Με διαδικασίες... «ανάπτυξης» μανιταριών στο δάσος και «κοινοβιακής» παραγωγής παρομοιάζεται ο ελληνικός κινηματογράφος μετά τα «ομιχλώδη» «πανηγύρια» για το αντιδραστικό θεσμικό πλαίσιο ένα χρόνο πριν...
Οι «μικρομηκάδες» (σ.σ. σκηνοθέτες ταινιών μικρού μήκους) σε διαδήλωση κατά του νομοσχεδίου (τότε) για τον κινηματογράφο ακριβώς ένα χρόνο πριν |
Αυτό που καταλαβαίνει ως «επιτυχία» η αστική αντίληψη (και) στον κινηματογράφο είναι, διαχρονικά, το ταμείο, σε συνδυασμό με ένα δημιουργικό περιεχόμενο των ταινιών, που να αναπαράγει το αστικό αξιακό σύστημα. Αυτή η αντίληψη ισχυροποιείται με το νόμο και, άρα, προσθέτει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες σε οποιαδήποτε δημιουργική προσπάθεια επιχειρεί να κινηθεί εκτός αγοραίων κριτηρίων και αστικών ιδεολογημάτων. Οι «παραδοσιακές» «νησίδες» ελεύθερης - όσο τουλάχιστον αυτό είναι δυνατό στον καπιταλισμό - έκφρασης των νέων, κυρίως, κινηματογραφιστών, δηλαδή τα φεστιβάλ, αδυνατούν φυσικά να υποκαταστήσουν την περιοδικότητα, τη διάρκεια και το εύρος της διείσδυσης σε μεγάλους αριθμούς θεατών που μπορεί να προσφέρει μια κανονική διανομή στις αίθουσες. Επιπλέον, ακόμη και σε αυτές τις «νησίδες» παρατηρούνται εμπόδια προς τους νέους δημιουργούς που θα μπορούσαν, ακόμη και σήμερα, να μην υπάρχουν. Για παράδειγμα, η «εμμονή» του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας να δέχεται στο διαγωνιστικό του τμήμα ταινίες μόνο σε φιλμ (σ.σ. «εξορίζοντας» τις ψηφιακές σε άλλο τμήμα) αναγκάζει νέους σκηνοθέτες να προσπαθούν να βρουν επιπλέον χρήματα για τη μετατροπή της ψηφιακής φόρμας της ταινίας τους σε φιλμ, γεγονός που τους βάζει σε μια περιπέτεια που ούτε μπορούν, αλλά ούτε και οφείλουν να υποστούν. Τουλάχιστον φέτος υπήρχαν και περιπτώσεις δημιουργών που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε εργαστήρια της Ιταλίας για τη μετατροπή των ταινιών τους σε φιλμ, λόγω μικρότερου κόστους, ώστε να μπορέσουν να συμμετάσχουν στο φεστιβάλ.
Το αίτημα της πανκαλλιτεχνικής κινητοποίησης τον περασμένο Ιούνη ισχύει και για τον κινηματογράφο |
Η αφίσα του φετινού, 52ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης |
Στην πραγματικότητα, η παραπάνω ζοφερή εικόνα δεν είναι αποτέλεσμα της «θλιβερής οικονομικής συγκυρίας» και του μνημονίου, αλλά αποτελεί συνέπεια και συνέχεια της συνειδητής εφαρμογής της πολιτικής εμπορευματοποίησης του πολιτισμού, η οποία «περνάει» και από την υποχρηματοδότηση του πολιτισμού από το κράτος. Αρκεί μόνο να θυμίσουμε ότι οι κινηματογραφιστές «εξέπεμψαν» τουλάχιστον δύο φορές «SOS» για το ΕΚΚ, το 2001 και το 2004, δηλαδή σε εποχές που το αστικό πολιτικό σύστημα πανηγύριζε για την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και για τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μάλιστα, το 2004 ακόμη και η διοργάνωση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη κινδύνευσε να μη γίνει λόγω οικονομικών προβλημάτων. Ενώ το 2005 το ΕΚΚ εντάχθηκε στο... νόμο περί «ΔΕΚΟ», βάζοντας έτσι ακόμη ένα «λιθαράκι» στην αντιμετώπισή του ως μιας ακόμη εταιρείας που παράγει «προϊόντα»...
Θυμίζουμε, επίσης, ότι ο «κοινοβιακός» τρόπος παραγωγής αποτελεί «παράδοση» για την ελληνική κινηματογραφία και το μόνο βέβαιο είναι ότι οι εμπορικές και καλλιτεχνικές (αυτές λιγότερες) επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου τις δύο τελευταίες δεκαετίες παραπέμπουν όντως σε διαδικασία ξεφυτρώματος «μανιταριών στο δάσος». Οσο για το αίτημα για κινηματογραφική παιδεία στην Ελλάδα, τείνει πλέον να μετατραπεί σε «σύντομο ανέκδοτο».
Οι «εναλλακτικές χρηματοδοτήσεις», για τις οποίες έγινε λόγος από το στέλεχος του Κέντρου, είναι παλιό «φρούτο». Για παράδειγμα, το ΕΚΚ έκανε «δεήσεις» στους ιδιώτες και το 2007. Και τότε η διοίκησή του προέβαλλε την κρατική υποχρηματοδότηση ως λόγο για το «κάλεσμα» στην αγορά: «Τα χρήματα που δίνονται είναι κάπως μειωμένα προκειμένου να χρηματοδοτηθούν περισσότερες ταινίες, με δεδομένες τις δυνατότητες του Κέντρου. Ευχή μας είναι να συμμετάσχουν στο μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό και οι ιδιώτες παραγωγοί», έλεγε το ΕΚΚ την άνοιξη του 2007. Είναι σα να ειπώθηκαν... χτες. Ενώ, με μια λιτή ανακοίνωση στις 23 Ιούλη του 2008, το ΔΣ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου γνωστοποιούσε ότι «λόγω της αδυναμίας του υπουργείου Πολιτισμού να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις προς το ΕΚΚ», αναστέλλει την κατάθεση προτάσεων σε όλα τα χρηματοδοτικά προγράμματά του. Για την ιστορία να πούμε ότι ακριβώς την επομένη το ΕΚΚ προσπάθησε να τα «μαζέψει» αλλά βέβαια ήταν αργά για την αποκάλυψη της πραγματικότητας.
Αυτό που άλλαξε από το παρελθόν είναι ο «νέος» νόμος για τον κινηματογράφο, ο οποίος αποτελεί την «επιτομή» όλων των αγοραίων προσπαθειών του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του για τον οπτικοακουστικό τομέα όλα τα προηγούμενα χρόνια. Γι' αυτό «εξορίστηκαν» και οι εκπρόσωποι των συλλογικών φορέων των κινηματογραφιστών από το ΕΚΚ. Η συνέχεια για τους δημιουργούς - για να είναι «επί της μεγάλης οθόνης» - πρέπει να περάσει από το δρόμο του αγώνα.