Την πρότασή τους για τη ρύθμιση των σχέσεων Κράτους -Εκκλησίας μέσω ενός «συναινετικού διαζυγίου» παρουσίασαν χτες οι «Φιλελεύθεροι» του Στ. Μάνου. Γνώμονας είναι η «διασφάλιση της δημοκρατίας και οι ελευθερίες των πολιτών» και η «απελευθέρωση της Εκκλησίας από τις παρεμβάσεις του κράτους». Στο πλαίσιο αυτό, οι Φιλελεύθεροι προτείνουν τη σταδιακή, σαφή και πλήρη διάκριση Κράτους και Εκκλησίας, με σεβασμό στα δικαιώματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των ορθοδόξων πολιτών, τον εκσυγχρονισμό του μη συνταγματικού νομικού πλαισίου με στόχο την εγκατάσταση πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα και τη μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να παγιωθούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Συγκεκριμένα, για την υλοποίηση των παραπάνω προτείνεται η υπογραφή από την κυβέρνηση μίας συμφωνίας μεταξύ Κράτους - Εκκλησίας, έπειτα από συνεννόηση με την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας και με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Στην Εκκλησία δίνεται η νομική δυνατότητα «να παρέχει εκπαίδευση όλων των βαθμίδων και σε όποιο αντικείμενο επιθυμεί με δικά της ιδρύματα (σχολεία -πανεπιστήμια)». Οσον αφορά την εκκλησιαστική περιουσία προτείνεται κατάργηση του ν. 1700/1987 (του «νόμου Τρίτση») και, «για λόγους ισότητας», του ν. 1811/1988. Ο,τι περιουσία έχει η Εκκλησία παραμένει στην ιδιοκτησία της. Επιπλέον, μέσα σε πέντε χρόνια από την εισαγωγή της νέας ρύθμισης, ο μισθός, η ασφάλεια και η σύνταξη του κλήρου περιέρχεται στην αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας. Προτείνεται ακόμη η εφάπαξ καταβολή στην Εκκλησία ενός ποσού που θα καλύπτει μία τριετία μισθών, ασφαλειών και συντάξεων του κλήρου. Ετσι, ουσιαστικά, η πολιτεία θα καλύψει το σύνολο της δαπάνης της πρώτης πενταετίας.
Σε ό,τι αφορά τον εκσυγχρονισμό του νομικού πλαισίου, προτείνεται η κατάργηση ενός εκ των μεταξικών νόμων που αναφέρονται στον προσηλυτισμό και την ίδρυση άλλων δογμάτων και θρησκειών, την αντικατάσταση του θρησκευτικού όρκου των δημοσίων υπαλλήλων, την εισαγωγή νόμου που θα ρυθμίζει διαδικαστικά θέματα που παρεμποδίζουν την πολιτική κηδεία, την αντικατάσταση του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών με επίκληση της τιμής και της συνείδησής τους.