Γιάννης Τσαρούχης |
«Κούβα και Αφρική: Η συμβολή της Κούβας στην υπόθεση της απελευθέρωσης της Αφρικής» (Εκδ. «Διεθνές Βήμα»), είναι ο τίτλος και περιλαμβάνει ομιλίες του Φιντέλ Κάστρο και του Νέλσον Μαντέλα. Ο πρώτος τονίζει: «Η ιστορία της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής και νεο-αποικιακής αρπαγής και λεηλασίας στην Αφρική, με την πλήρη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών και του ΝΑΤΟ, αλλά και η ηρωική αλληλεγγύη της Κούβας προς τους αδελφούς λαούς, δεν έχουν γίνει αρκετά γνωστές...», αναπτύσσοντας με πολλά στοιχεία τις διεθνιστικές θυσίες Κουβανών σε χώρες της Αφρικής, κυρίως στην Αγκόλα. Και σύμφωνα με το Νέλσον Μαντέλα, «η προσφορά των Κουβανών διεθνιστών στην υπόθεση της ανεξαρτησίας της Αφρικής... είναι χωρίς προηγούμενο επειδή στηρίχθηκε σε αρχές, έγινε με ανιδιοτέλεια και χωρίς αμοιβή. Από τα πρώτα της βήματα, η κουβανική επανάσταση αυτή καθαυτή υπήρξε πηγή έμπνευσης για κάθε λαό που αγαπάει την ελευθερία».
Στον Γιάννη Τσαρούχη, 100 χρόνια μετά τη γέννησή του, θα είναι αφιερωμένη η εκπομπή «Ποιητική Αδεία», που επιμελείται και παρουσιάζει ο Γιώργος Μηλιώνης, την Κυριακή 11.00-01.00 στον «902 ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΑ FM».
Τη μέρα που ένας ζωγράφος που πρωταντίκρσε «το εξαίσιον φως του Πειραιώς» στις 13 Ιανουαρίου 1910, τόλμησε να αναζητήσει ένα θεό του Ολύμπου, όχι στο μυθικό βουνό, αλλά στα πρόσωπα ενός λαϊκού καφενείου, κάτι καινούριο γεννιόταν στην αισθητική μας.
Αυτό το καινούριο ήταν μια ιδιοφυής διφυΐα, που αντικατοπτρίζει, από τη μια, το τραγικό πολλές φορές μετέωρο αιώνων του ελληνισμού, ενώ, από την άλλη, σφράγισε το έργο του Τσαρούχη, ένα έργο ατόφια «ελληνικό» χωρίς την επιδερμικότητα της «ηθογραφίας» και απέριττα «λαϊκό» χωρίς τις ευτέλειες του «λαϊκισμού»...
«Από μικρό παιδί ήθελα να γίνω ένας καλός ζωγράφος», είχε πει ο ίδιος, ενώ μετά από μια επίσκεψη στην παιδική του ηλικία στη Μονή Δαφνίου κατάλαβε πως «δεν υπήρχαν μόνο δύο ζωγραφικές, αλλά και δύο κόσμοι. Υπήρχαν δύο μουσικές, δύο τρόποι να ντύνονται οι άνθρωποι, δύο τρόποι να χορεύουν και να τραγουδούν, δύο τρόποι να φέρονται. Υπήρχε η Δύση και η Ανατολή. Ενα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου το κατανάλωσα για να γνωρίσω αυτούς τους δύο κόσμους, για να μην αδικήσω κανέναν και να μην κάνω ανεπανόρθωτα λάθη. Το παιδικό μου όνειρο, να γίνω ένας καλός ζωγράφος, αναγκαστικά μετετράπη σε ένα ιδανικό διαφορετικό, που συνίστατο στο να μάθω πού βρίσκομαι και πού πατώ».
Ο λάτρης της Μαρίας Κάλλας και της Σωτηρίας Μπέλλου, χωρίς να αισθάνεται ούτε για μια στιγμή διχασμένος, αφού μας δώρισε ένα έργο ακέραιο και ανέγγιχτο από «υποτιμήσεις», και «διολισθήσεις», «έφυγε» το 1989.