Ο Ορέστης Κολοζώφ μιλά με τους συντάκτες του «Ρ» |
- Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι έχουμε ένα κράτος, το αλβανικό, που ακόμα δεν έχει συγκροτηθεί, που έχει περάσει μέσα από αρκετές περιπέτειες, από τη στιγμή που άλλαξε το σοσιαλιστικό καθεστώς και κυριάρχησαν εκεί η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Είχαμε την εξέγερση του λαού και την ωμή επέμβαση της ΕΕ και των ΗΠΑ, για να μην αφήσουν από αυτή την εξέγερση να αναδειχτούν εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που θα αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση και θα ανταποκρίνονταν στα σύγχρονα αισθήματα αυτού του λαού. Από κει και πέρα, επικράτησε το χάος και η Αλβανία τέθηκε υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ.
Δυστυχώς, από καιρό έχει αρχίσει να διαμορφώνεται στην Αλβανία ένα κλίμα εχθρότητας προς την Ελλάδα. Αυτό το κλίμα το ενίσχυε και η παρουσία του ελληνικού στρατεύματος εκεί, που γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης, πολλές φορές για εσωτερικές σκοπιμότητες, από διάφορους πολιτικούς παράγοντες της Αλβανίας. Αυτή την εχθρότητα την τροφοδοτούσαν και οι επιχειρήσεις σκούπα και η κακομεταχείριση των Αλβανών στην Ελλάδα.
Είναι γεγονός πως οι κυβερνήσεις της Αλβανίας ανησυχούσαν και ανησυχούν από το ενδεχόμενο ο Νότος, όπου ζει η ελληνική μειονότητα, να περάσει κάτω από την πολιτιστική και οικονομική επιρροή της Ελλάδας. Αυτή τους την ανησυχία δεν την ομολογούν δημόσια, αλλά τώρα, που πάνε να αναδιοργανώσουν το κράτος τους, παίρνουν ορισμένα μέτρα που θα περιορίσουν αυτή την επιρροή. Επομένως, μπορεί κανείς να κατανοήσει το πείσμα που έδειξαν στις εκλογές, στο να μην αφήσουν να εκφραστεί το ελληνικό στοιχείο ανάλογα με τη δύναμη που είχε και να περιορίσουν την εμβέλειά του σε θεσμικό επίπεδο.
- Υπάρχουν εθνικιστικά στοιχεία που πυροδοτούν αυτή την ένταση;
- Βεβαίως υπάρχουν. Τυχοδιωκτικά στοιχεία θα έλεγα. Ορισμένοι πολιτικοί της Αλβανίας τα αξιοποιούν για να παίξουν το δικό τους εσωτερικό παιχνίδι, αλλά ακόμα και να δημιουργήσουν μια κατάσταση σε βάρος της ελληνικής μειονότητας. Οταν αρχίζουν να προωθούνται απόψεις για μεγάλη Αλβανία, απόψεις με έντονο σοβινιστικό και εθνικιστικό προσανατολισμό, έστω κι αν δεν είναι επίσημη πολιτική της κυβέρνησης, είναι μια συνεχής πίεση, η οποία μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με πολιτικά μέσα και με προσπάθεια ανάπτυξης φιλικών σχέσεων, παροχή βοήθειας ώστε να αναπτυχθεί η Αλβανία, να μην κυριαρχούν αυτά τα στοιχεία, αλλά να υπάρξει μια στροφή στην εσωτερική ζωή της, όπου οι άνθρωποι θα κοιτάνε να οικοδομήσουν το μέλλον τους.
Με τα τελευταία γεγονότα στη Χειμάρα ξαναζεστάθηκαν σκέψεις να κλιμακωθεί η αντιπαράθεση προς την Αλβανία από μια «ισχυρή» Ελλάδα, που θα της «δώσει να καταλάβει» ότι μπορεί να έχει συνέπειες μια πολιτική που θα θίγει τα συμφέροντα της μειονότητας. Εμείς είμαστε υπέρ του να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της μειονότητας, πρέπει να καταγγείλουμε τις παραβιάσεις που γίνανε σε βάρος της, αλλά να ασκηθεί ταυτόχρονα μια πολιτική που θα αποκλείει κλιμάκωση της αντιπαράθεσης. Αλλωστε, μια τέτοια κλιμάκωση στο παρελθόν μας έφερε σε αδιέξοδο, ενώ ο πρώτος που θα υποστεί τις συνέπειες από μια τέτοια αντιπαράθεση θα είναι η ελληνική μειονότητα.
- Πιστεύετε πως υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των εξελίξεων σε Αλβανία και Γιουγκοσλαβία;
- Εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι η πολιτική που ασκήθηκε από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας και η ενθάρρυνση προς τους κοσσοβάρους να κινηθούν προς την απόσχιση από τη Σερβία, ενθάρρυνε τα αποσχιστικά στοιχεία και έδωσε πνοή σε μεγαλοϊδεατικές απόψεις μέσα στην Αλβανία. Με αυτή την έννοια, ο σοβινισμός που φαίνεται ότι αναπτύσσεται σήμερα στην Αλβανία, φυσικά και έχει να κάνει με την όλη προηγούμενη κατάσταση στη Γιουγκοσλαβία και έχει σαν συνέπεια και την απότομη χειροτέρευση των σχέσεών μας, που ήρθε στην επιφάνεια με αφορμή τις εκλογές στη Χειμάρα.
- Τι ρόλο διαδραμάτισε η ελληνική κυβέρνηση σ' αυτές τις εξελίξεις και ποιες οι ευθύνες της;
- Η ελληνική κυβέρνηση φοβάμαι ότι σχετικά με την Αλβανία δεν είχε μία καθαρή πολιτική. Δεν είχε ξεκαθαρίσει τους στόχους και την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει ώστε οι όποιες κινήσεις να οδηγούν σε ανάπτυξη των διμερών σχέσεων, μείωση της όποιας καχυποψίας των Αλβανών απέναντι στην Ελλάδα και ανάπτυξη μιας φιλίας, που πρέπει να οικοδομηθεί βήμα το βήμα, γιατί θα αντιμετωπίσει αντιθέσεις και προκαταλήψεις που χάνονται στο χρόνο. Δεν είχε μια τέτοια πολιτική η κυβέρνηση. Αυτό δείχνει και ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο πάει να αντιμετωπίσει σήμερα το πρόβλημα που εμφανίστηκε.
Ας δούμε όμως το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η κυβέρνηση. Στήριξε την επέμβαση της ΕΕ και των Αμερικανών στα εσωτερικά της Αλβανίας όταν υπήρχε η εξέγερση, απέστειλε εκστρατευτικό στράτευμα, συμμετείχε στον πόλεμο εναντίον της Γιουγκοσλαβίας, τον στήριξε υλικά στα πλαίσια των δεσμεύσεών της μέσα στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, συνέβαλε και συναίνεσε στις αποφάσεις που πάρθηκαν για έναρξη βομβαρδισμών και για τους όλους χειρισμούς του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Τελικά, ο ρόλος που έπαιξε η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυτός του πρεσβευτή των απόψεων των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια πολιτική, την οποία εμείς καταδικάζουμε, προώθησης της πολιτικής των ΗΠΑ και επέμβασης στα εσωτερικά μιας χώρας. Πολιτική επικίνδυνη που κατοχυρώνει την παραβίαση του διεθνούς δικαίου από τις ΗΠΑ, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, που προκειμένου να επιβάλουν τα συμφέροντά τους αλλάζουν το διεθνές δίκαιο, αγνοούν το δικαίωμα μιας χώρας να επιλέγει τους δρόμους που θέλει να ακολουθήσει, ασκούν βία. Ουσιαστικά, με το νέο δόγμα του ΝΑΤΟ επικυρώνεται η αλλαγή του διεθνούς δικαίου, αφού έχει το δικαίωμα πια να επεμβαίνει σε οποιαδήποτε χώρα, εφόσον θεωρεί ότι οι όποιες εσωτερικές διεργασίες σε αυτή μπορούν να βλάψουν τα συμφέροντα της συμμαχίας.