Η επιλογή, το ταξίδι, η σκληρή καθημερινότητα
Σκηνές από τις ουρές που σχημάτιζαν οι ενδιαφερόμενοι, τις ιατρικές εξετάσεις, το ταξίδι με το τρένο |
Οι Γερμανοί βιομήχανοι και μεγαλοεπιχειρηματίες ζητούσαν «τεμάχια» (έτσι τους αποκαλούσαν), νέους, υγιείς ανθρώπους για να εργαστούν στη βαριά βιομηχανία και τα ορυχεία. Με την υπογραφή της σύμβασης, άνοιξαν στην Αθήνα (επί της οδού Βίκτωρος Ουγκώ) και το 1962 στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού Δωδεκανήσου) οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη Ελλήνων εργατών.
Σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές, υπερπροσφορά νέων δυνατών ανθρώπων, πρόθυμων να εργαστούν σκληρά. Σύμφωνα με το γερμανικό κέντρο τεκμηρίωσης για τη μετανάστευση στη Γερμανία DOMID, μόνο μέσα στις δύο πρώτες βδομάδες λειτουργίας του γραφείου στην Αθήνα υπέβαλαν αίτηση 4.500 Ελληνες. Η κοσμοσυρροή αυτή οδήγησε να ανοίξει γραφείο και στη Θεσσαλονίκη.
Ο «Ριζοσπάστης» στις 3ωρες στάσεις της Νυρεμβέργης |
Οι επιλεγέντες έπαιρναν «πράσινη κάρτα» εργασίας. Αρχικά το ταξίδι ξεκινούσε από τον Πειραιά με το φέριμποτ «Κολοκοτρώνης». Εφταναν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και απ' εκεί με τρένο στη Γερμανία. Από το 1964, μια φορά τη βδομάδα, ταξίδευαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προς Μόναχο με ειδικές αμαξοστοιχίες, υπερπλήρεις, που συνήθως μετέφεραν πάνω από 1.000 άτομα. Τα ταξίδια αυτά η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα χαρακτήριζε «μεταφορές». Την αποβάθρα (υπ' αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα αυτά στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες την έλεγαν «αποβάθρα» ή «γραμμή της ελπίδας». Δυο κόσμοι, αντίθετα συμφέροντα, διαφορετικές προσεγγίσεις.
Η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα (από όσες υπέγραψαν τέτοιες συμβάσεις με τη Γερμανία) που έστειλε στη Γερμανία γυναίκες χωρίς τους συζύγους τους. Προτιμούνταν στις φάμπρικες της κλωστοϋφαντουργίας και στη βιομηχανία ηλεκτρικών ειδών, καθώς είχαν χέρια πιο λεπτά και επιδέξια από των ανδρών. Στο σταθμό και το λιμάνι δακρυσμένες αποχαιρετούσαν σύζυγο και παιδιά πηγαίνοντας σε ξένο τόπο δίχως να ξέρουν καν τη γλώσσα. Παροιμιώδεις οι ομαδικές μετακινήσεις τους στις γερμανικές πόλεις με τα λεωφορεία ή το τρένο, προκειμένου να μην χάνονται με τα ελάχιστα γερμανικά τους. Το πρώτο συμβόλαιο εργασίας που υπέγραφαν είχε συνήθως διάρκεια ενός έτους και φυσικά ήταν κακοπληρωμένο καθότι λογίζονταν ως εκπαιδευόμενες, γενικά ανειδίκευτες εργάτριες. Αν όλα πήγαιναν καλά, οι γυναίκες είχαν αργότερα το δικαίωμα να αλλάξουν δουλειά, πόλη και να κάνουν πρόσκληση, με συναίνεση του εργοδότη, στο σύντροφό τους. Αν όμως δεν ανταποκρινόταν στις απατήσεις του, έχαναν το δικαίωμα εργασίας στη Γερμανία.
Γειτονιά από καρότσες παλιών λεωφορείων στο συνοικισμό Λίμερ στο Ανόβερο |
Η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε υποτυπώδεις συνθήκες, σε παραπήγματα που προέρχονταν κυρίως από την εποχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα. Οι εστίες, χωρισμένες ανά φύλο (αν υπήρχαν ανδρόγυνα έπρεπε να ζουν χωριστά) συχνά αποτελούσαν τμήμα των εργοστασιακών εγκαταστάσεων.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρότατες. Το βράδυ έφταναν στην πόλη «τους», τα χαράματα τους μάζευαν και τους πήγαιναν στη δουλειά. «Βοηθητικό» τάχα προσωπικό, «εκπαιδευόμενο», «ανειδίκευτο», όροι πολλοί για να τους διαχωρίσουν από τους Γερμανούς συναδέλφους τους και να τους πληρώσουν λιγότερο, αλλά η δουλειά - δουλειά. Π.χ. στα ορυχεία εξόρυξης άνθρακα που την εποχή εκείνη ήταν η σημαντικότερη πηγή ενέργειας της γερμανικής οικονομίας. Οι συνθήκες ήταν απάνθρωπες με τα ασανσέρ - κλουβιά να κατεβαίνουν στα εννιακόσια μέτρα βάθος και τους εργάτες να μένουν κλεισμένοι στις στοές επί ώρες.
Τα εργατικά χάιμ στη Δυτική Γερμανία, όπου στέγαζαν Ελληνες εργάτες. Σε τέτοιες παράγκες στεγάζονταν και Τούρκοι, Γιουγκοσλάβοι, Ιταλοί, Ισπανοί. Τις ονόμαζαν «Στρατόπεδα των ξένων εργατών» |
Η δε απέλαση από τη Γερμανία ήταν κάτι που εύκολα μπορούσε να συμβεί με απόφαση κάθε τοπικής υπηρεσίας - αστυνομίας. Αλλωστε, τα γερμανικά κρατίδια μπορούσαν να εκδώσουν τις δικές τους σχετικές διατάξεις, δεσμευτικές για την πολιτική των δήμων. Η βασική φιλοσοφία πίσω από τις διατάξεις καταστολής, πίσω από τον ομοσπονδιακό «Νόμο περί αλλοδαπών», ήταν ότι ο αλλοδαπός είναι εν δυνάμει επικίνδυνος για την τοπική κοινωνία και πρέπει να εξασφαλίσουμε τα συμφέροντά της. Εχει δικαίωμα να εισέλθει στη Γερμανία μόνο ύστερα από ειδική άδεια. Εχει καθήκον να εργάζεται μόνο όπου τον τοποθετήσουν, όσο του ζητήσουν και με όποια αμοιβή του ορίσουν. Κατοικεί στα κοινόβια των εργοστασίων σε συνθήκες μαζικής και ελεγχόμενης διαβίωσης.
Να σημειωθεί και το εξής: Τέλη δεκαετίας του '60 ξέσπασε μια κρίση στη δυτικογερμανική οικονομία. Οι ρυθμοί ανάπτυξης κάμπτονται, κάποιες επιχειρήσεις απολύουν. Αμέσως κι επίτηδες τροφοδοτείται και φουντώνει δημόσια συζήτηση ότι για την ανεργία και εγκληματικότητα ευθύνονται οι μετανάστες και χρειάζεται απέλασή τους. Παλιό το κόλπο και γνώριμο στην Ελλάδα του σήμερα. Πρώτα τους φέρνουμε, τους ξεζουμίζουμε, τους κακοπληρώνουμε, και μόλις ανοίγει κύκλος κρίσης του συστήματος, αντί να μιλήσουμε για τα αδιέξοδά του, οι κυρίαρχες δυνάμεις και τα «παπαγαλάκια» τους τα φορτώνουν στους φτωχοδιάβολους, τη «διαφθορά»...