Κυριακή 1 Μάρτη 2009
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 11
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΙΣΤΟΡΙΑ
«Μας γλιτώσανε από τη φωτιά»...

Αποκαλυπτική και πολύ συγκινητική είναι και η μαρτυρία της τότε μικρής Βασιλικής Χατζήπαπα από το χωριό Μάνη Διδυμοτείχου Εβρου.

«Από το χωριό, μας κυνήγησαν τις 15/3/1948. Με πολύ μεγάλη δυσκολία οι αντάρτες μπόρεσαν να μας γλιτώσουν τη βραδιά εκείνη, γιατί γινότανε μεγάλη μάχη. Ενα μέρος των ανταρτών δίνανε μάχη με τους φασίστες και τους ΜΑΥδες που βρισκότανε στο σχολείο και στην εκκλησία. Κι ένα άλλο μέρος των ανταρτών βγάζανε τα παιδιά κυριολεκτικά μέσα από τη φωτιά, γιατί καιγόντανε πολλά σπίτια. Κυριολεκτικά, μας γλιτώσανε από τη φωτιά. Οι αντάρτες μπορέσανε να μας βάλουνε στα κάρα και με μεγάλη δυσκολία να μας απομακρύνουνε, αλλά δυστυχώς, είχαμε και θύμα. Στο κάρο που ήμουνα εγώ, σκοτώθηκε η θεία μου Μόρφω Χατζήπαπα μ' ένα μωρό στην αγκαλιά της 2 χρονώ περίπου, τον Παναγιώτη, τυλιγμένο με μια κουβερτούλα. Είχε τραυματιστεί σοβαρά και ο εξάδερφός μου Λάμπρος Χατζήπαπας. Η θεία μου Μόρφω καθότανε στο πίσω μέρος του κάρου και χτυπήθηκε στο κεφάλι. Το κεφάλι της έγειρε πίσω, κρέμασαν οι κοτσίδες της μέχρι κάτω και ο μικρός Παναγιώτης έμεινε στην ποδιά της, χωρίς να καταλάβει τι συνέβη. Τη μόνη λέξη που ακούσαμε ήταν μάνα, δυστυχώς, η μανούλα του ήταν πια νεκρή. Οι κοτσίδες της Μάνας του λούστηκαν για τελευταία φορά στα παγωμένα νερά του ποταμού Κιζίλντερε (Ερυθροπόταμος). Μόλις φτάσαμε στο χωριό Βρυσικά Διδυμοτείχου εκεί θάψαμε τη θεία μου. Ο μικρός Παναγιώτης τη στιγμή που σκοτώθηκε η μαμά του πιτσιλίστηκε στο μέτωπο με το αίμα της. Με το αίμα αυτό, ένιωθε ότι είχε τη μάνα του δίπλα. Γι' αυτό δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το καθαρίσουμε. Εκλαιγε και δεν επέτρεπε σε κανέναν να το πειράξει.

Το σκέπαζε με το χεράκι του. Μέχρι που φτάσαμε στη ΛΔ Βουλγαρίας στην πόλη Χισάρια, το αίμα της μαμάς του το φύλαγε. Στη Χισάρια, μας πλύνανε, μας καθαρίσανε, μας ντύσανε με καινούρια ρούχα. Τον Παναγιώτη με μεγάλη δυσκολία τον πήρε μια νοσοκόμα, που τον έκανε μπάνιο και καθάρισε από πάνω του το ξερό αίμα της μητέρας του.

Ηταν Μάρτιος μήνας. Τον Μάρτη οι Βούλγαροι έχουν το έθιμο να βάζουν μαρτινάκια στο πέτο τους με λευκή και κόκκινη φούντα. Μας βάλανε όλους μαρτινάκια. Βάλανε και στο μικρό Παναγιώτη. Ο Παναγιώτης, όμως, δε δέχτηκε την κόκκινη φούντα, την έκοψε και την πέταξε και άφησε μόνο τη λευκή φούντα. Αργότερα, όταν μεγάλωσα και ήμουν ήδη φοιτήτρια στην Παιδαγωγική Σχολή της Σόφιας, διηγήθηκα αυτό το περιστατικό στην καθηγήτριά μου παιδοψυχολόγο Ζέκοβα και τη ρώτησα: Γιατί ο μικρός Παναγιώτης δε δεχότανε να του καθαρίσουνε το αίμα της μαμάς του και την κόκκινη φούντα; Και μου απάντησε: Ο μικρός Παναγιώτης ένιωθε ότι το αίμα της μαμάς του ήταν το τελευταίο "δώρο", που είχε από τη μάνα του. Γι' αυτό και δε δεχότανε άλλο αντικείμενο με το ίδιο χρώμα, μ' αυτό της μανούλας του. Οσο μικρά κι αν είναι τα παιδιά, αυτά νιώθουν τα πάντα, άσχετα αν μπορούν να μιλήσουν ή όχι.

Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία που μοιάζει σαν παραμύθι. Απίστευτη κι όμως αληθινή, που την έζησα στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου».


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ