Βαρύ είναι το κλίμα της επόμενης μέρας από την ήττα της Εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου στην Αλβανία με 2-0, στο πλαίσιο της προκριματικής φάσης του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος του 2002. Βέβαια, το αρνητικό αποτέλεσμα και οι όποιες ευθύνες σε καμιά περίπτωση δε δικαιολογούν εθνικιστικές εξάρσεις και κραυγές... Ολα έχουν ένα όριο και συγκεκριμένες διαστάσεις. Η υπέρβαση των εσκαμμένων μόνο ως γελοιότητα και αποπροσανατολισμός μπορεί να χαρακτηριστεί.
Η επιστροφή της αποστολής «σημαδεύτηκε» από αντιδράσεις μερικών που αποδοκίμασαν έντονα τους παίχτες και τον προπονητή της Εθνικής μας, μόλις βγήκαν από το αεροπλάνο της επιστροφής. Από την πλευρά του, ο γγ της ΕΠΟ, Βασίλης Γκαγκάτσης, μεταξύ άλλων, είπε: «Το ΔΣ της ΕΠΟ θα σκεφτεί ψύχραιμα και νηφάλια και θα πάρει τις αποφάσεις του. Ομως κάποιες ευθύνες για το αποτέλεσμα, την εικόνα και την εθνική ντροπή πρέπει να αποδοθούν σε κάποιους. Δεν μπορούν ορισμένοι να περνούν αλώβητοι. Δε γίνεται να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Μέχρι τώρα λέγαμε "δεν πειράζει, πάμε για το επόμενο". Τώρα δεν είναι έτσι τα πράγματα».
Στην αντίπερα όχθη, η κινητήρια δύναμη που έσπρωξε τους Αλβανούς να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και να τα δώσουν όλα εναντίον του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, δεν είναι άλλη από το... χρήμα. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο παίχτης του ΠΑΣ Γιάννενα, Αριάν Μπελά: «Οι παίκτες της Αλβανίας έπαιξαν αποφασισμένοι για τη νίκη, για το πολύ υψηλό πριμ και όχι επειδή είχαν αντίπαλό τους την Ελλάδα. Σε αντίθεση με τα όσα γράφτηκαν περί φανατισμένου κλίματος, περί μίσους, εγώ επιμένω ότι οι συμπατριώτες μου έπαιξαν για το πολύ μεγάλο πριμ».