Κυριακή 25 Απρίλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 33
ΔΙΕΘΝΗ
ΕΥΡΕΙΑ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ
Επανέρχονται σενάρια πολέμου

Τεράστιες ήταν οι καταστροφές που προκάλεσε στο Λίβανο η ισραηλινή επιδρομή το καλοκαίρι του 2006, με πάνω από 1.000 νεκρούς

Associated Press

Τεράστιες ήταν οι καταστροφές που προκάλεσε στο Λίβανο η ισραηλινή επιδρομή το καλοκαίρι του 2006, με πάνω από 1.000 νεκρούς
Ολοένα μεγαλύτερες διπλωματικές διαστάσεις αρχίζουν, σταδιακά, να λαμβάνουν οι πληροφορίες που διοχετεύτηκαν αρχικώς ως διαρροές από ισραηλινές πηγές και στη συνέχεια πήραν τη μορφή επίσημων δηλώσεων κορυφαίων Ισραηλινών αξιωματούχων (όπως ο Πρόεδρος Σιμόν Πέρες) περί μεταφοράς πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς («Σκουντ») από τη Συρία στο Νότιο Λίβανο και συγκεκριμένα στη σιιτική οργάνωση «Χεζμπολάχ». Η Ουάσιγκτον, αν και παραδέχτηκε ότι δεν μπορεί να επιβεβαιώσει πως έγινε κάτι τέτοιο, υιοθέτησε τους ισραηλινούς ισχυρισμούς, όπως και τις υπόνοιες του Τελ Αβίβ ότι πιθανότατα η Συρία λειτούργησε απλώς ως διαμετακομιστικό κέντρο, με τους πυραύλους να προέρχονται από το Ιράν.

Με γνώμονα τους ισχυρισμούς αυτούς, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ διαμαρτυρήθηκε επισήμως προς τη συριακή διπλωματική αποστολή στις ΗΠΑ και αξιωματούχοι του προειδοποίησαν για «σοβαρές συνέπειες», σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές επαληθευτούν, αφήνοντας ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο ανάληψης στρατιωτικής δράσης κατά της Δαμασκού! Και όλα αυτά ενώ την ίδια στιγμή η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών επέμενε ότι η προεδρία Ομπάμα θεωρεί «σημαντική για τα αμερικανικά συμφέροντα» τη βελτίωση των σχέσεων με τη Συρία, υιοθετώντας μια μάλλον συγκεχυμένη θέση.

Στα γνωστά για την περιοχή δεδομένα (δηλαδή τις ισραηλινές κατηγορίες κατά της Συρίας, την ύπουλα αμφίθυμη στάση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και τις συριακές διαψεύσεις) έρχεται να προστεθεί ένα νέο στοιχείο, σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, που καθιστά πιο πολύπλοκη την κατάσταση. Πρόκειται για τη στάση της λιβανικής ηγεσίας.

Ο Λιβανέζος πρωθυπουργός Σάαντ Χαρίρι, στενός και άνευ προσχημάτων σύμμαχος των ΗΠΑ, που σήμερα είναι επικεφαλής μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» με τη συμμετοχή της «Χεζμπολάχ», διέψευσε κατηγορηματικά τους ισραηλινούς ισχυρισμούς. Και όχι μόνο αυτό. Επανέλαβε τη συριακή ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση Νετανιάχου επιχειρεί να αποπροσανατολίσει τη διεθνή κοινή γνώμη από τις αλλεπάλληλες προκλήσεις της στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και ταυτόχρονα καλλιεργεί «κλίμα έντασης».

Οι αντιδράσεις που πυροδότησε η «τακτική» Ομπάμα

Είναι πια ξεκάθαρο ότι οι φιλοδοξίες της προεδρίας Ομπάμα, να πετύχει μια ισραηλινο-παλαιστινιακή συμφωνία για τα «μάτια του κόσμου» (ασχέτως της ουσίας), προκειμένου, έστω και προσωρινά, να αποκαταστήσει την εικόνα των ΗΠΑ στην αραβική κοινή γνώμη, δεν ευοδώνονται. Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις, η ισραηλινή αδιαλλαξία, που προκάλεσε ένταση και στην πάγια αμερικανο-ισραηλινή συμμαχία, οφείλεται στο γεγονός ότι οι προτεραιότητες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν ταυτίστηκαν, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, απόλυτα με τις περιφερειακές βλέψεις του Ισραήλ.

Η Ουάσιγκτον έδωσε την εντύπωση ότι, προκειμένου να εδραιωθεί η παρουσία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην πολύτιμη γεωστρατηγικά και ενεργειακά περιοχή, με δεκανίκια τις φιλο-αμερικανικές ντόπιες ηγεσίες, έτσι ώστε να μειωθούν τα περιθώρια διείσδυσης άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ήταν διατεθειμένη να «θυσιάσει» μερικά από τα «προνόμια» του καλού της συμμάχου στην περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, δέχτηκε να διαπραγματευτεί το εποικιστικό καθεστώς σε Δ. Οχθη και Ανατολική Ιερουσαλήμ, ενώ ταυτόχρονα προχώρησε σε κινήσεις βελτίωσης της σχέσης της με τη Συρία και αποδέχτηκε, παρά τους αφορισμούς, να συνεχίσει να συνεργάζεται με τη λιβανική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι σε αυτή συμμετέχει η «Χεζμπολάχ» η οποία, με τη σειρά της, πέτυχε συναίνεση των λιβανικών πολιτικών δυνάμεων στη διατήρηση του ενόπλου σκέλους της.

Οι εξελίξεις αυτές φέρονται να «ανησύχησαν» το Τελ Αβίβ, που, από την πλευρά του, ανέσυρε το γνωστό «οπλοστάσιο»: Καταγγελίες και εκτόξευση απειλών κατά της Συρίας, του Λιβάνου και φυσικά του Ιράν. Ιδιαίτερα στην τελευταία περίπτωση, η ισραηλινή ηγεσία απροκάλυπτα «πάτησε» πάνω στην επιχειρηματολογία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού για να δημιουργήσει τρομολαγνικά δεδομένα και να αποτρέψει ενδεχόμενη εξεύρεση μιας διπλωματικής λύσης που θα έφερνε τις ΗΠΑ και τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πιο κοντά στην ιρανική ηγεσία.

Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ικανοποιούσε τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος διά του γνωστού «διαίρει και βασίλευε» θα πετύχαινε τον προαναφερόμενο στόχο του περί διαιώνισης της κυριαρχίας του, όμως αυτομάτως θα σηματοδοτούσε αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου του Ιράν, όπως επιδιώκει η Τεχεράνη, ρόλο που, μέχρι σήμερα, «κρατούσε» κατ' αποκλειστικότητα το Τελ Αβίβ. Το τελευταίο «επεισόδιο» με τους «Σκουντ» αναμφιβόλως θα πρέπει να ενταχθεί σε αυτό το πλαίσιο.

Στην παρούσα φάση, δε, και με δεδομένο το αδιέξοδο, προς το παρόν, της «νέας τακτικής γήτευσης» της προεδρίας Ομπάμα σε όλα τα επίπεδα (Ιράν, Παλαιστινιακό τα πιο τρανταχτά παραδείγματα), ουδόλως μπορεί ν' αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Ουάσιγκτον να στηρίζει και την εμπρηστική ισραηλινή συμπεριφορά, επιστρέφοντας στη δοκιμασμένη λογική της στρατιωτικής ανάφλεξης που η ίδια θα κληθεί να «διευθετήσει» αφού πρώτα την πυροδοτήσει. Η «αμφίθυμη» στάση της αμερικανικής ηγεσίας απέναντι στη Συρία δημιουργεί, αναμφιβόλως, την εντύπωση ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δρομολογεί «όλα τα δυνατά σενάρια», σκοπεύοντας να χρησιμοποιήσει εκείνο που θα ικανοποιήσει, τελικά, καλύτερα τα συμφέροντά του.

Εντονη αραβική ανησυχία

Η αίσθηση ότι «κάτι επίκειται» αποτυπώνεται ολοένα εντονότερα, τους τελευταίους μήνες, στα αραβικά ΜΜΕ, όπου φιλοξενούνται διαδοχικά άρθρα αναλυτών που εκτιμούν ότι ένας νέος πόλεμος στην περιοχή της Μέσης Ανατολής μοιάζει να είναι σχεδόν αναπόφευκτος. Είναι, δε, έντονη η ανησυχία ότι δε θα είναι μια σύγκρουση διμερούς μορφής, όπως έγινε το καλοκαίρι του 2006, όταν ο ισραηλινός στρατός εισέβαλε στο Λίβανο και επί 34 μερόνυχτα αιματοκύλισε το λιβανικό λαό με το πρόσχημα της αναγκαιότητας εξοβελισμού της «Χεζμπολάχ» (κάτι που τελικά όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε, αλλά αντίθετα η «Χεζμπολάχ» εξήλθε εξαιρετικά ενισχυμένη εξαργυρώνοντας την ισχύ της αυτή με ανάληψη κομβικού, πλέον, ρόλου στη λιβανική πολιτική σκηνή).

Οι περισσότερες αναλύσεις συγκλίνουν στην άποψη ότι εάν τελικά ανάψει η σπίθα, θ' ακολουθήσει λαίλαπα που θα παρασύρει στη δίνη της όλη την ευρεία περιοχή της Μέσης Ανατολής με ανεξέλεγκτες συνέπειες και για τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αυτό ακριβώς φέρεται να επισήμανε στους Αμερικανούς συνομιλητές του ο Ιορδανός βασιλιάς, σε πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ.

Ο Αμπντάλα, στα μέσα της περασμένης βδομάδας, διατύπωσε τις ανησυχίες αυτές ανοιχτά. Μιλώντας σε δημοσιογράφους, προέβλεψε ότι «αν μέχρι τον Ιούλιο, που θα πραγματοποιηθεί η επόμενη σύνοδος κορυφής του Αραβικού Συνδέσμου, δεν έχει επιτευχθεί κάποια σημαντική πρόοδος στο Παλαιστινιακό και η ισραηλινή προκλητικότητα παραμένει ως έχει, τότε ένας ευρύς καταστροφικός πόλεμος είναι μάλλον αναπόφευκτος». Την άποψη αυτή, σύμφωνα με πληροφορίες, συμμερίζονται και άλλες αραβικές ηγεσίες, όπως και ο ΓΓ του Αραβικού Συνδέσμου.

Ποιο από όλα τα ιμπεριαλιστικά σενάρια, τελικά, θα επιλεχθεί για την περιοχή, αλλά και πώς, τελικά, θα επηρεαστεί το σκηνικό που διαμορφώνεται από παράγοντες που ο ιμπεριαλισμός αξιοποίησε και αξιοποιεί (ισραηλινή κατοχή, ισλαμιστικός φανατισμός, αντιδραστικά αυταρχικά καθεστώτα, σεχταριστικές θρησκευτικές τριβές), οι οποίοι πλέον έχουν και τη δική τους ανεξέλεγκτη δυναμική, παραμένει ερωτηματικό. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, για άλλη μια φορά, οι λαοί της ευρύτερης περιοχής θα κληθούν να υλοποιήσουν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια με το αίμα τους.


Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ