Είναι δύσκολο να διασχίσεις την πλατεία όταν συνοδεύεις τον Αμος Παμπαλονι, όλος ο κόσμος τον σταματά για να μιλήσει μαζί του |
Ο Αμος Παμπαλόνι ανάμεσα στους Νίκο Φωκά και Μάκη Φαρακλό |
Ο Αμος Παμπαλόνι στην κεντρική πλατεία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ |
Ο Παμπαλόνι μας κοιτά με θλίψη: «Δεν είχαν φυλακές, τι να τις κάνουν άλλωστε; Τους σκότωναν όλους επιτόπου».
Το Αργοστόλι πέταξε από πάνω του το φθινόπωρο, τίναξε κάθε μελαγχολική σκέψη και τοποθέτησε στο «πέτο» του ένα ανοιξιάτικο μπουκέτο που μοσχοβολούσε θυμάρι, ιώδιο και αλμύρα της θάλασσας, που μύριζε Ελλάδα.
Πόση ώρα χρειάζεται για να διασχίσει κανείς την πλατεία της πόλης; Αν είναι μόνος του, θα του χρειαστούν δυο λεπτά, άντε το πολύ τρία. Οταν, όμως, αυτός ο κάποιος είναι δίπλα στον Αμος Παμπαλόνι , θα πρέπει να περιμένει ώρες ατέλειωτες.
Επιτέλους, ο στρατηγός ήταν ελεύθερος - από νωρίς το πρωί είχε δουλέψει με το τηλεοπτικό συνεργείο του «Μπι Μπι Σι» και είχε τελειώσει την εργασία του - ο ήλιος ακόμα έλουζε το Αργοστόλι κι αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα. Είχαμε ανάγκη να ξεμουδιάσουμε, να γνωρίσουμε την πόλη, να πάρουμε κάποιο αναμνηστικό, να του αποσπάσουμε ένα μυστικό ίσως. Μα σε κάθε βήμα, κυριολεκτικά και χωρίς αφηγηματικές υπερβολές, σε κάθε βήμα, μας σταματούσαν άγνωστοι όλων των ηλικιών (κυρίως νέοι) και ρωτούσαν, ενώ κοιτούσαν με δέος τον ψηλό «έφηβο» των ενενήντα χρόνων «Είναι ο Παμπαλόνι ;». Γνέφαμε ναι, και οι άγνωστοι του σφίγγανε το χέρι, άλλοι πιο εκδηλωτικοί τον φιλούσανε εκ μέρους του πατέρα τους, «που έντεκα χρονών το '43 είχε δει με τα μάτια του την τρομερή σφαγή της μεραρχίας "Ακουι"», ένας άλλος εκ μέρους του παππού του «που τον είχε σώσει από την πείνα ο ίδιος ο λοχαγός και αργότερα το είχε ανταποδώσει με το να κρύβει Ιταλούς στρατιώτες σπίτι του και να τους ταΐζει με την μπουκιά που είχε καταφέρει να βρει για τα παιδιά του», κάποιος τρίτος εκ μέρους της μητέρας του «που έσωσε τον γιο της», και μια άλλη φωνή εκ μέρους του θείου του που του έλεγε: «πως τούτος δω» ο Ιταλός έσωσε τη χαμένη τιμή των κατακτητών. Και ένας δάσκαλος με μάτια υγρά θυμόταν ότι «στα Φαρακλάτα, στο σχολείο που διδάσκει ακόμη, οι Ναζί είχαν κλείσει εξακόσιους Ιταλούς που τραγουδούσαν όλη τη νύχτα: "Mama son' tanto felice perche ritorno date". (Μητέρα είμαι τόσο ευτυχισμένος που επιστρέφω κοντά σου). Μα εμείς είχαμε κρυφακούσει τους Γερμανούς και ξέραμε ότι δε θα έβλεπαν την επόμενη αυγή. Και ήταν όλοι τους νέα παιδιά. Και κλαίγαμε όλο το βράδυ». Η μέρα μίκραινε, ο ήλιος έγερνε και οι απλοί, εργατικοί κάτοικοι εκδήλωναν όσο και όπως μπορούσαν την αγάπη και το θαυμασμό των γονιών τους για το ήθος, το στρατιωτικό ύφος και το ανθρώπινο «ύψος» του στρατιωτικού. Του φίλου της Ελλάδας, του χαϊδεμένου τέκνου της Κεφαλονιάς. Οδηγοί ταξί, δάσκαλοι, περιπτεράδες, περαστικοί, όλοι αυτοί και ήταν πολλοί πάρα πολλοί, τον σταματούσαν και του μιλούσαν για να του θυμίσουν ότι ποτέ δεν τον είχε ξεχάσει η γη που τον ανέστησε, η γη που είχε ποτιστεί με τόνους αθώου αίματος. Νύχτωσε και επιτέλους φτάσαμε στο Λιθόστρωτο, όταν εντελώς ξαφνικά ο αγέρωχος στρατηγός δεν καταφέρνει να πνίξει λυγμό, ενώ δυο λαμπερά χονδρά δάκρυα κυλούν αβίαστα από τα μάτια του. Γυρίζει στη γυναίκα του - που όπως θα μας εξομολογηθεί αργότερα, μόνο μια φορά τον είδε να κλαίει: τη μέρα που έχασε τη μητέρα του - και της λέει: «Είναι απίστευτο Μαρίζα. Εδώ ήρθαμε ως κατακτητές και αυτοί οι άνθρωποι μας συγχώρεσαν, μας έσωσαν, μας αγάπησαν. Είναι ποτέ δυνατόν να μην ανταποκριθεί κανείς σε τέτοια αισθήματα; Είναι Μαρίζα;». Και η Μαρίζα Παμπαλόνι απαντά «Αμος , θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, επιθυμώ εδώ στο Αργοστόλι να τελειώσουμε τη ζωή μας».
Η Μαρίζα και ο Αμος Παμπαλόνι ακούν με θαυμασμό τον Σπύρο Φωκά να τραγουδά |
Η Μαρίζα γελάει, τον κοιτά τρυφερά και λέει: «Είχε τον τρόπο του να πείθει, έχεις εδώ ζωντανό παράδειγμα της πειθούς του. Ετσι έκανε και με εμένα, με έπεισε αμέσως. Ναι, έχει τον τρόπο του». Γνωρίστηκαν το 1945 στην Μπολόνια, παντρεύτηκαν αμέσως και απέκτησαν ένα γιο, τον Μάσιμο, που ζει στο Μεξικό.
Τα ψάρια φτάνουν, αλλά μαζί με τα ψάρια καταφθάνει με την κιθάρα του, ο σύντροφός του και φίλος του, ο Σπύρος Φωκάς. Φιλιούνται στοργικά και έπειτα ο Φωκάς, για να διασκορπίσει τη φορτισμένη από τη συγκίνηση ατμόσφαιρα, αρχίζει να τραγουδά το φινάλε του «Βαφτιστικού» και μια άρια από τη «Favorita» του Gaetano Donizetti. Φωνή τενόρου, φωνή γλυκιά, βαθιά, μελωδική, αισθαντική, φωνή που το 1962 είχε συνοδέψει την Μαρία Κάλλας στην Τόσκα. Το εστιατόριο μεταμορφώνεται σε μια αυτοσχέδια μικρή λυρική σκηνή. Χειροκροτήματα, φιλιά, «μπράβο» και «μπις» ακούγονται από το «κοινό» που είχε σηκωθεί όρθιο, ενώ τα γκαρσόνια απότομα σταμάτησαν να σερβίρουν και τον κοιτούσαν μαγεμένα. Μα, ο αγωνιστής τενόρος, ο Σπύρος Φωκάς, είχε τα μάτια του στραμμένα στον Αμος Παμπαλόνι . Τι βραδιά και αυτή!
Σ' αυτό το λόφο ήταν η πυροβολαρχία του λοχαγού όταν διέταξε «πύρ» ενάντια στους Γερμανούς |
Ο Αμος είναι σκεφτικός, κάτι τον βασανίζει. Είναι φανερό ότι δε ζει μόνον τα περασμένα, αλλά και τα τωρινά και ανησυχεί για τα μελλούμενα. Λέει με αγανάκτηση:
«Μα αυτό που έγινε πέρσι στη Γιουγκοσλαβία δεν είναι τάχα φασισμός με άλλο όνομα; Δεν είναι ντροπή;».
Και ξαφνικά, ήταν η τελευταία μας βραδιά στο Αργοστόλι, το σαλόνι του ξενοδοχείου γεμίζει από αντιπροσωπείες της ΠΕΑΕΑ, από φίλους, από γνωστούς, αλλά και από αγνώστους. Ενας νέος άνδρας από την Αθήνα λέει: «Είμαι από την Αθήνα, με λένε Δημήτρη, και ήρθα για δουλιές εδώ. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα έχω την τύχη να μένω στο ίδιο ξενοδοχείο με τον ήρωα, τον Αμος Παμπαλόνι . Θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα, αν ο στρατηγός μου επέτρεπε να φωτογραφηθώ μαζί του». Και του επέτρεψε με τον πιο φιλικό και εγκάρδιο τρόπο. Ο Νίκος Φωκάς, ο Σπύρος Φωκάς και ο ευγενέστατος, ο άνθρωπος των χαμηλών τόνων, ο Μάκης Φαρακλός μας πήρανε στην παραλία για να μας κάνουν το τραπέζι. Δεν μπορέσαμε να συμμετάσχουμε, γιατί συνεχώς έπρεπε να μεταφράζουμε, κάποιες φορές τα «αμετάφραστα».
Οπως και τώρα μας καλεί το δημοσιογραφικό καθήκον να περιγράψουμε τα απερίγραπτα, να ζυγίσουμε τις αποσκευές της ψυχής μας, το «υπέρβαρος των εμπειριών» μας, που «κουβαλάμε» μετά το 48ωρο που ζήσαμε πλάι στον Αμος Παμπαλόνι . Υπάρχει άραγε τέτοια ζυγαριά;
Μόλις είχαμε τελειώσει το κομμάτι, όταν το κουδούνισμα του τηλεφώνου μας ξάφνιασε. Η φωνή του Νίκου Φωκά μας ξαναγύρισε στο Αργοστόλι. Μας διηγήθηκε τι είχε συμβεί το Σάββατο 28.10 μετά την παρέλαση. Ο Αμος Παμπαλόνι χειροκροτεί τους αντιστασιακούς, τους φιλά και αγκαλιάζει και φιλά με έντονη συγκίνηση τη σημαία της Αντίστασης. Τι κρίμα να χάσουμε τέτοια μοναδική σκηνή!