Αναμενόμενη ήταν η αύξηση του «ευρωεπιτοκίου», κατά 0,25%, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ωστόσο δεν παύει να είναι μια κίνηση που υπαγορεύτηκε από τις ανάγκες των πολυεθνικών εταιρειών και του τραπεζικού συστήματος.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιό της κατά 25 μονάδες βάσης στο 4,25%, στο υψηλότερο επίπεδο από τον Αύγουστο του 2001.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν Κλοντ Τρισέ, δικαιολόγησε την αύξηση επικαλούμενος τον ανερχόμενο πληθωρισμό. Πρόκειται για την ένατη αύξηση στην οποία προχωρά σε διάστημα τριών ετών.
Οι πρώτες και πιο οδυνηρές συνέπειες αφορούν στους εργαζόμενους και τα λαϊκά νοικοκυριά. Ειδικότερα εκείνα που έχουν καταφύγει στον τραπεζικό δανεισμό είτε για την αγορά κατοικίας, είτε για την κάλυψη άμεσων αναγκών τους.
Η αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων θα επιβαρύνει σημαντικά τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, που συνθλίβονται μεταξύ των οικονομικών υποχρεώσεών τους και των ισχνών μισθολογικών αυξήσεων.
Υπολογίζεται ότι κάθε αύξηση των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων κατά 0,25 μονάδες βάσης αυξάνει κατά 20-30 ευρώ τη μηνιαία τοκοχρεολυτική δόση, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και την αγοραστική τους δύναμη.
Οι συνέπειες της αύξησης του «ευρωεπιτοκίου» έρχονται να προστεθούν στην επίθεση που δέχεται το λαϊκό εισόδημα από τα αλλεπάλληλα κύματα ακρίβειας στα τρόφιμα, στα καύσιμα και τις υπηρεσίες.
Ωστόσο, οι τραπεζίτες της ΕΚΤ και οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ουδόλως ενδιαφέρονται για τα προβλήματα των εργαζομένων. Μοναδικό τους μέλημα, όπως προκύπτει και από την αύξηση του «ευρωεπιτοκίου», είναι η «σταθερότητα των τιμών» και η διατήρηση του περιβάλλοντος αύξησης των επιχειρηματικών κερδών. Ο καθείς εφ' ω ετάχθη.