Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στη δράση της Χρυσής Αυγής, σε ερώτηση αν υπάρχει συστημική διασύνδεσή της με την Αστυνομία, ισχυρίστηκε πως αυτή δεν υφίσταται, δηλώνοντας πως «εάν υπάρχει συστημική διασύνδεση, τότε υπάρχει ένα προβληματάκι μεγάλο και όχι μόνο για έναν πολιτικό προϊστάμενο, υπάρχει μάλλον, θα έλεγα, ένα προβληματάκι (!) για τη δημοκρατία». Και αυτά την ίδια στιγμή που η συγκυβέρνηση τροφοδοτεί τη δράση των φασιστοειδών της Χρυσής Αυγής και με την προπαγάνδα της στρώνει το έδαφος πότε να επιχειρούν να ελέγξουν τα μεταναστόπουλα στους παιδικούς σταθμούς, πότε να κυνηγάνε μετανάστες στα νοσοκομεία και τις λαϊκές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ίδια συνέντευξη αναπαράγει την προπαγάνδα περί «επανακατάληψης του κέντρου των πόλεων». Κάτι που σημαίνει ένταση των επιχειρήσεων κατά των μεταναστών και δίνει αβάντα σε ακροδεξιές οργανώσεις να ξυλοκοπούν με τους ροπαλοφόρους τους αλλοδαπούς εργαζόμενους. «Οι πόλεις έπρεπε να ανακαταληφθούν», υποστηρίζει. Οσον αφορά στις προληπτικές προσαγωγές στις διαδηλώσεις και τα κριτήρια με τα οποία οι αρχές κρατούν κάποιον πολίτη, απαντά: «Τι να σας πω...». Επιπλέον, πληθαίνουν οι καταγγελίες για ανοχή των αρχών απέναντι στη δράση φασιστοειδών που έχουν στόχο μετανάστες και πρόσφυγες.
Ο υπουργός σχετικά με την επέμβαση των ΜΑΤ κατά των απεργών χαλυβουργών, χαρακτηρίζει πολιτική απόφαση την καταστολή κατά των εργατών και δεν έχει μετανιώσει γι' αυτό. Λέει πιο συγκεκριμένα: «Με ρωτάτε εμμέσως, αν δεν ήσουν εσύ, η Αστυνομία από μόνη της θα είχε επέμβει; Σε αυτό απαντώ: Ναι, ήταν μια πολιτική απόφαση. Ομως, και σ' αυτή και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η απόφαση δεν θα έπρεπε να είναι πολιτική, αλλά μια αυτόματη διαδικασία εφαρμογής του νόμου». Δείχνει έτσι τον προσανατολισμό του αστικού κράτους και των μηχανισμών καταστολής στην κατεύθυνση του χτυπήματος του εργατικού - λαϊκού κινήματος και των εργατικών κινητοποιήσεων.