Η θλιβερή τσιμεντούπολη απόκτησε ξαφνικά γιρλάντες και χρυσόσκονη και περιμένει μέσα στη φανταχτερή αμφίεσή της, τις μεγάλες γιορτές. Πολύχρωμα φώτα, φάτνες, άγγελοι, γκι, έλατα, φουρφουρένιες μπάλες, όλα επιστρατεύτηκαν από τους άρχοντές της για να δώσουν χαρμόσυνη όψη στα άχαρα κτίριά της, στους βρώμικους δρόμους της και στις θλιβερές της πλατείες. Οι πληγές όμως δεν κρύβονται και ο ψεύτικος διάκοσμος που απλώθηκε παντού δεν έκανε το ασκημόπαπο κύκνο. Η τσιμεντούπολη εξακολουθεί να είναι άχαρη και σκυθρωπή και να πληγώνει τα τέσσερα εκατομμύρια ψυχές που αποτελούν τον πληθυσμό της.
Η θλιβερή πρωτεύουσα φόρεσε ξαφνικά τα «καλά» της για να κρύψει για λίγο την ασχήμια της και να χαρίσει μια κάποια νότα χαράς και αγαλλίασης στις μυρμηγκιές των βιοπαλαιστών που την κατοικούν, συνθλίβονται καθημερινά από το βάρος των προβλημάτων τους. Πώς όμως να γίνει αυτή η «ανάσταση» των ψυχών, που έχουν καταδικαστεί να κυνηγούν το λειψό μεροκάματο και να αγωνιούν για το αβέβαιο μέλλον τους; Ούτε τα φώτα, ούτε οι γιρλάντες θα κάνουν αυτούς που είναι δεμένοι με τις αλυσίδες της «σύγκλισης» και της ΟΝΕ να ευθυμήσουν έστω για λίγο. Απλώς θα αναγκαστούν μεθαύριο να φορέσουν μια μάσκα ψεύτικης χαράς, για να μη δουν οι δικοί τους και ειδικά τα παιδιά, αυτές τις «χρονιάρες μέρες» την απελπισμένη όψη, που έχουν όλον τον καιρό. Και θα ευχηθούν χαμογελώντας «καλά Χριστούγεννα» και «ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος».
Απ' έξω το προσωπείο της αγαλλίασης και από μέσα το αληθινό πρόσωπο, το θλιμμένο του μισθωτού, του συνταξιούχου, του κάθε βιοπαλαιστή, που τον κατάντησαν να μην μπορεί να χαρεί ούτε στις γιορτές!
Να και οι βιτρίνες φωταγωγημένες, απαστράπτουσες και φορτωμένες με ρούχα, παιχνίδια, χρυσαφικά, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, καρύδια, δίπλες, ότι τελοσπάντων είναι απαραίτητο ή περιττό για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, για το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς για την ευωχία και τη διασκέδαση των ημερών. Η «Ελεύθερη αγορά» του συστήματος ίσια με το μυθικό κέρας της Αμάλθειας εναποθέτει στις βιτρίνες και τα ράφια των καταστημάτων ό,τι ποθεί η καρδιά του ανθρώπου. Ο,τι ποθεί κι ό,τι πολλές φορές δεν μπορεί να το χαρεί παρά μόνο με το βλέμμα. Οπως ακριβώς κάνει τώρα μπροστά στη βιτρίνα με τα παιχνίδια ο αδύνατος και κακοντυμένος μικρούλης, που πουλάει στο δρόμο χαρτομάντιλα και στυλό. Μαγεμένος, από τα κουρδιστά αυτοκινητάκια, τα ρομπότ και τα αεροπλανάκια της προθήκης «κατέβασε ρολά» στη δική του «επιχείρηση» και ξανοίχτηκε σε όνειρα που δε θα πραγματοποιηθούν γι' αυτόν ποτέ. Ο παράδεισος όλος απλώνεται μπροστά του, αλλά να τον αγγίξει δεν μπορεί. Τον εμποδίζει το χοντρό κρύσταλλο της βιτρίνας, το «διαχωριστικό» που θέτει το σύστημα για να μην μπορούν ποτέ κάποιοι να πιάσουν και να χαρούν ό,τι τους ανήκει δικαιωματικά!
Χρονιάρες μέρες πλησιάζουν, αλλά μη νομίσετε πως θα τις γιορτάσουν όλοι. Θα υπάρξουν σπίτια που δε θα φωταγωγηθούν, που δε θα ανάψουν ίσως ούτε ένα λαμπιόνι σαράντα κεριών. Οι άνθρωποι που μένουν σ' αυτά τα μίζερα καταλύματα, θα κουκουλωθούν από νωρίς τι κι αν είναι Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Μιλένιουμ - στα τριμμένα σκεπάσματά τους και θα βυθιστούν σ' έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Μόνον ίσως κάποια παιδιά θα ξαγρυπνούν εκεί, περιμένοντας τα φτωχά τον Αϊ - Βασίλη, που δε θα έρθει βέβαια ποτέ. Γιατί δεν έχει φτάσει ακόμη, η εποχή, που ο αγαθός γέροντας θα επισκέπτεται όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά. Γιατί δεν έφτασε ακόμη η εποχή, που οι «χρονιάρες μέρες» θα έρχονται στολισμένες και φωτεινές για όλους και όχι με γιρλάντες και πολυελαίους μόνο για μερικούς!
Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ