Κυριακή 5 Νοέμβρη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
Δύο εικοσιτετράωρα με τον Αμος Παμπαλόνι

Είναι δύσκολο να διασχίσεις την πλατεία όταν συνοδεύεις τον Αμος Παμπαλονι, όλος ο κόσμος τον σταματά για να μιλήσει μαζί του
Είναι δύσκολο να διασχίσεις την πλατεία όταν συνοδεύεις τον Αμος Παμπαλονι, όλος ο κόσμος τον σταματά για να μιλήσει μαζί του
Δευτέρα 23 Οκτώβρη, μία μετά το μεσημέρι ήταν. Στο δυτικό αεροδρόμιο περιμέναμε να εμφανιστεί ο Αμος Παμπαλόνι και το αεροσκάφος που θα μας μετέφερε στην Κεφαλονιά. Ο ουρανός είχε κατέβει πολύ χαμηλά και ακουμπούσε πάνω στο δάπεδο. Ενα γκρίζο, μίζερο φως απλωνόταν μέσα στη γερασμένη, παραμελημένη αίθουσα της ΟΑ. Ενας φόβος μας κυρίευσε, τι θα κάναμε στην Κεφαλονιά, τι θα τον ρωτούσαμε, χωρίς να επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια, τι καινούριο είχαμε να προσθέσουμε; Αχαρη η δουλιά του δημοσιογράφου σκεφτόμαστε, καθώς βλέπαμε το φως να λιγοστεύει, την ανασφάλεια να μεγαλώνει, το αεροπλάνο να καθυστερεί. Μήπως, σχεδόν όλα δεν είχαν ειπωθεί σχετικά με δράση του τότε ατρόμητου λοχαγού, του πατριώτη, του δημοκράτη Παμπαλόνι ; Και ξαφνικά, λες και έγινε κάποιο θαύμα. Μια δροσερή ριπή ανέμου διέλυσε τις ανησυχίες μας, καθησύχασε τους φόβους μας. Το φως σα να δυνάμωσε απότομα, καθώς ο Ιταλός στρατηγός, συνοδευόμενος από τη γυναίκα του και ένα νεαρό άνδρα, μπήκε μέσα. Μας αναγνώρισε αμέσως, πλησίασε και μας χαιρέτησε εγκάρδια, λες και γνωριζόμαστε από πάντα, ενώ είχαμε συναντηθεί πριν ένα μήνα για ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Αναμνήσεις

Ο Αμος Παμπαλόνι ανάμεσα στους Νίκο Φωκά και Μάκη Φαρακλό
Ο Αμος Παμπαλόνι ανάμεσα στους Νίκο Φωκά και Μάκη Φαρακλό
Είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο να καταγράφουν λεπτομερώς οι εμπειρίες που αποκομίσαμε αυτές τις μέρες και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις που νιώσαμε να μας πλημμυρίζουν και να ορίζουν την ψυχική μας ισορροπία. Διότι, μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, με τρομακτική ταχύτητα, περνούσαμε από το παρελθόν στο παρόν, από τη συγκίνηση στην ευθυμία, από τη νοσταλγία στον τρόμο, από το δάκρυ στο χαμόγελο, καταργώντας έτσι κάθε χρονική αλληλουχία. Κομψός, ακούραστος, ευδιάθετος, προσηνής, αλλά και προσκυνητής στον τόπο όπου έζησε, που σκοτώθηκε, που αναστήθηκε, πριν από 57 χρόνια, ο Αμος Παμπαλόνι ξαναζεί κάθε στιγμή, κάθε λεπτό το παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα, ίσως χωρίς και ο ίδιος να το περιμένει, εντυπωσιάζεται, ξαφνιάζεται θα λέγαμε, από το σήμερα. Από το σήμερα που δεν έχει τίποτε ξεχάσει από το τότε, το σήμερα που έχει συμμαχήσει με το χτες, δημιουργώντας ένα αρραγές μέτωπο για μια πιθανή σύγκρουση με το αβέβαιο και ισοπεδωτικό, αλλά επιθετικό «αύριο», που ίσως να έχει ανάγκη από ακτήμονα, αγνώμονα και αμνήμονα ανθρώπινα όντα, αφιερωμένα στο κυνήγι της απόκτησης αναλώσιμων «αγαθών». Οι Κεφαλονίτες αντιστάθηκαν τότε, αντιστέκονται και σήμερα και θα αντιστέκονται σε κάθε μορφή φασισμού, όπως είναι η λήθη. Με πείσμα συνεχίζουν να κρατούν ζωντανές τις αναμνήσεις του «περασμένου αιώνα», για να αποδείξουν πως δεν μπορεί να υπάρξει αύριο χωρίς να είναι χτισμένο πάνω στο χτες. Ισως γι' αυτό και δεν έχουν τίποτε λησμονήσει από τα γεγονότα του 1943 και με κάθε ευκαιρία δείχνουν πόσο νωπή διατηρούν στη μνήμη τους - μνήμη που «κληροδότησαν» και στους απογόνους τους - την ηρωική απόφαση του διοικητή της πυροβολαρχίας να διατάξει «πυρ» ενάντια στους Γερμανούς, οι οποίοι ετοιμάζονταν να κάνουν απόβαση στο νησί. Ηταν η στιγμή του μεγάλου «Οχι», που λέει και ο Καβάφης, ήταν η στιγμή που ο λοχαγός «δε συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις»..., ήταν η στιγμή που ο νεαρός λοχαγός Παμπαλόνι στεκόταν με αυταπάρνηση και τόλμη στο ύψος των επικών περιστάσεων. Ηταν μια μοναδική στιγμή, μια απόφαση μιας ολόκληρης ζωής, μια στιγμή που θα μπορούσε και από μόνη της να είναι μια ολόκληρη ζωή. Μια στιγμή ποτισμένη με τρέλα θεϊκή. «Πυρ», διέταξε, με όλες τις συνέπειες που θα είχαν αυτά τα τρία γράμματα. «Πυρ», επανέλαβε, πυρ στη δειλία, στην υποτέλεια, στην αλαζονεία, στην κτηνωδία, στο ναζισμό, στο φασισμό, στην απανθρωπιά. Και η πυροβολαρχία του άρχισε να χτυπά την παραφροσύνη του πολέμου.

Ο Αμος Παμπαλόνι στην κεντρική πλατεία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ
Ο Αμος Παμπαλόνι στην κεντρική πλατεία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του ντοκιμαντέρ
«Θα μας δείξετε πού είχαν τις φυλακές τους οι ναζί;», ρωτάμε.

Ο Παμπαλόνι μας κοιτά με θλίψη: «Δεν είχαν φυλακές, τι να τις κάνουν άλλωστε; Τους σκότωναν όλους επιτόπου».

Λουσμένο στον ήλιο

Το Αργοστόλι πέταξε από πάνω του το φθινόπωρο, τίναξε κάθε μελαγχολική σκέψη και τοποθέτησε στο «πέτο» του ένα ανοιξιάτικο μπουκέτο που μοσχοβολούσε θυμάρι, ιώδιο και αλμύρα της θάλασσας, που μύριζε Ελλάδα.

Πόση ώρα χρειάζεται για να διασχίσει κανείς την πλατεία της πόλης; Αν είναι μόνος του, θα του χρειαστούν δυο λεπτά, άντε το πολύ τρία. Οταν, όμως, αυτός ο κάποιος είναι δίπλα στον Αμος Παμπαλόνι , θα πρέπει να περιμένει ώρες ατέλειωτες.

Επιτέλους, ο στρατηγός ήταν ελεύθερος - από νωρίς το πρωί είχε δουλέψει με το τηλεοπτικό συνεργείο του «Μπι Μπι Σι» και είχε τελειώσει την εργασία του - ο ήλιος ακόμα έλουζε το Αργοστόλι κι αποφασίσαμε να κάνουμε μια βόλτα. Είχαμε ανάγκη να ξεμουδιάσουμε, να γνωρίσουμε την πόλη, να πάρουμε κάποιο αναμνηστικό, να του αποσπάσουμε ένα μυστικό ίσως. Μα σε κάθε βήμα, κυριολεκτικά και χωρίς αφηγηματικές υπερβολές, σε κάθε βήμα, μας σταματούσαν άγνωστοι όλων των ηλικιών (κυρίως νέοι) και ρωτούσαν, ενώ κοιτούσαν με δέος τον ψηλό «έφηβο» των ενενήντα χρόνων «Είναι ο Παμπαλόνι . Γνέφαμε ναι, και οι άγνωστοι του σφίγγανε το χέρι, άλλοι πιο εκδηλωτικοί τον φιλούσανε εκ μέρους του πατέρα τους, «που έντεκα χρονών το '43 είχε δει με τα μάτια του την τρομερή σφαγή της μεραρχίας "Ακουι"», ένας άλλος εκ μέρους του παππού του «που τον είχε σώσει από την πείνα ο ίδιος ο λοχαγός και αργότερα το είχε ανταποδώσει με το να κρύβει Ιταλούς στρατιώτες σπίτι του και να τους ταΐζει με την μπουκιά που είχε καταφέρει να βρει για τα παιδιά του», κάποιος τρίτος εκ μέρους της μητέρας του «που έσωσε τον γιο της», και μια άλλη φωνή εκ μέρους του θείου του που του έλεγε: «πως τούτος δω» ο Ιταλός έσωσε τη χαμένη τιμή των κατακτητών. Και ένας δάσκαλος με μάτια υγρά θυμόταν ότι «στα Φαρακλάτα, στο σχολείο που διδάσκει ακόμη, οι Ναζί είχαν κλείσει εξακόσιους Ιταλούς που τραγουδούσαν όλη τη νύχτα: "Mama son' tanto felice perche ritorno date". (Μητέρα είμαι τόσο ευτυχισμένος που επιστρέφω κοντά σου). Μα εμείς είχαμε κρυφακούσει τους Γερμανούς και ξέραμε ότι δε θα έβλεπαν την επόμενη αυγή. Και ήταν όλοι τους νέα παιδιά. Και κλαίγαμε όλο το βράδυ». Η μέρα μίκραινε, ο ήλιος έγερνε και οι απλοί, εργατικοί κάτοικοι εκδήλωναν όσο και όπως μπορούσαν την αγάπη και το θαυμασμό των γονιών τους για το ήθος, το στρατιωτικό ύφος και το ανθρώπινο «ύψος» του στρατιωτικού. Του φίλου της Ελλάδας, του χαϊδεμένου τέκνου της Κεφαλονιάς. Οδηγοί ταξί, δάσκαλοι, περιπτεράδες, περαστικοί, όλοι αυτοί και ήταν πολλοί πάρα πολλοί, τον σταματούσαν και του μιλούσαν για να του θυμίσουν ότι ποτέ δεν τον είχε ξεχάσει η γη που τον ανέστησε, η γη που είχε ποτιστεί με τόνους αθώου αίματος. Νύχτωσε και επιτέλους φτάσαμε στο Λιθόστρωτο, όταν εντελώς ξαφνικά ο αγέρωχος στρατηγός δεν καταφέρνει να πνίξει λυγμό, ενώ δυο λαμπερά χονδρά δάκρυα κυλούν αβίαστα από τα μάτια του. Γυρίζει στη γυναίκα του - που όπως θα μας εξομολογηθεί αργότερα, μόνο μια φορά τον είδε να κλαίει: τη μέρα που έχασε τη μητέρα του - και της λέει: «Είναι απίστευτο Μαρίζα. Εδώ ήρθαμε ως κατακτητές και αυτοί οι άνθρωποι μας συγχώρεσαν, μας έσωσαν, μας αγάπησαν. Είναι ποτέ δυνατόν να μην ανταποκριθεί κανείς σε τέτοια αισθήματα; Είναι Μαρίζα;». Και η Μαρίζα Παμπαλόνι απαντά «Αμος , θέλω να μου υποσχεθείς κάτι, επιθυμώ εδώ στο Αργοστόλι να τελειώσουμε τη ζωή μας».

Δυο ξεχωριστές βραδιές

Η Μαρίζα και ο Αμος Παμπαλόνι ακούν με θαυμασμό τον Σπύρο Φωκά να τραγουδά
Η Μαρίζα και ο Αμος Παμπαλόνι ακούν με θαυμασμό τον Σπύρο Φωκά να τραγουδά
Εκείνο το βράδυ καταλήξαμε σε ένα εστιατόριο κοντά στο κέντρο. Οι Παμπαλόνι , ο Αρίγκο, ο ευγενικός νεαρός σκηνοθέτης που ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε εκείνους και στους επιτελείς του BBC και εμείς. Τα μάτια του Αμος είχαν πια στεγνώσει και το στομάχι του είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Είχε αρχίσει να μου διηγείται πολεμικές ιστορίες, απίστευτες ιστορίες, «για τα καλύτερα του χρόνια», για τους δεκατέσσερις μήνες που πέρασε μαζί με τους αντάρτες στη Στερεά και την επιστροφή στην Κεφαλονιά, με έναν αρχηγό του ΕΛΑΣ, τον Διομήδη, και τον Αστραπόγιαννο και πώς έπεισε τους Ιταλούς, που συνεργάζονταν ακόμη με τους Γερμανούς, να στραφούν εναντίον τους και να τους πάρει με το μέρος του. «Πώς τα καταφέρατε;», ρωτήσαμε. Εκείνος χαμογελά πονηρά: «Πότε τους μιλούσα άγρια, πότε ήπια, πότε τους χτυπούσα στο φιλότιμο. Τελικά ήρθαν μαζί μας».

Η Μαρίζα γελάει, τον κοιτά τρυφερά και λέει: «Είχε τον τρόπο του να πείθει, έχεις εδώ ζωντανό παράδειγμα της πειθούς του. Ετσι έκανε και με εμένα, με έπεισε αμέσως. Ναι, έχει τον τρόπο του». Γνωρίστηκαν το 1945 στην Μπολόνια, παντρεύτηκαν αμέσως και απέκτησαν ένα γιο, τον Μάσιμο, που ζει στο Μεξικό.

Τα ψάρια φτάνουν, αλλά μαζί με τα ψάρια καταφθάνει με την κιθάρα του, ο σύντροφός του και φίλος του, ο Σπύρος Φωκάς. Φιλιούνται στοργικά και έπειτα ο Φωκάς, για να διασκορπίσει τη φορτισμένη από τη συγκίνηση ατμόσφαιρα, αρχίζει να τραγουδά το φινάλε του «Βαφτιστικού» και μια άρια από τη «Favorita» του Gaetano Donizetti. Φωνή τενόρου, φωνή γλυκιά, βαθιά, μελωδική, αισθαντική, φωνή που το 1962 είχε συνοδέψει την Μαρία Κάλλας στην Τόσκα. Το εστιατόριο μεταμορφώνεται σε μια αυτοσχέδια μικρή λυρική σκηνή. Χειροκροτήματα, φιλιά, «μπράβο» και «μπις» ακούγονται από το «κοινό» που είχε σηκωθεί όρθιο, ενώ τα γκαρσόνια απότομα σταμάτησαν να σερβίρουν και τον κοιτούσαν μαγεμένα. Μα, ο αγωνιστής τενόρος, ο Σπύρος Φωκάς, είχε τα μάτια του στραμμένα στον Αμος Παμπαλόνι . Τι βραδιά και αυτή!

Η ευγνωμοσύνη

Σ' αυτό το λόφο ήταν η πυροβολαρχία του λοχαγού όταν διέταξε «πύρ» ενάντια στους Γερμανούς
Σ' αυτό το λόφο ήταν η πυροβολαρχία του λοχαγού όταν διέταξε «πύρ» ενάντια στους Γερμανούς
Τον ελεύθερο χρόνο του ο Παμπαλόνι συνεχώς τηλεφωνούσε. Είχε έναν ατέλειωτο, καλογραμμένο κατάλογο με τα ονόματα και τα τηλέφωνα που είχε να κάνει. Δεν ήθελε να ξεχάσει κανέναν. Ούτε τον Διονύση, τον εγγονό του παπά, που τον θείο του τον Αγγελο τον κρέμασαν οι Ναζί, γιατί είχε κρύψει σπίτι του τον Παμπαλόνι , ούτε τον Στέφανο, τον ψαρά, που τον είχε μεταφέρει από την Ιθάκη στην Κεφαλονιά, ούτε τον πρόεδρο της ΠΕΑΕΑ, τον Μάκη Φαρακλό, ούτε τον Σπύρο, την Μαριάνθη, τον Σταύρο - πού να θυμηθούμε όλα αυτά τα ονόματα; - ονόματα που για εκείνον όμως σήμαιναν πολλά, πάρα πολλά, μια ολόκληρη ζωή... Και τηλεφωνούσε, και μας ζητούσε να τον διευκολύνουμε στη μετάφραση, έχοντας πάντα μια καλή, ειλικρινή λέξη για τον καθένα. Ποτέ δεν τους ξέχασε, πάντα με αγάπη και ευγνωμοσύνη τους ανακαλεί στη μνήμη του και τους νοσταλγεί. «Πού είναι ο Νιόνιος;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε ανυπόμονα, και εννοούσε το φίλο του, τον Διονύση Γεωργάτο. Του εξηγήσαμε ότι ο Νιόνιος αποφάσισε να μην έρθει για να τον αφήσει απερίσπαστο στη δουλιά του, αλλά θα τον συναντήσει στο αεροδρόμιο την Τρίτη (31/10), για να τον κατευοδώσει, όπως είχε κάνει τις προάλλες για να τον καλωσορίσει και θα του εξηγήσει προσωπικά τους λόγους αυτής της απόφασης...

Ο Αμος είναι σκεφτικός, κάτι τον βασανίζει. Είναι φανερό ότι δε ζει μόνον τα περασμένα, αλλά και τα τωρινά και ανησυχεί για τα μελλούμενα. Λέει με αγανάκτηση:

«Μα αυτό που έγινε πέρσι στη Γιουγκοσλαβία δεν είναι τάχα φασισμός με άλλο όνομα; Δεν είναι ντροπή;».

Και ξαφνικά, ήταν η τελευταία μας βραδιά στο Αργοστόλι, το σαλόνι του ξενοδοχείου γεμίζει από αντιπροσωπείες της ΠΕΑΕΑ, από φίλους, από γνωστούς, αλλά και από αγνώστους. Ενας νέος άνδρας από την Αθήνα λέει: «Είμαι από την Αθήνα, με λένε Δημήτρη, και ήρθα για δουλιές εδώ. Ποτέ δε φαντάστηκα ότι θα έχω την τύχη να μένω στο ίδιο ξενοδοχείο με τον ήρωα, τον Αμος Παμπαλόνι . Θα ήταν μεγάλη τιμή για μένα, αν ο στρατηγός μου επέτρεπε να φωτογραφηθώ μαζί του». Και του επέτρεψε με τον πιο φιλικό και εγκάρδιο τρόπο. Ο Νίκος Φωκάς, ο Σπύρος Φωκάς και ο ευγενέστατος, ο άνθρωπος των χαμηλών τόνων, ο Μάκης Φαρακλός μας πήρανε στην παραλία για να μας κάνουν το τραπέζι. Δεν μπορέσαμε να συμμετάσχουμε, γιατί συνεχώς έπρεπε να μεταφράζουμε, κάποιες φορές τα «αμετάφραστα».

Οπως και τώρα μας καλεί το δημοσιογραφικό καθήκον να περιγράψουμε τα απερίγραπτα, να ζυγίσουμε τις αποσκευές της ψυχής μας, το «υπέρβαρος των εμπειριών» μας, που «κουβαλάμε» μετά το 48ωρο που ζήσαμε πλάι στον Αμος Παμπαλόνι . Υπάρχει άραγε τέτοια ζυγαριά;

Μόλις είχαμε τελειώσει το κομμάτι, όταν το κουδούνισμα του τηλεφώνου μας ξάφνιασε. Η φωνή του Νίκου Φωκά μας ξαναγύρισε στο Αργοστόλι. Μας διηγήθηκε τι είχε συμβεί το Σάββατο 28.10 μετά την παρέλαση. Ο Αμος Παμπαλόνι χειροκροτεί τους αντιστασιακούς, τους φιλά και αγκαλιάζει και φιλά με έντονη συγκίνηση τη σημαία της Αντίστασης. Τι κρίμα να χάσουμε τέτοια μοναδική σκηνή!


Τιτίνα ΔΑΝΕΛΛΗ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
Καθ' οδόν: Στην Κεφαλονιά(2010-10-03 00:00:00.0)
Συγκλονιστικές «Μαρτυρίες»(2002-05-04 00:00:00.0)
«Λευκή σημαία στην Κεφαλονιά»(2001-01-11 00:00:00.0)
ΑΤΙΤΛΟ(2000-10-24 00:00:00.0)
Οργή από τον αληθινό «Κορέλι»(2000-08-01 00:00:00.0)
«Υποθάλπει το ρατσισμό»(2000-08-01 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ