Στις λεωφόρους μποτιλιάρισμα. Κόρνες, κάλαντα, κρότοι από εξατμίσεις, και το μικρό καραβάνι πελαγωμένο μέσα κει. Τα ζώα αδύνατα, δείχνουν κουρασμένα, βαδίζουν αργά στη δεξιά λουρίδα. Οι ταξιδιώτες υπέργηροι, σαν να πέρασαν αιώνες από πάνω τους. Ανατολίτες μοιάζουνε. Τα ρούχα τους παλαιικά: Κελεμπίες, αρχοντικές βέβαια, λιωμένες, όμως, απ' τα χρόνια, που κατάντησαν σταχτιές, όπως και τα πρόσωπά τους. Πάνε σιγά, τους σταματάνε κάθε λίγο οι τροχονόμοι και τα φανάρια. Και τι σόι τουρίστες είναι αυτοί - αν είναι - ούτε φωτογραφικές μηχανές έχουνε, ούτε χάρτες βαστάνε. Και γιατί όλο κοιτάνε ψηλά, λες κι έχουνε για οδηγό τους τ' άστρα; Ομως, τα φώτα τους θαμπώνουν κι ο ουρανός έχει πολλή θολούρα απ' το νέφος. Δε λαμπυρίζει τίποτα. Το μόνο που φαίνεται για την ώρα είναι τ' αστέρι της πλατείας, κι ο δρόμος τους πάει κατά κει. Φτάνοντας, βλέπουν πολύ κόσμο μαζεμένο. Ολοι ξελαιμιάζονται να θαυμάζουνε το δέντρο που είναι σιδερένιο. Μασουλάνε στραγάλια, πασατέμπο, μέχρι και μαλλί της γριάς. Μουσικές πολλές ακούγονται. Ο δήμαρχος, βλέπεις, είπε φέτος να οργανώσει ρεβεγιόν στην πλατεία. Οι δημότες βαρέθηκαν ν' ακούνε συνέχεια την Αγια Νύχτα, ωστόσο μερικά ζευγάρια επιμένουν να τη χορεύουνε σαν αργό βαλς. Οι ξένοι έριξαν μια ματιά περνώντας, κάτι είπανε μεταξύ τους και κούνησαν τα κεφάλια. Προσπέρασαν και τράβηξαν δυτικά.
Ενας γέρος διαλέγει μια κούκλα ολόξανθη, την πιο όμορφη στον πάγκο. Ρωτάει πόσο κάνει, μα την αφήνει μόλις ακούσει την τιμή. Πιάνει μια μικρότερη.
- Πάρ' την, φωνάζει και μαμά, μόνο με δέκα χιλιάδες, του λέει ο έμπορας.
Ο άνθρωπος βγάζει με τρόπο τα λεφτά του, μετράει, και την αφήνει κι αυτή κάτω. Οι παράξενοι ταξιδιώτες τα βλέπουν όλ' αυτά. Θέλουν πολύ να βοηθήσουν το γεράκο να πάρει την κούκλα για την εγγονούλα του. Συνεννοούνται με τα μάτια, κάνουν να βγάλουν τα πουγκιά, μα το μετανιώνουν. Τα λεφτά τους είναι μονέδες μιας άλλης εποχής. Κι αυτός ψωνίζει την πιο μικρή κουκλίτσα και φεύγει. Οι άνθρωποι με τις γκαμήλες αφήνουν το παζάρι, μα, πράμα περίεργο, ούτε κι εδώ τους είδε κανένας.
Πιο κάτω, είναι μια πλατεία σκοτεινή. Εκεί σκιές ανθρώπων προσπαθούν να βρουν απάγκιο σε πρόχειρα τσαρδιά από νάιλον και κουρελούδες. Ξεριζωμένοι; Μπορεί και κυνηγημένοι. Μερικοί κάθονται ξάγρυπνοι με τα σαγόνια στις παλάμες. Οι υπόλοιποι κοιμούνται στα τσαρδάκια, σε κούτες και δυο τρεις σε παγκάκια, σκεπασμένοι με εφημερίδες. Σ' αυτούς ρίξανε οι ταξιδιώτες από μια μπατανία, που τη δέχτηκαν στον ύπνο τους σαν δώρο θεϊκό. Εκεί γονάτισαν τις γκαμήλες κι έστρωσαν τα χράμια τους να περάσουνε τη νύχτα.
Τους ξύπνησαν οι καμπάνες για τη λειτουργία των Χριστουγέννων. Ακολούθησαν τον κόσμο που έβγαινε απ' τα σπίτια και βρέθηκαν μπροστά στη μητρόπολη. Μπήκανε μέσα, όπως ήτανε, με τις γκαμήλες, μα και πάλι δεν τους πρόσεξε κανένας. Ούτε και ο μέγας ιεράρχης, που χοροστατούσε, ντυμένος στα ολόχρυσα, τους πήρε χαμπάρι.
- Αυτοί δεν είναι που «καταπίνουν την κάμηλον», εμάς πώς να μας δούνε; αστειεύτηκαν μεταξύ τους οι ξένοι.
Ο αρχιερέας - ύφος μειλίχιο, χειρονομίες πλατιές - μιλά στο εκκλησίασμα για το θείο βρέφος, που γεννήθηκε μια νύχτα σαν κι αυτή, αλλά και για τους σεισμούς που γίνανε τελευταία:
- Η Εκκλησία, αγαπητοί μου αδελφοί, θα ελεήσει τους πληγέντας... Είμαστε ανίσχυροι εμπρός σε τέτοια φαινόμενα γιατί, ξέρετε, ο Κύριος κάνει τη γη και τρέμει.
- Μα, τι λέει ο άνθρωπος, σε τι θεό πιστεύει; αναρωτήθηκαν μεταξύ τους οι ξένοι.
«Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί Γης ειρήνη», ακούγεται ύμνος υπερκόσμιος από δροσερές παιδικές φωνές.
«Και επί Γης ειρήνη!...», τα στόματα σαλεύουν, όλοι σταυροκοπιούνται.
Αλλά σε λίγο:
«Νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρούμενος...». Ψαλμωδία σκληρή.
Οταν άρχισαν να κυκλοφορούν οι δίσκοι, κι ακούστηκε ο γλυκούλης ήχος των νομισμάτων, έριξαν κι οι ξένοι από τα χρήματα, βέβαια, που είχανε. Ετούτα όμως, ήτανε το μόνο που είδανε απ' αυτούς οι κύριοι της εκκλησίας.
- Μα ποιος τα 'ριξε αυτά, δεν περνάνε! φώναξαν.
Κι εκείνοι γυρίσανε τις γκαμήλες τους και φύγανε.
Η πρώτη γκαμήλα σταματά.
- Τι είναι, Βαλτάσαρ;
- Κουράστηκε το ζώο, Μελχιόρ.
- Ολοι κουραστήκαμε, λέει κι ο τρίτος.
- Δεν είναι μόνο αυτό, Γκασπάρ. Απελπιστήκαμε! λέει πάλι ο Βαλτάσαρ. Κάθε χρόνο Τον περιμένουμε, Τον ψάχνουμε σ' όλα της Γης τα πλάτια. Δε φάνηκε ούτε και φέτος. Και τ' αστέρι του χάθηκε απ' τα μάτια μας... Δε θα ξανάρθει πια, θαρρώ... Κι εδώ που τα λέμε, γιατί να κατεβεί και πάλι; Δε θα τραβήξει τα ίδια; Και το αποτέλεσμα; Αλλαξε τίποτα;
- Μπορεί, Βαλτάσαρ, να κάνουμε λάθος. Κι αν ήρθε κιόλας μ' άλλη μορφή, που εμείς δε φανταζόμαστε;
Ο Βαλτάσαρ έμεινε για λίγο σκεφτικός.
- Λες; Και δε σταυρώσανε λίγους ετούτο τον αιώνα...
Πολύ κοντά τους, ακούστηκε κλάμα μωρού. Κοιταχτήκανε.
Κατεβαίνει απ' την γκαμήλα ο Βαλτάσαρ και πάει αλαφροπατώντας στο τσαντίρι, όπου κάτι φωτάει μέσα. Τραβά λίγο το παραπέτο. Μια γυναίκα, καθισμένη σε καρέκλα του γύφτου, ντυμένη καλοκαιρινά και με σαγιονάρες στα πόδια, νανουρίζει ένα μωράκι τοσοδούλι - νεογέννητο πρέπει να 'ναι. Δίπλα ο άντρας προσπαθεί ν' ακομπανιάρει το σκοπό μ' ένα μπαγλαμαδάκι.
- Για κοπιάστε κοντά, ψιθυρίζει ο Βαλτάσαρ, σας λέει τίποτα αυτό;
Σκύβουν, κοιτάζουν, κι η ιλαρότητα γλύκανε τις μορφές τους. Τρέχουν στις γκαμήλες, ξεκρεμάνε τους ντορβάδες τους. Και, πολύ διακριτικά, όσο μπορούνε πιο αθόρυβα, αφήνουν απ' έξω τα δώρα τους: Μια κούτα με γάλατα εβαπορέ, την πιο ζεστή κουβερτούλα που είχανε, και, βέβαια, βιβλία με παραμύθια.
Παίρνει και ξημερώνει.
Κι όπως ξεμάκραιναν αργά αργά, αυτοί κι οι γκαμήλες τους, μια στάχτη γίνανε, που διαλύθηκε και χάθηκε, καθώς τη σκόρπισαν οι παγωμένες πνοές του πρωινού.
Γιάννης Στεφανίδης
Είναι περισσότερο γνωστός σαν ζωγράφος της Αντίστασης. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με τον Παρθένη. Στην Κατοχή χάραξε σχέδια που κυκλοφόρησαν παράνομα. Τη ζωγραφική την άρχισε ουσιαστικά στους τόπους εξορίας και τη συνεχίζει μέχρι σήμερα. Επίσης εικονογράφησε βιβλία, πιο πολύ παιδικά (Ελληνική Μυθολογία και άλλα). Δουλιά του παρουσίασε εδώ και έξω. Παράλληλα γράφει. Βιβλία του: «Η αγάπη πάει σχολείο», αφήγημα, «Πέτρα κυλισάμενη», μυθιστόρημα, «Το ελιξίριο του έρωτα», διηγήματα, Εκδόσεις «Σίγμα», και «Ζωγραφική στην εξορία» λεύκωμα, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
Το διήγημα που δημοσιεύεται σήμερα είναι από συλλογή ανέκδοτη.
Το χαρακτικό είναι του ιδίου.