Κυριακή 21 Οχτώβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 8
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Πύρρος, o Δήλιος ψαράς

Χαρισμένο στην Ερρικα Ν. Ιωάννου

για την ωραία της ψυχή

Γρηγοριάδης Κώστας

Ο Πύρρος με τη λέμβο του αλίευε στα νερά της Δήλου. Σήμερα δεν είχε κέφι να ασχοληθεί με το ψάρεμά του. Το πολυάγκιστρο για τα χταπόδια βρισκόταν πεταμένο στο σάκο του, ενώ τα δίχτυα αφήνονταν έρμαια στα ύδατα.

Ο Πύρρος ήταν εξαιρετικός αλιεύς χταποδιών, που τα ξετρύπωνε με απαράμιλλη τεχνική από τους πάμπολλους βράχους της θαλάσσιας περιοχής, μολονότι εκείνα, τα πανέξυπνα, άλλαζαν χρωματισμό ανάλογα με το περιβάλλον, για να σωθούν.

Σήμερα ο Πύρρος δεν ενδιαφερόταν για τίποτα.

Είχε ξαπλώσει στην επιφάνεια της λέμβου και ονειροπολούσε, ατενίζοντας το πέλαγος. Το δελφίνι βρισκόταν πάντα κοντά του, σαν πιστό σκυλί.

Δεν ήταν άσχημος ο Δήλιος ψαράς, ψηλός, ευρύστερνος και γεροδεμένος, μ' ένα θαυμάσιο κεφάλι, κοσμημένο με χρωματιστή ταινία σαν φωτοστέφανο και πλούσια γενειάδα. «Κεφάλι φιλοσόφου», έλεγαν οι συντοπίτες του, θαυμάζοντάς τον.

«Σαν φιλόσοφος είσαι, Πύρρε!».

Ο ψαράς χαμογελούσε όταν το άκουγε. Φιλόσοφος δεν ήταν. Υπήρξε όμως ήρωας, παλαιά, πολύ παλαιά...

Η μνήμη του ήταν εξαιρετική, δώρο θεού, συνεκτικός κρίκος για όλα τα παρελθόντα με το παρόν. Αυτή η μνήμη τον διαβεβαίωνε πως η ψυχή είναι αθάνατη, φεύγει από το νεκρό σώμα, που γερνάει ή αρρωσταίνει γιατί είναι φθαρτό, πετάει στα αστέρια, κι εκεί περιμένει το καινούριο κορμί, όπου θα γίνει η κατοικία της.

Η Μνημοσύνη, η αγαπημένη έννοια του ορφισμού, ήταν ο θεμέλιος λίθος για όλα τα πράγματα. Καλώς λοιπόν αποκαλούσε ο ορφικός μύστης τη λήθη κακή και φρενοφθόρα, ενώ ικέτευε τη Μνημοσύνη να είναι ευμενής στους πιστούς.

Θυμάμαι... στην πρώτη μου ύπαρξη ήμουν ο Αιθαλίδης, ο γιος του θεού Ερμού με το χρυσό ραβδί, του προστάτη της Κυλλήνης, και της περιώνυμης Ευπολέμειας, της θυγατέρας του Μυρμιδόνος. Γεννήθηκα μακριά από εδώ, στη βραχώδη Αλόπη, μια πόλη της Θεσσαλίας. Οταν ο θεϊκός μου πατέρας είπε να του ζητήσω όποιο δώρο θα ήθελα, πλην της αθανασίας, εγώ του αποκρίθηκα αμέσως, γιατί καιρό πριν το σκεπτόμουν, «θέλω να έχω τη μνήμη των συμβαινόντων».

Από τότε θυμόμουν πάντοτε και τα πάντα κι όταν βρισκόμουν στον Αδη κι όταν ξαναγυρνούσα στη γη.

Ελαβα μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία ως ο επίσημος και ταχύς αγγελιαφόρος, αφού κρατούσα το σκήπτρο του πατέρα, που μου χάρισε μαζί με την άφθαρτη μνήμη μου.

Οταν η Αργώ έφτασε στο λιμάνι της Λήμνου, εμένα έστειλαν οι αργοναύτες να πείσω την Υψιπύλη να μας δεχτεί.

Ως Αιθαλίδης είχα την εμπειρία του Αδου, το σκότος και τη μοναξιά του άλλου κόσμου. Είχα όμως και τη γνώση για την αθανασία της ψυχής.

Ο Πύρρος ο ψαράς κοίταξε το δελφίνι με τρυφερότητα, εκείνο κατάλαβε το βλέμμα του και έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από τη λέμβο.

Εφτανε το απομεσήμερο, ο ήλιος χρύσιζε, λούζοντας με το φως του το νησί. Η Δήλος, η πατρίδα του (την αγάπησε κι αυτή, όπως τότε την Αλόπη), έπλεε σαν νούφαρο στο πέλαγος. Δε γνώριζε όμως πως κάποτε θα ξαναερχόταν εδώ, στη γενέτειρα του Απόλλωνος, όπου γινόταν το ετήσιο πανηγύρι των πιστών κι οι Δηλιάδες κόρες έψαλλαν σε όλες τις γλώσσες, σε όλες τις ντοπιολαλιές με φωνή που θύμιζε στον κάθε άνθρωπο την ιδιαιτέρα του πατρίδα και τους σκοπούς των τραγουδιών της, στη Δήλο εδώ, όπου βρισκόταν ο τάφος των Υπερβορείων παρθένων. Αγνοούσε πως στο μέλλον θα ξαναρχόταν εδώ ως Πυθαγόρας, για να γηροκομήσει τον πρώην διδάσκαλό του Φερεκύδη, να φροντίσει για την ταφή του και για τα νενομισμένα, όπως ο γιος τον πατέρα.

Τίποτε δε γνώριζε για το μέλλον ο Πύρρος, που είχε τόσο έντονη τη μνήμη των προηγούμενων ζωών.

Πολλές φορές όταν πιάνω τη λύρα να τραγουδήσω, βλέπω τον θάνατό μου, τότε που υπήρξα ο Τρώας Εύφορβος. Ημουν γιος του Πανθόου, ο πατέρας ήταν ένας από τους συμβούλους του Πριάμου, αδέλφια μου ο Πολυδάμας, που γεννήθηκε την ίδια νύχτα με τον Εκτορα κι ο Υπερήνωρ.

Αλλοι έλεγαν πως είχα ελληνική καταγωγή, γιατί ο πατέρας μου Πάνθοος ήταν γιος του Ορθρυάδου και ιερεύς του δελφικού Απόλλωνος. Κι όταν ο Πρίαμος έστειλε αγγελιαφόρο να πάρει χρησμό από το μαντείο των Δελφών, μαζί με τον χρησμό πήρε και τον ιερέα. Ο Πρίαμος τον κατέστησε και στην Τροία ιερέα του Απόλλωνος, τον είχε σύμβουλο και μάντη στον τρωικό πόλεμο.

Ελεγαν πως υπήρξα πολύ όμορφος, και το κεφάλι μου με τους χρυσούς πλοκάμους αναφέρεται στην αιώνια ποίηση.

Οταν ήμουν ο Εύφορβος, η ευφυία μου ανακάλυψε και δίδαξε τα τρίγωνα και τα σκαληνά. Εγώ πρωτομίλησα για τον κύκλο, και για την αποχή της κρεοφαγίας. Ομως η εποχή μου ήταν ανώριμη να τα δεχτεί. Ολα ξεχάστηκαν. Και κάποιος άλλος στο μέλλον, με την ωρίμανση των καιρών, θα αναφερόταν ως μαθηματική ιδιοφυία. Αυτή όμως φαίνεται πως είναι η φυσική ροή των πραγμάτων: οι πρωτοπόροι σβήνουν, αναφέρονται στις υποσημειώσεις, ενώ η αχάριστη εποχή χαρίζει τα δώρα και τη δόξα σε αυτόν που θα συστηματοποιήσει τις θεωρίες, ώστε να γίνουν εύπεπτες για το κοινό των αμύητων.

Στον τρωικό πόλεμο κατάφερα το μεγάλο χτύπημα στη ράχη του Πατρόκλου με το δόρυ μου. Ο Μενέλαος όμως με εκδικήθηκε σκοτώνοντάς με. Επεσα στο έδαφος βουτηγμένος στα αίματα. Ο τρομερός γιος του Ατρέως σύλησε τα όπλα, την περίφημη ασπίδα μου, που αργότερα αφιέρωσε στο Ηραίον του Αργους. Αλλοι έλεγαν πως την πρόσφερε ως ανάθημα στο ιερό του Διδυμαίου Απόλλωνος των Βραγχιδών, κοντά στη Μίλητο.

Εγώ ήμουν πεθαμένος, ενώ η μονομαχία του Μενελάου και του Εκτορος συνεχιζόταν σχεδόν πάνω από το πτώμα μου.

Ηξερα όμως πως θα ξαναζήσω, γιατί η ψυχή, όντας αθάνατη, επανέρχεται σαν ουράνιο πτηνό στη γη και μπαίνει σε νέα σώματα. Το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου βλέποντάς με νεκρό.

Ο Πύρρος θυμόταν τόσο καλά κάθε λεπτομέρεια από την ασπίδα που του άρπαξε λάφυρο ο Μενέλαος, ώστε θα μπορούσε να την αναγνωρίσει ανάμεσα σε χίλιες πανομοιότυπες. Κάποτε, όταν θα γινόταν ο Πυθαγόρας, θα πήγαινε στο Αργος και θα έβλεπε τα τρωικά λάφυρα. Μια ασπίδα καρφωμένη στον τοίχο, θα τον έκανε να δακρύσει. Οι Αργείοι βλέποντάς τον θα τον ρωτούσαν γιατί δάκρυσε. Εκείνος θα απαντούσε πως η ασπίδα ήταν δική του, όταν είχε μετάσχει στον τρωικό πόλεμο ως Εύφορβος. Οι Αργείοι θα δυσπιστούσαν, θεωρώντας τον τρελό, κι εκείνος θα τους έδινε μια μεγάλη απόδειξη. Στο εσωτερικό της ασπίδας, θα τους έλεγε, υπάρχει μια επιγραφή με αρχαίους χαρακτήρες: ΕΥΦΟΡΒΟΥ. Οι Αργείοι θα κατέβαζαν την ασπίδα και θα έβλεπαν πραγματικά την επιγραφή.

Θλιμμένος ο Πύρρος πήρε τη λύρα που είχε πάντα μαζί του, στο σπίτι ή στο ψάρεμα, κι έπαιζε τραγουδώντας τους στίχους. Τα δάκρυα κυλούσαν στις αυλακωμένες και ηλιοκαμένες παρειές του. Το δελφίνι έπαψε τα παιχνίδια και λυπημένο ακολουθούσε τη λέμβο, μαγεμένο από τη μουσική.

Κι η κόμη του, όμοια με των Χαρίτων, βρεχόταν απ' το αίμα

καθώς κι οι πλόκαμοι που ήταν πλεγμένοι με σπείρες από ασήμι

και χρυσό.

Σαν άνθρωπος που καλλιεργεί ακμαίο βλαστάρι ελιάς

σ' έρημο τόπο όπου αναβρύζει άφθονο νερό

ωραίο, ανθηρότατο (βλαστάρι), που το δονούν πνοές

παντοίων ανέμων, κι εκείνο βρίθει από άνθη λευκά.

Ομως άνεμος ήλθε ξαφνικά με θύελλα μεγάλη

που το ξερίζωσε απ' τον λάκκο του και το έριξε στη γη

έτσι τον έμπειρο τοξότη Εύφορβο τον γιο του Πάνθοου

αφού εσκότωσε ο Μενέλαος του Ατρέως, του σύλησε τα όπλα.

Ο Δήλιος ψαράς άφησε τη λύρα, σκούπισε τα βουρκωμένα του μάτια. Δίπλα του, στο πάτωμα της λέμβου, υπήρχαν ξεραμένοι αστερίες που άφησαν τα αποτυπώματά τους σαν φιλόδοξοι άνθρωποι, όμορφα κοχύλια με πανέμορφες ραβδώσεις, που τα βρήκε στα βαθιά νερά, και πέτρες καμωμένες από τη φυσική σοφία.

Ο ήλιος χρύσιζε τα πάντα, όπως τότε με τη γέννηση του Απόλλωνος, όπου όλα ήταν χρυσά στο φωτεινό νησί, ακόμη και τα σπάργανα του θεϊκού βρέφους.

Τώρα ο ίδιος ήλιος χρύσιζε τον μηρό του Πύρρου στη στάση που ήταν ξαπλωμένος, οι τρίχες των ποδιών του έγιναν χρυσαφένιες, αλλά ο ψαράς της Δήλου δε γνώριζε πως όταν θα γινόταν ο Πυθαγόρας, ο ένας του μηρός θα ήταν πραγματικά χρυσός.

Υστερα ήρθε στη μνήμη του ο βωμός που του είχαν ανεγείρει οι συμπατριώτες του, αποδίδοντάς του σχεδόν θεϊκές τιμές.

Υπήρξα ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, που πολλοί με θεωρούσαν διδάσκαλο του Αναξαγόρου.

Ναι, η σειρά των προϋπάρξεών μου είναι υπέροχη: Αιθαλίδης, αγγελιαφόρος των Αργοναυτών, Εύφορβος, ήρωας του Τρωικού πολέμου, Ερμότιμος, φιλόσοφος και μάγος.

Τώρα είμαι μόνον ένας ψαράς της Δήλου, και οι μεταγενέστεροι μελετητές δε θα έχουν τι να πουν για μένα. Ο βίος μου είναι καθημερινός, οι γνώσεις μου περιορισμένες. Τι να γράψουν λοιπόν; Πόσα χταπόδια ψάρεψε ο Πύρρος στα νερά της Δήλου;

Θα νομίσετε πως νιώθω συμπλεγματικός, αλλά σας βεβαιώ πως όχι, η ψυχή μου είναι ωραία κι αυτό έχει σημασία. Η σημερινή μου ύπαρξη πιστοποιεί πως η ψυχή δεν επιλέγει να συνυπάρξει στο ανθρώπινο σώμα μόνο με έναν δυνατό νου. Η ωραία ψυχή δύναται να φιλοξενηθεί στο οποιοδήποτε σώμα και να συνυπάρξει με τον οποιοδήποτε νου.

Υπήρξα λοιπόν ο Ερμότιμος και μου συνέβαινε το εξής: όταν έπεφτα για ύπνο, η ψυχή έβγαινε από το σώμα μου, περιπλανιόταν σε τόπους μακρινούς, έβλεπε διάφορα πράγματα, θαυμαστά ή μη, συνέλεγε εμπειρίες και γνώσεις, κι ύστερα επέστρεφε στο σώμα και ξυπνούσα. Κάθε ημέρα είχα να διηγηθώ ιστορίες στους ανθρώπους που με θαύμαζαν τόσο, ώστε μετά τον θάνατό μου είχαν ανεγείρει προς τιμή μου βωμό.

Ως Ερμότιμος ο Κλαζομένιος απέδειξα πως ήμουν στην προηγούμενη ζωή ο Εύφορβος.

Ετσι πήγα στις Βραγχίδες, στο ιερό του Απόλλωνος, να δείξω την ασπίδα μου που είχε συλήσει ο Μενέλαος, αλλά που την είχε αφιερώσει μετά τον πόλεμο στον θεό, όπως του είχα πει να πράξει.

Η ασπίδα όμως είχε σαπίσει και είχε απομείνει μόνο η επένδυσή της από ελεφαντόδοντο.

Επεφτε το σούρουπο, έδυε ο ήλιος, τα νερά της θάλασσας αναταράζονταν μολυβένια κι ο Δήλιος ψαράς ετοιμαζόταν να επιστρέψει στο σπίτι του. Από την απόσταση που βρισκόταν, έβλεπε το ιερό νησί του Απόλλωνος να τυλίγεται στο λυκόφως. Ο Πύρρος ήξερε πως το δελφίνι θα τον συντρόφευε μέχρι την ακτή.

Κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος σαν να άκουγε κάτι πολύ μακρινό και υπέροχο. Αγαπούσε τη μουσική αρμονία και η εξαιρετικά ανεπτυγμένη ακοή του συνελάμβανε ήχους, απρόσιτους στους άλλους. Ομως κάτι συνεχώς του διέφευγε, κάτι στιγμιαίο αλλά μοναδικό, ένα στοιχείο ρέον σαν πνοή ανέμου. Καταλάβαινε πως επρόκειτο για μια συμπαντική αρμονία των σφαιρών και αστέρων, αλλά δεν μπορούσε να την ακούσει πλήρως.

Οταν θα γινόταν ο Πυθαγόρας, θα άκουε πεντακάθαρα τη συμπαντική συμφωνία που ήταν το επιστέγασμα ανόμοιων ήχων, ταχυτήτων, μεγεθών και διαλειμμάτων, θαυμάσια τακτοποιημένων μεταξύ τους, με έναν μουσικό τρόπο καμωμένο από κίνηση και μελωδική περιστροφή.

Τώρα όμως ήταν ο Πύρρος, ο Δήλιος ψαράς, που δε γνώριζε πως θα γινόταν, όπως η χρυσαλλίδα από το κουκούλι της, ο Πυθαγόρας.

Γιατί είχε μόνον τη μνήμη των συμβαινόντων. Δεν είχε φαντασία...


Ελένη ΛΑΔΙΑ


Κορυφή σελίδας
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ