Υποκριτική η ταύτιση της αντικαπνιστικής εκστρατείας με την αντικαπνική πολιτική, τόνισε στην Επιτροπή Γεωργίας του Ευρωκοινοβουλίου η ευρωβουλευτής του ΚΚΕ Δ. Μανωλάκου
Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση, η ευρωβουλευτής του ΚΚΕ, Διαμάντω Μανωλάκου, ανέδειξε την υποκρισία των νέων περικοπών, αφού σκόπιμα ταυτίζουν την αντικαπνιστική εκστρατεία με την αντικαπνική πολιτική, για να βάλουν στο περιθώριο την καπνοκαλλιέργεια και τους καπνοπαραγωγούς.
Οπως τόνισε, «είναι άδικο, αντιφατικό, αντιεπιστημονικό και αποπροσανατολιστικό να ταυτίζεται η αντικαπνιστική εκστρατεία με την αντικαπνική πολιτική της ΕΕ. Είναι συνειδητή επιλογή κατά των καπνοπαραγωγών, για να εξοστρακιστούν από την καλλιέργεια, αν και είναι γνωστό ότι καλλιεργούν σε φτωχά, ημιορεινά εδάφη, όπου εναλλακτικά δεν μπορεί να υπάρξει άλλη καλλιέργεια. Ηδη στην Ελλάδα η καπνοκαλλιέργεια έχει μειωθεί κατά 70%. Ο στόχος για το "πετσόκομμα" των επιδοτήσεων, είναι να μεταφερθούν οι πόροι στις πολιτικές της ΕΕ περί τρομοκρατίας. Δηλαδή ενάντια στους διαμαρτυρόμενους για την άγρια αντιλαϊκή ευρωπαϊκή πολιτική που εφαρμόζεται στις χώρες - μέλη, βαφτίζοντας τους διαμαρτυρόμενους τρομοκράτες».
Η Δ. Μανωλάκου σημείωσε ακόμα: «Είναι επίσης αστείο να θεωρούνται τα παραγόμενα καπνά στην ΕΕ βλαβερά για την υγεία και να τιμωρούνται οι καπνοκαλλιεργητές, ενώ τα εισαγόμενα είναι υγιεινά! Την υποκρισία επιβεβαιώνουν τα ίδια τα στοιχεία της Κομισιόν, που αναφέρουν ότι δε μειώθηκε η κατανάλωση τσιγάρων, αλλά οι ανάγκες καλύφτηκαν από εισαγωγές από τρίτες χώρες, συνολικού όγκου 1,2 δισ. ευρώ. Εμείς, αυτό που θεωρούμε αναγκαίο σε αυτή τη φάση, είναι η κατάργηση της διάταξης που από το 2010 μεταφέρει το 50% των άμεσων ενισχύσεων για τους αγρότες στο δεύτερο πυλώνα, που είναι για τους επιχειρηματίες. Απαιτούμε τη διακοπή των παρακρατήσεων από τις επιδοτήσεις για να συνεχιστεί η καπνοκαλλιέργεια, αφού οι ανάγκες στην ΕΕ είναι πάνω από το 70% και καλύπτονται από εισαγωγές».
Καταλήγοντας η ευρωβουλευτής του ΚΚΕ υπογράμμισε: «θεωρούμε αναγκαία τη σύνδεση των επιδοτήσεων με την παραγωγή, αποτελώντας οργανικό κομμάτι των ελάχιστων εγγυημένων τιμών που θα ανταποκρίνονται στο κόστος παραγωγής κάθε ποικιλίας».