία για «υποχώρηση από κυριαρχικά δικαιώματα». Ετσι, ο Α' Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Διεθνών Υποθέσεων της Κρατικής Δούμας, βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας (ΚΚΡΟ), Λεονίντ Καλάσνικοφ, τόνισε πως «η συμφωνία για το διαχωρισμό της θάλασσας του Μπάρεντς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά ως επονείδιστη» και ως «δώρο της Μόσχας στη Νορβηγία». Ωστόσο, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας, απαντώντας σ' αυτές τις κατηγορίες, τονίζει πως «δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ρωσικό δώρο στη Νορβηγία», μιας και η συμφωνία επιτεύχθηκε πάνω στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας και δίνει το δικαίωμα της εκμετάλλευσης ενός πλούτου, που μέχρι σήμερα έμενε ανεκμετάλλευτος.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνοι που «τρίβουν τα χέρια» τους, δεν είναι άλλοι από τα ενεργειακά μονοπώλια, που θα αναλάβουν να διαχειριστούν αυτόν το φυσικό πλούτο, αυξάνοντας τα κέρδη τους.