Κυριακή 26 Ιούλη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 9
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Ο ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ. ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

Δέκατο τέταρτο μέρος

Για τη βία

Επομένως, αφού η βία είναι στοιχείο της ταξικής πάλης και εξουσίας βλέπουμε το ταξικό περιεχόμενό της, τον ταξικό της χαρακτήρα στη σοσιαλιστική επανάσταση και εξουσία: Την υπεράσπιση των γενικών συμφερόντων της πλειοψηφίας από τη βία των εκμεταλλευτών.

Οι διάφοροι αστοί όσο και οι οπορτουνιστές96 βγάζουν κηρύγματα ενάντια στη βία. Η κοινοβουλευτική μορφή της αστικής δημοκρατίας εμφανίζεται ως ένα σύστημα που βάζει τάξη ανάμεσα στις διάφορες αντικρουόμενες ομάδες της κοινωνίας, ως ευνομούμενη, ως μέσο με το οποίο υλοποιείται η θέληση της πλειοψηφίας, συγκεράζει διαφορετικά συμφέροντα κι έτσι εκφράζεται στις εκλογές. Τίποτα δεν επιβάλλεται με τη βία λένε οι αστοί. Η κυβέρνηση θα πρέπει να υλοποιήσει την πολιτική της γιατί γι' αυτό την εξέλεξε ο λαός. Καταγγέλλουν τις διάφορες ακραίες πρακτικές, όπως ονομάζουν δυναμικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Από κοντά οι οπορτουνιστές αρνούνται τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, αυτοαποκαλούνται θιασώτες της κοινωνίας της ανοχής και του σεβασμού της διαφορετικής άποψης, της καθαρής δημοκρατίας. Υποστηρίζουν ότι προέχει να αλλάξουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων και μετά η κοινωνία.

Ολες αυτές οι αντιλήψεις και θεωρίες κρύβουν τη μία και μοναδική πραγματικότητα. Ο καπιταλισμός επιβάλλεται στις λαϊκές μάζες μέσω της βίας που ασκεί το αστικό κράτος με πολύμορφους μηχανισμούς που συνδυάζουν τη χειραγώγηση και την καταστολή. Πόσο, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ελεύθερη η ψήφος στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όταν η εργασιακή τρομοκρατία και η απειλή της ανεργίας, οι μηχανισμοί εξαγοράς συνειδήσεων, το αστικό ιδεολογικό οπλοστάσιο μέσα από την εκπαίδευση και τόσα άλλα διαμορφώνουν θέληση ενσωμάτωσης και υποταγής στο σύστημα για το μεγαλύτερο μέρος των μισθωτών και των οικογενειών τους, διαμορφώνουν ψευδή συνείδηση υποταγής των ταξικών τους συμφερόντων στους δήθεν «υπερταξικούς» «εθνικούς στόχους» (π.χ. ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας) και οράματα που εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ταξικού τους αντιπάλου, των καπιταλιστών;

Η άρνηση της βίας αποτελεί επί της ουσίας άρνηση στις εκμεταλλευόμενες τάξεις της δυνατότητας για ανατροπή του καπιταλισμού, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης.

Ελεγε ο Ενγκελς κάνοντας κριτική στον Ούγκεν Ντύρινγκ:

«Το ότι όμως η βία παίζει και άλλο ρόλο στην ιστορία, έναν επαναστατικό προοδευτικό ρόλο, το ότι δηλαδή σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ είναι η μαμή που από κάθε παλιά κοινωνία ξεγεννά μια καινούργια κοινωνία, ότι αποτελεί το όργανο με το οποίο επιβάλλεται η κοινωνική εξέλιξη και σπάζει τις αποστεωμένες, τις νεκρές πολιτικές μορφές - για όλα αυτά δεν λέει λέξη ο κύριος Ντύρινγκ. Μόνο αναστενάζοντας και βογκώντας παραδέχεται πως ίσως για να ανατραπεί το οικονομικό σύστημα της εκμετάλλευσης μπορεί να χρειαστεί δυστυχώς η βία! Γιατί κάθε χρήση της βίας διαφθείρει εκείνον που τη χρησιμοποιεί!

Και όλα αυτά λέγονται παρά τη μεγάλη ηθική και πνευματική ανύψωση που έφεραν όλες οι νικηφόρες επαναστάσεις»97.

Η προπαγάνδα περί «ολοκληρωτισμού»

Ο όρος ολοκληρωτισμός χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από διάφορους αστούς και μικροαστούς με στόχο να ταυτίσουν το σοσιαλισμό με το φασισμό με το επιχείρημα ότι και οι δύο έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Ενα κόμμα, μαζική οργάνωση του λαού, τρομοκρατία απέναντι στους αντιπάλους, κατάργηση του αστικού κοινοβουλευτισμού, κλπ. Ετσι παρουσιάζεται ένα σχήμα αντίθεσης της δημοκρατίας από τη μια πλευρά και του ολοκληρωτισμού από την άλλη.

Η ταύτιση αυτή δύο φαινομένων τόσο ασύμβατων μεταξύ τους, όπως ο φασισμός και ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός, γίνεται στη βάση της τοποθέτησης ως κύριου κριτηρίου των πολιτικών μορφών του κράτους, δίχως να αναλύεται (αντίθετα συσκοτίζεται) το περιεχόμενο της κρατικής εξουσίας και οι σχέσεις του με τη δομή της κοινωνίας, δηλαδή με τις κοινωνικές τάξεις και την πάλη που διεξάγεται μεταξύ τους. Η αστική ιδεολογία από τότε που περιορίστηκε στην απολογητική του καπιταλιστικού συστήματος έτσι προτιμά να βλέπει τον κόσμο, δηλαδή ως ενσάρκωση και διαπάλη κάποιων ιδεών και ιδανικών, το σημαντικότερο εκ των οποίων είναι η «αστική» δημοκρατία.

Ο φασισμός όμως αποτελεί ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα της αστικής τάξης. Η άνοδος του φασισμού σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες εξέφραζε τις ανάγκες της αστικής τάξης αυτών των χωρών στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο του Μεσοπολέμου, σε συνθήκες διαχείρισης μεγάλης οικονομικής κρίσης, πολεμικής προετοιμασίας για μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αγορών. Ο φασισμός ταίριαζε στην ανάγκη τους για μια γρήγορη και μαχητική ενσωμάτωση και συσπείρωση τμημάτων της εργατικής τάξης και της νεολαίας γύρω από τους «εθνικούς» (βλέπε ιμπεριαλιστικούς) στόχους της αστικής τάξης.

Τα φασιστικά κόμματα στηρίχτηκαν ανοιχτά από τα μονοπώλια της χώρας τους, αυτά που σε άλλη φάση στήριζαν τα αστικά φιλελεύθερα κόμματα.

Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η αστική τάξη μπορεί με ευκολία και με ευελιξία να αξιοποιεί διάφορες μορφές διακυβέρνησης, να περνάει από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία στην ανοιχτή δικτατορία της, ανάλογα με το τι επιτάσσουν τα συμφέροντά της. Οποια μορφή όμως και αν παίρνει η διακυβέρνηση, το αστικό κράτος επί της ουσίας εκφράζει τη δικτατορία της αστικής τάξης. Το αστικό κοινοβούλιο και οι εκλογικές διαδικασίες ανάδειξής του δεν παύουν να είναι θεσμοί ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης και ακόμη φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Η αστική δημοκρατία προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, τις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και σε αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί συνδυάζοντας μορφές ενσωμάτωσης και καταστολής.

Οπου τα ΚΚ είναι νόμιμα, μπορούν (όσο είναι αυτό δυνατό) να εκφράζουν τις θέσεις τους, σε καμιά περίπτωση όμως δεν «αφήνονται» να τις υλοποιήσουν ακόμη και αν η εργατική τάξη το θελήσει (π.χ. Ελλάδα του 1944-1949). Είναι ευπρόσδεκτα από την αστική τάξη μόνο τα κατ' όνομα ΚΚ που έχουν γίνει κόμματα της διαχείρισης (π.χ. κόμματα του Ευρωπαϊκού Αριστερού Κόμματος, κλπ.). Ιστορικά επίσης διαμορφώνονται οι συνθήκες ανοχής ή όχι του πολιτικού συστήματος στη νόμιμη έκφραση των ΚΚ (βάζοντας πάντοτε περιορισμούς στη δράση και τη λειτουργία τους), χωρίς να εγκαταλείπεται ο στόχος της ενσωμάτωσης των ΚΚ στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Ο πολυκομματισμός δε σημαίνει και δυνατότητα διαφορετικών επί της ουσίας επιλογών. Ας δούμε το παράδειγμα της χώρας μας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν βασικά δύο διαφορετικά κόμματα εξουσίας (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), τα οποία εκφράζουν στρατηγικά τις ίδιες κατευθύνσεις, έχοντας επιμέρους, ασήμαντες για το σύστημα, διαφορές. Ταυτόχρονα, υπάρχουν μικρότερα κόμματα με κάποιες ιδεολογικο-πολιτικές διαφοροποιήσεις ως προς τα βασικά κόμματα εξουσίας (ο ΛΑ.Ο.Σ. ως προς τη ΝΔ , ο ΣΥΝ ως προς το ΠΑΣΟΚ) που δε παύουν να λειτουργούν συμπληρωματικά και δορυφορικά. Ο πολυκομματισμός λοιπόν δεν είναι δείκτης δημοκρατίας. Το αστικό πολιτικό σύστημα μπορεί να διαμορφώνεται με δύο βασικά εναλλασσόμενα κόμματα αστικής εξουσίας ή και με περισσότερα με μικρότερη κοινοβουλευτική δύναμη, ανάλογα με το εκάστοτε εκλογικό σύστημα, ανάλογα με άλλες πολιτικές συγκυρίες που οδηγούν σε μονοκομματικές κυβερνήσεις ή σε πολυκομματικά σχήματα κυβερνητικής συνεργασίας.

Η αστική δημοκρατία είναι τυπική και τότε ακόμα που βρίσκεται στο απόγειο του δημοκρατισμού της.

Η σοσιαλιστική εξουσία, αντίθετα, όποια μορφή και αν πήρε, αποτελούσε την εξουσία της εργατικής τάξης σε συνεργασία με τους συμμάχους της, με στόχο την καταπίεση των εκμεταλλευτριών τάξεων που συνεχίζουν να αντιστέκονται στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Στη σοσιαλιστική δημοκρατία η εργατική τάξη οργανώνει την παραγωγή, έχει λόγο στη διεύθυνση της οικονομίας.

Το ποιες μορφές παίρνει η εργατική εξουσία εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε σε όλες τις χώρες ένα μόνο κόμμα, όπως στην ΕΣΣΔ. Στην Τσεχοσλοβακία, στη Βουλγαρία, στη Γερμανική ΛΔ υπήρχαν και άλλα κόμματα που εξέφραζαν κοινωνικές δυνάμεις σύμμαχες με την εργατική τάξη και επομένως αποδέχονταν το σοσιαλιστικό Σύνταγμα.

Στην ΕΣΣΔ η ύπαρξη ενός μόνο κόμματος σχετίζεται με το γεγονός ότι όλα τα υπόλοιπα κόμματα, μικροαστικά και οπορτουνιστικά, πέρασαν με το μέρος της αντεπανάστασης και διαλύθηκαν. Η ενότητα εξάλλου της εργατικής τάξης προϋποθέτει την ύπαρξη και λειτουργία ενός ΚΚ. Την ίδια όμως στιγμή υπήρχαν κοινωνικές οργανώσεις στις οποίες ήταν οργανωμένη η πλειοψηφία του λαού, συνδικάτα, οργανώσεις γυναικών, κλπ.

Το σοσιαλιστικό κράτος, υπερασπιζόμενο την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, δεν επιτρέπει να λειτουργούν κόμματα που εκφράζουν τα συμφέροντα των παλιών εκμεταλλευτριών τάξεων, που εκπροσωπούν τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και παλεύουν για την ανατροπή του σοσιαλισμού και την καπιταλιστική παλινόρθωση.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

(Το άρθρο βασίζεται σε κείμενο της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ)

Σημειώσεις

96. Ομιλία Αλαβάνου στην ΚΠΕ του ΣΥΝ 22.01.2005: «Εμείς από φιλοσοφία και αξίες είμαστε αντίθετοι και καταδικάζουμε τη χρήση ακραίων μορφών βίας απέναντι στη βία του συστήματος».

97. Φρ. Ενγκελς «Αντι-Ντύρινγκ», σελ. 271, εκδόσεις «Αναγνωστίδη»


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ