Σάββατο 25 Δεκέμβρη 1999 - Κυριακή 26 Δεκέμβρη 1999
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 20
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Να τα πούμε!

Πέστε τα, πέστε τα... ακουγόταν από μέσα η φωνή της νοικοκυράς και μεις αρχίζαμε με παράφωνες και παγωμένες φωνές να τα λέμε. Και η καρδιά μας από μέσα σπαρταρούσε από περιέργεια για το ποσό, με το οποίο θα μεταφραζόταν η προθυμία της νοικοκυράς για να «τα πούμε». Γιατί αν τα κάλαντα των αθώων χρόνων της χιλιετίας εύχονταν στο «νοικοκύρη του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει» και για νοικοκυρά ούτε λέξη, αυτή ήταν, η νοικοκυρά, που γέμιζε τις βαθιές και μόνιμα άδειες μας τσέπες με το λαχταριστό αντίτιμο της παράφωνης καλαντωσύνης μας. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, φιστίκια, σταφίδες και πότε πότε και καμιά δραχμή, έτσι, για το «αντέτ», όπως λέγαμε εδώ πάνω εμείς οι τουρκομερίτες. Για το «αντέτ», που σημαίνει, αν θυμούμαι καλά, «για το έθιμο».

Κι όταν τελείωνε η γύρα, και οι μύτες μας φάνταζαν μέσα στην παραμονιάτικη νύχτα σαν κατακόκκινοι σταλαχτίτες, καθόμασταν, για να μοιράσουμε τις δεκάρες και τους κουραμπιέδες μας, που είχαν γίνει στο μεταξύ σκέτο αλεύρι, πίσω από τη δική μας αυλή. Τη γλυκιά μας την αυλή, όπου μεγάλωσα και πρωτοερωτεύτηκα, και έκλαψα και φώναξα «ζήτω» και «άι σιχτίρ». Την αυλή μας, που την καταβρόχθισε μια μέρα η αντιπαροχή και που τη χώριζε από την αυλή του μοχθηρού κυρίου Διονύση, θεός σχωρέστον, ένας φράχτης από τενεκέδες τυριού. Τον είχε κατασκευάσει ο παππούς μου ο Νικολάκης, με την εποπτεία του Θανασάκη, καπνεργάτη και «αδιόρθωτου κομμουνιστή», όπως σχολίαζε η μανούλα μου, κάθε φορά που τον έβλεπε, να περνάει κάτω από τα παράθυρά μας, φορώντας την πέτσινη τραγιάσκα του, σε στιλ Λένιν, και σφυρίζοντας συνθηματικά για να βγει στο παράθυρο η θεία μου η Κασσάντρα (πώς πληθαίνων οι πεθαμένοι, θεέ μου!) και να βγει στο παράθυρο με τη ροζ κορδέλα στα καστανά της μαλλιά.

Και την άλλη χρονιά πάλι «να τα πούμε» και πάλι «πέστε τα, πέστε τα». Και οι γνωστοί κουραμπιέδες στις βαθιές και μόνιμα άδειες τσέπες μας, και η βραδινή μοιρασιά πίσω από τη γλυκιά μας την αυλή. Κι ο Θανασάκης, ο αδιόρθωτος κομμουνιστής, να σφυρίζει, φορώντας την πέτσινή του τραγιάσκα, όμοια μ' εκείνη που φορούσε ο Λένιν, την ώρα που μιλούσε στους μπολσεβίκους και ο μοσκοβίτικος ουρανός πότιζε με δάκρυα την επανάσταση. Ωσπου μια μέρα χάθηκαν όλ' αυτά. Και η αυλή μας, και ο Θανασάκης. Οι φωνές μας είχαν χοντρύνει, βγάλαμε μουστάκια, ντρεπόμασταν κιόλας να τραγουδάμε στους δρόμους και να μαζεύουμε πενταροδεκάρες. Περνούσαν και τα χρόνια ανάμεσα σε πίκρες και πείνες, πολέμους και διωγμούς. Γινόμασταν πιο σοφοί, πιο σκεφτικοί. Εμπαιναν μέσα μας άλλες αλήθειες. Οι αυλές έγιναν πολυκατοικίες! Πού να μοιράσει κανείς το κέρδος των παιδικών τραγουδιών του!

Σήμερα, όμως, μου ήρθε σφοδρή η επιθυμία να βγω στη γειτονιά, στο μπαλκόνι, στους δρόμους της παλιάς γειτονιάς μου και να φωνάξω: «Να τα πούμε» και, χωρίς να περιμένω τη φωνή της πρόθυμης νοικοκυράς, «πέστε τα, πέστε τα», εγώ ν' αρχίσω και να τα λέω. Τι να λέω, όμως; Τότε, βλέπεις, είχαμε κάτι να πούμε. Λέγαμε για τους μάγους που έρχονταν από την Περσία, το λαμπρό άστρο που τους οδηγούσε. Λέγαμε για τη φάτνη των αλόγων, για τη Βηθλεέμ. Λέγαμε, με τις παράφωνες και τις παγωμένες φωνές μας, γιατί θέλαμε να περιγράψουμε έναν κόσμο, που, όσο ψεύτικος και αν ήταν, ήταν ζεστός και τρυφερός. Σήμερα τι να σας πω, όμως; Για ποιον κόσμο να σας τραγουδήσω, που δεν είναι ούτε καν ψεύτικος; Αφού δεν είναι ούτε ζεστός ούτε τρυφερός; Για ποιον κόσμο να σας τραγουδήσω, αφού του γέμισαν τις αυλές με βόλια και τις βαθιές και μόνιμα άδειες τσέπες των μικρών παιδιών τις γέμισαν με ματωμένα, βρώμικα δολάρια;

Γι' αυτό φέτος λέω να μην «τα πω» σε κανέναν. Θα καθίσω μόνο στο παράθυρό μου για να θυμηθώ, όσο πιο τρυφερά μπορώ, αυτούς που μ' έμαθαν να ζητάω από τον κόσμο, όσο ψεύτικος και αν είναι αυτός, να είναι τρυφερός και ζεστός. Να θυμηθώ και το Θανασάκη, με την πέτσινη τραγιάσκα, τον αδιόρθωτο κομμουνιστή, που έλεγε και η μανούλα μου. Και να σου ευχηθώ, καλέ μου σύντροφε, χρονιάρα μέρα σήμερα, να μείνεις και συ έτσι: Ενας αδιόρθωτος Κομμουνιστής. Η μάνα μου πέθανε πια και Δε θα σε παρεξηγήσει.


Του
Γ. .Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


Κορυφή σελίδας
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ