Με διάρκεια μεγαλύτερη των τριών ωρών, ξαναζωντανεύει στην ταινία ο κόσμος του θεάματος στα μέσα του 19ου αιώνα, ιδωμένος από την οπτική της «γαλαρίας», του «εξώστη του θεάτρου» που αποκαλείτο «παράδεισος». Η ταινία είναι εμπνευσμένη από μια ιστορία που συνέβη σε έναν διάσημο μίμο της εποχής και διαδραματίστηκε στη Λεωφόρο Saint Martin, την αποκαλούμενη Λεωφόρο του Εγκλήματος. Την ιστορία αυτή αφηγήθηκε ο Ζαν - Λουί Μπαρό στον Μαρσέλ Καρνέ, στην καρδιά του πολέμου. Ο Καρνέ ενθουσιάστηκε, το ίδιο και ο Ζακ Πρεβέρ που ανέλαβε τη συγγραφή του σεναρίου και των διαλόγων. Η ταινία αναφέρεται στο κλασικό θέμα της σχέσης τέχνης και ζωής και εξερευνά τη σχέση της πραγματικότητας με τον κινηματογράφο και το θέατρο, κάτω όμως από το πρίσμα μιας σύνθετης ερωτικής σχέσης, ανάμεσα σε μια μοιραία γυναίκα και ένα φημισμένο μίμο. «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ», το αριστούργημα του δίδυμου Μαρσέλ Καρνέ - Ζακ Πρεβέρ που γυρίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου με νιτρικό φιλμ από στοκ - όπως εξάλλου οι περισσότερες ταινίες της εποχής - προβάλλεται από σήμερα σε επανέκδοση, ψηφιοποιημένη, από μεγάλα ευρωπαϊκά εργαστήρια, σε πολύ υψηλή ευκρίνεια, σε 2Κ DCP (ψηφιακό κινηματογραφικό πακέτο) και μόνο σε αίθουσα της Ταινιοθήκης.Ευτυχώς που τα μεγάλα κινηματογραφικά επιτεύγματα του παρελθόντος επανεμφανίζονται κατά καιρούς στις κινηματογραφικές οθόνες, αποκατεστημένα, σύμφωνα με σημερινούς όρους θέασης. Κινηματογραφικά κατορθώματα τέτοιου βεληνεκούς που νίκησαν το χώρο και το χρόνο - ιδιαίτερα το χρόνο - χαρακτηρίστηκαν κλασικά. Τα κλασικά έργα τέχνης με τις «αρχές» που τα διέπουν λειτουργούν αξιωματικά και ως μέτρο για τα έργα που έπονται. Η σημαντική αυτή ταινία θεωρείται το αριστούργημα του δίδυμου Μαρσέλ Καρνέ - Ζακ Πρεβέρ και προβλήθηκε για πρώτη φορά - έναν γεμάτο χρόνο μετά την ολοκλήρωσή της, τη μέρα της απελευθέρωσης της Ευρώπης από τη ναζιστική κατοχή, στις 9 Μαΐου του 1945. Το 1995, επέτειο των 100 χρόνων από την γέννηση του κινηματογράφου, η ταινία «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» ψηφίστηκε ως η καλύτερη ανάμεσα σε 1.000 που γυρίστηκαν την πεντηκονταετία 1944-1994.
Με τρία χτυπήματα και το σήκωμα της βαριάς βελούδινης αυλαίας ανοίγει η ταινία που συντίθεται από δύο μέρη, τα οποία συνιστούν αδιάσπαστο σύνολο. Σαν μια τεράστια τοιχογραφία ξεδιπλώνονται πτυχές της περίφημης «Λεωφόρου του Εγκλήματος» - έτσι τιτλοφορείται το πρώτο μέρος του φιλμ, μιας περιοχής του Παρισιού που έβριθε από τον κάθε λογής, θυελλώδη κόσμο της γαλλικής πρωτεύουσας: τυχοδιώκτες, αριστοκράτες, μικροαπατεώνες, γυρολόγους, αστούς, κλέφτες, ηθοποιούς, προαγωγούς, εταίρες και μίμους που τα χρόνια εκείνα, 1830-1840, σύχναζαν όλοι εκεί, για τις υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις. Η «Λεωφόρος» της εποχής του ρομαντισμού, ενδύεται μυθολογικά σκηνικά και ντεκόρ που πήραν μέρος στους «ΑΘΛΙΟΥΣ» και στα «ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ». Η «Λεωφόρος» ανοίγει και κλείνει την ταινία με μοναδικές σκηνές από τεράστιο πλήθος που σφύζει από κέφι και κινητικότητα γιορτάζοντας το καρναβάλι. Τόσο ο τρόπος, που ο Καρνέ σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του και ελέγχει την ατμόσφαιρα όσο και η σκηνοθεσία αυτών των σκηνών "πλήθους" συνιστά υπόδειγμα. Το ίδιο και η κίνηση της μηχανής, ένα legato πέταγμα, με στάσεις, για χρόνο που ποικίλλει. Μοναδική η επιδεξιότητα, που συνδυάζει το θέατρο, τη λογοτεχνία και τη μουσική. Που ζωντανεύει την ιστορία του θεάτρου μέσα από τις συντεχνίες των βωβών μίμων και των ομιλούντων ηθοποιών, μέσα από τις ρίζες της θεατρικής τέχνης που ανάγονται τουλάχιστον στην κομέντια ντελ άρτε. Η αναφορά αγγίζει και το είδος της ελαφράς, της χαριτωμένης βοντεβίλ ή μπουλβάρ. Χαρακτηριστικές επίσης της εποχής που φτιάχνεται η ταινία οι τεχνικές ερμηνείας των καθ' όλα σπουδαίων ηθοποιών καθώς και η επίδειξη άρτιας μιμικής τέχνης ... Η εξέχουσα θεατρικότητα που διέπει την ταινία εντάσσεται οργανικά σ' αυτήν σαν απαραίτητο συστατικό της. Διάχυτες οι νότες και οι πινελιές του ποιητικού ρεαλισμού μέσα από τις στιγμές "προπολεμικής" μελαγχολίας που συνοδεύουν την έντονη εσωτερικότητα και τη θεματική του "ταξιδιού" και της "φυγής".
Αυτό το γαλλικό δράμα με τους άριστα φιλοτεχνημένους χαρακτήρες, καταστάσεις και τα μεγάλα πάθη - μια από τις πιο άρτιες κλασικές ρομαντικές παραγωγές του διεθνούς κινηματογράφου - γυρίστηκε μέσα σε απόλυτη μυστικότητα την περίοδο της γερμανικής κατοχής και εγείρει θέματα που ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο από την ίντριγκα που διαπερνά την ιστορία του φιλμ που στο επίκεντρό της βρίσκεται ο ανεκπλήρωτος έρωτας της ωραίας Γκαράνς και του ευαίσθητου και απόλυτου μίμου Μπατίστ. Η ταινία που κατά τον Ζορζ Σαντούλ, έχει λάβαρό της ότι «η τέχνη γεννά τη ζωή κι όχι η ζωή την τέχνη», προβλήθηκε ψηφιακά αποκατεστημένη φέτος στις Κάννες.
Παίζουν: Αρλετί, Πιέρ Μπρασέρ, Ζαν-Λουί Μπαρό, Μαρία Καζαρές, Πιέρ Ρενουάρ, Λουί Σαλού, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία (1945).